Ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων προσφέρει τήν εὐαγγελική διήγηση ἀλλά προσθέτει µερικές λεπτοµέρειες πού ἔχουν χρησιµοποιηθεῖ στή λειτουργία τῆς ἑορτῆς καί δείχνει αὐτό πού ὁ Ἰωάννης θά µποροῦσε νά διηγηθεῖ. Ἐπάνω στήν εἰκόνα ἕνα τµῆµα ἑνός κύκλου παριστᾶ τούς οὐρανούς πού ἀνοίγουν, καί κάποτε ἀπό µιά διπλή πτυχή πού ὁµοιάζει µέ κροσσό ἑνός σύννεφου, βγαίνει τό χέρι τοῦ Πατρός πού εὐλογεῖ. Ἀπό αὐτό τόν κύκλο ἀναχωροῦν ἀκτῖνες φωτός, χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, καί πού φωτίζουν τό περιστέρι. Αὐτόµατη ἀνάµνηση τοῦ ἀρχικοῦ λόγου «καί ἐγένετο φῶς», ἡ ἐκδηλωτική ἐνέργεια τοῦ Πνεύµατος, ἀποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Ἡ Τριάδα, ὁ Θεός µας, µᾶς ἐκδηλώνεται χωρίς διαίρεση. Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσµου, πού φωτίζει αὐτούς πού κάθονταν στά σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) ἀπό ἐκεῖ δέ τό ὄνοµα τῆς «Ἑορτῆς τῶν φώτων». Ἐνῶ ὁ Χριστός κατέβαινε στά νερά, ἡ φωτιά ἄναψε µέσα στόν Ἰορδάνη, εἶναι ἡ Πεντηκοστή τοῦ Κυρίου καί ὁ προεικονισµένος Λόγος, µέ στύλο φωτός δείχνει ὅτι τό βάπτισµα εἶναι φωτισµός, γέννηση τῆς ὑπάρξεως στό θεῖο φῶς.
Ἄλλοτε τήν παραµονή τῆς ἑορτῆς γινόταν τό βάπτισµα τῶν κατηχουµένων καί ὁ ναός ἦταν πληµµυρισµένος ἀπό φῶς, σηµεῖο µυήσεως στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ µάρτυρας αὐτοῦ τοῦ φωτός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι δοσµένος στό γεγονός γιατί αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ λύχνος ὁ καιόµενος καί φαίνων» καί οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35).
Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος µέ τή µορφή ἑνός περιστεριοῦ ἐκφράζει τήν κίνηση τοῦ Πατρός πού φέρεται πρός τόν Υἱό του. Ἐξ ἄλλου, ἐξηγεῖται, κατά τούς Πατέρες, κατ ̉ ἀναλογία µέ τόν κατακλυσµό καί τό περιστέρι µέ τόν κλάδο ἐλαίας, σηµεῖο τῆς εἰρήνης. Τό Ἅγιο Πνεῦµα πού φέρεται ἐπάνω ἀπό τά ἀρχέγονα νερά ἀνέδειξε τή Ζωή, ἐπίσης αὐτό πού αἰωρεῖται ἐπάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, προκαλεῖ τή δεύτερη γέννηση τοῦ νέου δηµιουργήµατος.
Ὁ Χριστός παριστάνεται ὀρθός ἐνάντια πρός τό βυθό τοῦ νεροῦ σκεπασµένος ἀπό τά κύµατα τοῦ Ἰορδάνη. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολῆς του, ὁ Ἰησοῦς ἀντιµετωπίζει τά κοσµικά στοιχεῖα πού περιέχουν σκοτεινές δυνάµεις: τό νερό, τόν ἀέρα καί τήν ἔρηµο. Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης εἶναι ἀπό τίς µορφές τοῦ βαπτίσµατος: ἡ νίκη ἀπό τό Θεό τοῦ δράκοντος τῆς θαλάσσης, τοῦ τέρατος Rahab. Ἕνα ἰδιόµελο τῆς ἑορτῆς κάνει νά κατανοήσουµε τόν Κύριο λέγοντας στόν Ἰωάννη Βαπτιστή: Προφήτη, ἔλα νά µέ βαπτίσεις… Βιάζοµαι νά χαθεῖ ὁ κρυµµένος στά νερά ἐχθρός, ὁ πρίγκηπας τοῦ σκότους, γιά νά ἀπελευθερώσω τόν κόσµο ἀπό τά δίχτυα του παραχωρώντας του τήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, µπαίνοντας στόν Ἰορδάνη ὁ Κύριος, καθαρίζει τά νερά: Σήµερα τά κύµατα τοῦ Ἰορδάνη µεταβάλλονται σέ φάρµακο καί ὅλη ἡ δηµιουργία ποτίζεται µέ µυστικά κύµατα… (εὐχή ἁγίου Σωφρονίου). Εἶναι ὅλο τό σύµπαν πού δέχεται τήν ἁγιοποίησή του: Ὁ Χριστός βαπτίζεται· βγαίνει ἀπό τό νερό καί µέ αὐτό ἀποκαλύπτει τόν κόσµο (ἰδιόµελο τοῦ Κοσµᾶ).
Σπάζει τό κεφάλι τῶν δρακόντων καί ἀναζωογονεῖ τόν Ἀδάµ, εἶναι ἡ ἀνάπλαση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ ἀναγέννησή της στό καθαριστικό λουτρό τοῦ µυστηρίου. Ὁ ∆ίδυµος Τυφλός καθορίζει: «ὁ δέ Κύριος ἔδωκέ µοι µητέρα τήν κολυµβήθραν (Ἐκκλησία), πατέρα τόν Ὕψιστον, ἀδελφόν τόν δι ̉ ἡµᾶς βαπτισθέντα Σωτῆρα».
Στήν εἰκόνα µέ τό δεξιό του χέρι ὁ Χριστός εὐλογεῖ τά νερά καί τά ἑτοιµάζει νά γίνουν τά νερά τῆς βαπτίσεως πού ἁγιάζει µέ τήν ἴδια του κατάδυση. Τό νερό ἀλλάζει σηµασία, ἄλλοτε εἰκόνα τοῦ θανάτου (κατακλυσµός), εἶναι τώρα ἡ πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς (Ἀποκ. 21, 6· Ἰω. 4, 14). Μυσταγωγικά τό νερό τῆς βαπτίσεως δέχεται τήν ἀξία τοῦ αἵµατος τοῦ Χριστοῦ. Στά πόδια τοῦ Κυρίου, στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, ἡ εἰκόνα δείχνει δύο µικρές ἀνθρώπινες µορφές, εἰκονογράφηση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν κειµένων πού ἀποτελοῦν µέρος τῆς ἀκολουθίας: «τί σοί ἐστι, θάλασσα ὅτι ἔφυγες, καί σύ Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τά ὁπίσω» (Ψαλµ.113, 5). Τό τροπάριο (ἦχος ∆΄) ἐξηγεῖ: «Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταµός, τῇ µηλωτῇ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιού καί διῃρεῖτο τά ὕδατα ἔνθεν καί ἔνθεν· καί γέγονεν αὐτῷ ξηρά ὁδός ἡ ὑγρά εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσµατος, δι ̉ οὗ ἡµεῖς τήν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶµεν διάβασιν». Εἰκόνα συµβολική πού µιλᾶ γιά τή µετάνοια ἀκόµη ἀόρατη τῆς κοσµικῆς φύσεως, τῆς µεταστροφῆς τῆς ὀντολογίας της. Ἡ εὐλογία τῆς ὑδρόβιας φύσεως ἁγιάζει τήν ἴδια ἀρχή τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γι ̉ αὐτό, µετά τή θεία λειτουργία γίνεται ὁ µεγάλος ἁγιασµός τῶν ὑδάτων (ἑνός ποταµοῦ, µιᾶς πηγῆς ἤ ἐντελῶς ἁπλά ἑνός δοχείου τοποθετηµένου µέσα στήν ἐκκλησία).
Μιλώντας γιά τά µή ἁγιασµένα νερά, εἰκόνα τοῦ θανάτου – κατακλυσµοῦ ἡ λειτουργία τά ὀνοµάζει ὑδατόστρωτο τάφο. Πραγµατικά, ἡ εἰκόνα δείχνει τόν Ἰησοῦ νά εἰσέρχεται στά νερά, στόν ὑγρό τάφο. Αὐτός ἐδῶ ἔχει τή µορφή ἑνός σκοτεινοῦ σπηλαίου (εἰκονογραφική µορφή τοῦ ἅδη) περιέχοντας ὅλο τό σῶµα τοῦ Κυρίου (εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασµοῦ, πού προσφέρεται στό µυστήριο τοῦ βαπτίσµατος µέ ὁλική κατάδυση, µορφή τοῦ πασχαλίου τριηµέρου), γιά νά ἀποσπάσει τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς µας στή ζοφερή διαµονή. Συνεχίζοντας τόν προκαταβολικό συµβολισµό τῆς Γεννήσεως, ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων δείχνει τήν προκάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη: «καταβάς ἐν τοῖς ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, σχολιάζει: ἡ κατάδυση καί ἡ ἀνάδυση εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου στόν ἅδη καί τῆς ἀναστάσεως.
Ὁ Χριστός παριστάνεται γυµνός, εἶναι ντυµένος µέ τήν ἀδαµική γυµνότητα καί ἔτσι ἀποδίδει στήν ἀνθρωπότητα τό ἔνδοξο παραδεισιακό ἔνδυµά της. Γιά νά δείξει τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία του παριστάνεται βαδίζοντας ἤ κάνοντας ἕνα βῆµα πρός τόν ἅγιο Ἰωάννη: ἐλεύθερα ἔρχεται καί κλίνει τό κεφάλι. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ταραγµένος: ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός µε; »… Ὁ Ἰησοῦς τόν διατάζει: «ἄφες ἄρτι».
Ὁ Ἰωάννης τείνει τό δεξιό του χέρι σέ µιά τελετουργική χειρονοµία, στό ἀριστερό κρατεῖ ἕνα εἰλητάριο, κείµενο τοῦ κηρύγµατός του.
Οἱ ἄγγελοι τῆς Ἐνσαρκώσεως εἶναι σέ µιά στάση προσκυνήσεως, τά σκεπασµένα χέρια τους σέ ἔνδειξη σεβασµοῦ. Συµβολίζουν ἐπίσης καί εἰκονογραφοῦν τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε...».
π.Ευδοκίμωφ