Ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει σχετικά: «Η ημετέρα Εκκλησία από της ιεράς ταύτης διδαχθείσης παραδόσεως μακράν του να νομίζη τα εαυτής τέκνα καθαρά από παντός ρύπου, ειδυϊά την ανθρωπίνην ασθένειαν, ου γαρ έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει, εύχεται, παρακαλεί, καθικετεύει τον φιλάνθρωπον Θεόν υπέρ των κοιμηθέντων τέκνων αυτής, θεωρεί δε τα μνημόσυνα ως αναπόφευκτον υποχρέωσιν των ζώντων προς τους κεκοιμημένους. διό ου μόνον δι’ ένα έκαστον επιτελεί μνημόσυνα, αλλά και δύο γενικά ενιαύσια μνημόσυνα περί τε των εν ξένη γη αποθανόντων, και περί των μη νενομισμένων τυχόντων…».
Στο Τυπικό της μονής Σωτήρος Χριστού Μεσσήνης υπάρχει η σημείωσις σχετικά με τα Ψυχοσάββατα: «Πρέπει λοιπόν να γνωρίζωμε ότι το εσπέρας της Παρασκευής κατά το οποίο ψάλλομε τον εσπερινό του Σαββάτου της Απόκρεω μετά την ακολουθία του εσπερινού και την ευχή που δίνει ο ιερέας κατά την απόλυση, βγαίνουμε από το ναό ψάλλοντας τον ψαλμό: «Ο κατοικών εν βοήθεια του Υψίστου», κι αφού όλοι οι αδελφοί φτιάξομε ένα χορό προ του Τιμίου Σταυρού ψάλλομε τον νεκρώσιμο κανόνα κατά τον
οποίο εναλλάσσονται ο ιερέας με το διάκονο. Και μετά το πέρας ολοκλήρου της ακολουθίας κατά το σύνηθες, μαζί με την απόλυση, τρώγομε και τα κόλλυβα. Και μετά από αυτά αρχίζουμε την προσευχή. Το ίδιο κάνουμε και το Σάββατο προ της Πεντηκοστής».
Η αγάπη προς τους κεκοιμημένους οδήγησε την Ορθόδοξη Εκκλησία στην καθιέρωση ιδιαίτερης ημέρας της εβδομάδας σ’ αυτούς. Έτσι το Σάββατο, ως επίσης και τα δύο Ψυχοσάββατα αφιερώνονται στη μνήμη τους. Όλες αυτές οι ημέρες οι προς τιμή των κεκοιμημένων συνδέονται με προσευχές υπέρ αναπαύσεως αυτών. «Το Ψυχοσάββατο μας υπενθυμίζει τη διάσταση της αιώνιας ζωής, που φωτίζει και την επίγεια. Το Ψυχοσάββατο μάς υπενθυμίζει την υποχρέωση να θυμόμαστε τους νεκρούς μας και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς». Επίσης μας φέρνει στο νου και τους επίκαιρους στίχους του νεοέλληνα ποιητή Γεωργίου Δροσίνη:
Μήπως ότι θαρρούμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αυγής είναι πέρα;
Κι αντί να έρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη ξημερώνει μια αβράδιαστη μέρα;
Μήπως ειν’ αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
Πόσα και ποια είναι τα Ψυχοσάββατα;
Ψυχοσάββατα στην εκκλησιαστική μας παράδοση υπάρχουν δύο. Το ένα είναι το Σάββατο προ των Απόκρεω και το δεύτερο, το Σάββατο προ της Πεντηκοστής. Επίσης στη Βόρειο Ελλάδα υπάρχει κι ένα τρίτο καθιερωμένο ως Ψυχοσάββατο που πιθανόν έχει να κάμει με τους εορτασμούς του πολιούχου της πόλεως Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου. Στη λειτουργική μας Παράδοση έχουμε εκτός της Μεγάλης Εβδομάδας του Κυρίου μας κι άλλες εβδομάδες, ή άλλους κύκλους μεγάλων εορτών που τείνουν να μοιάσουν προς τη Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα. Αυτή είναι μία μιμητική καλή πράξη που άρχισε πολύ παλαιά και είναι θα λέγαμε η γενεσιουργός μητέρα όλων των άλλων μεγάλων εορτών, σε υμνογραφία και νηστεία. Έτσι της εορτής του Αγίου Δημητρίου προηγείται Μεγάλη Εβδομάδα που καθιερώθηκε τελευταίως ανελλιπώς, κάθε χρόνο στην αγιοτόκο Θεσσαλονίκη, προνοία του οικείου Παναγιωτάτου Μητροπολίτου.
Το Σάββατο που προηγείται της Εβδομάδας του Αγίου Δημητρίου, υπάρχει ως τρίτο Ψυχοσάββατο για το οποίο κάναμε λόγο παραπάνω. Επίσης εκτός των παραπάνω ψυχοσαββάτων σε ορισμένα μέρη, κυρίως στην κεντρική Ελλάδα και σ’ αυτή την πρωτεύουσα των Αθηνών συνηθίζονται και άλλα δύο Σάββατα να αφιερώνονται στους κεκοιμημένους, αποκαλούμενα κι αυτά ως Ψυχοσάββατα. Αυτά είναι το Σάββατο μετά το Ψυχοσάββατο της Απόκρεω δηλ. Το Σάββατο της Τυρινής κι επίσης το αμέσως επόμενο Σάββατο της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, το λεγόμενο Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων.
Το πρώτο Ψυχοσάββατο, το μετά την Κυριακή του Ασώτου Σάββατον λέγεται «Σάββατον των ψυχών» ή «Ψυχοσάββατον», διότι κατ’ αυτό η αγία μας Εκκλησία τελεί μνημόσυνα υπέρ πάντων των κεκοιμημένων. Σχετικά αναφέρει το εκκλησιαστικόν βιβλίον που λέγεται Τριώδιον: «Εξ αυτών των Αποστολικών Διαταγών εν βιβλίω, έλαβεν η του Χριστού Εκκλησία την συνήθειαν του επιτελείν τα λεγόμενα τρίτα και ένατα και τεσσαρακοστά και λοιπά μνημόσυνα των κεκοιμημένων.
Επειδή δε πολλοί κατά καιρούς απέθανον άωρα ή εις ξενιτείαν, ή εις θάλασσαν, ή εις όρη και κρημνούς, ίσως δε και πένητες όντες ουκ ηξιώθησαν των διατεταγμένων μνημοσυνών. Διά τούτο φιλανθρώπως οι θείοι Πατέρες κινούμενοι, εθέσπισαν σήμερον μνημόσυνον κοινόν πάντων των απ’ αιώνος ευσεβώς τελευτησάντων χριστιανών, ίνα και όσοι των μερικών μνημοσυνών ουκ έτυχον συμπεριλαμβάνωνται εις το κοινόν τούτο κακείνοι.
Προς τούτοις, επειδή αύριον ποιούμεν την ανάμνησιν της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, και επειδή οι κεκοιμημένοι ουδέ εκρίθησαν, ουδέ έλαβον έτι την τελείαν αντάμειψιν ευκαίρως ακαίρως μνημονεύει σήμερον των ψυχών η Εκκλησία και, εις το άπειρον έλεος του Θεού θαρρούσα, δέεται ίνα ελεήση τους αμαρτωλούς. Ότι δε απάντων κοινώς των τεθνεώτων η μνήμη ενθυμίζει τον κοινόν θάνατον και εις ημάς εν καιρώ αρμοδίω και διεγείρει προς μετάνοιαν, τούτο έστι τρίτον αίτιον του παρόντος μνημόσυνου». Τα ίδια γράφει το Ωρολόγιον και για το Ψυχοσάββατον της Πεντηκοστής.
Το δεύτερο Ψυχοσάββατον είναι ετήσιον μνημόσυνον υπέρ των ψυχών των κεκοιμημένων και η Εκκλησία μας το τελεί εννέα ημέρες μετά την Ανάληψη του Σωτήρος Χριστού, δηλ. το Σάββατο προ της Πεντηκοστής του Πάσχα. «Κατά την ημέραν ταύτην μνήμην ποιείται η Εκκλησία πάντων των από Αδάμ ευσεβώς κοιμηθέντων, δέεται υπέρ αυτών και αιτείται παρά Χριστού του Θεού του αναληφθέντος εις τους ουρανούς και εν δεξί καθεσθέντος του Πατρός, όπως εν ώρα της κρίσεως απολογίαν αγαθήν δώσωσιν αυτώ τω πάσαν κρίνοντι την γην, τύχωσι της εκ δεξιών αυτού παραστάσεως εν χαρά, εν μερίδι δικαίων και εν κλήρω φωτεινώ αγίων και γίνωσιν άξιοι της ουρανίου βασιλείας κληρονόμοι».
Ο άγιος Νεκτάριος σημειώνει σχετικώς «Η Εκκλησία δεομένη υπέρ όλων αυτών που κοιμήθηκαν ευσεβώς, από Αδάμ μέχρι σήμερα, εύχεται όχι μόνο βέβαια υπέρ των χριστιανών διότι κανείς χριστιανός δεν υπήρχε από Αδάμ μέχρι του Χριστού, αλλά δέεται για κάθε ψυχή ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους που έζησε ενάρετα, είτε σύμφωνα με το νόμο, είτε εν ακροβυστία εύχεται (ενν. Η Εκκλησία) στα τροπάρια, ώστε κάθε άνθρωπος που διέπραξε σωστά τα του βίου και προς τον Θεό μετέστη, να τον αξιώσει ο Θεός της ουρανίου Βασιλείας Του».
«Διά της παρούσης διατεταγμένης ακολουθίας υπέρ των ευσεβώς κοιμηθέντων, η Εκκλησία διακηρύττει ότι οι τελειωθέντες ενάρετοι άνδρες από Αδάμ μέχρι Χριστού, είναι άξιοι του θείου ελέους και παρακαλεί το Θεό γι’ αυτούς, ώστε να τους δώσει κατά την ημέρα της κρίσεως «ευπρόσδεκτον απολογίαν». Το φρόνημα αυτό της Εκκλησίας, το οποίο γνωρίζουμε από τους αποστολικούς χρόνους, είναι πολύ ορθό και δίκαιο διότι, αφού ο Κύριος ήλθε για να σώσει τον κόσμο, συνεπάγεται ότι επρόκειτο να σώσει κι όλους, όσους πέρασαν το βίο τους ενάρετα προ της ελεύσεως αυτού (ενν. του Χριστού)• διότι η έλλειψις αρετής στον κόσμο δεν προκάλεσε την ανάγκη της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού, αλλά η έλλειψις της αγαθής σχέσεως προς το Θεό και το μεσότοιχο της έχθρας που αποτελούσε διαχωριστικό μεταξύ Θεού και ανθρώπου και το οποίο ο Υιός του Θεού ήλθε να γκρεμίσει. Αιτία λοιπόν της ελεύσεως του Υιού του Θεού στη γη ήταν η συμφιλίωσις του Θεού με τον άνθρωπο κι όχι η έλλειψις αρετής…».
Ο ίδιος ο άγιος Νεκτάριος για το δεύτερο Ψυχοσάββατο αναφέρει: «Η ακολουθία των κεκοιμημένων τοποθετήθηκε πολύ κατάλληλα, μετά την Ανάληψη του Σωτήρος, διότι δι’ αυτής ο Κύριος ανερχόμενος στους κόλπους του Πατρός κι αφού έλαβε κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη, έγινε Κύριος και των ζώντων και των νεκρών. Η Εκκλησία λοιπόν θέλοντας αφ’ ενός μεν να ομολογήσει τον Ιησού Χριστό ζώντων και νεκρών εξουσιαστή, αφ’ ετέρου δε (θέλοντας ενν.) να ανακηρύξει την πίστη της στη δευτέρα Παρουσία, συνέταξε την ακολουθία υπέρ των κεκοιμημένων».