Νά μή κρίνουμε ἀπό τὴν ἐξωτερική τους ζωὴ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. (Μέρος Α')
Ἐκλεκτές διηγήσεις γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Τήν ἡμέρα ἐκείνη, κατά τήν ὁποίαν θά κρίνη ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους δέν θά ἀναζητήση οὔτε βασιλικά στέμματα, οὔτε ὑψηλά ἀξιώματα. Θά ζητήση τίς καρδιές μας. Ὁ πιό ταπεινός χωριάτης, ὁ πιό «καραβοτσακισμένος» ἀπό τά βάσανα τῆς ζωῆς ἄνθρωπος, αὐτός πού φυλάγει κάποια στάνη μέ πρόβατα καί προσεύχεται μέ δάκρυα στόν Θεό ἤ εἶναι φυλακισμένος καί προσεύχεται ἤ εἶναι κάπου ξενητεμένος, ἤ ἀσθενής στό κρεββάτι, ἤ εἶναι μία δυστυχισμένη χήρα, στήν ὁποία δέν ἀνοίγει κανείς τήν πόρτα καί κάθεται μέ τά παιδιά της μέσα στήν δυστυχία καί τήν πτώχεια της, ἀλλά προσεύχεται στόν Θεό, ὅλοι αὐτοί τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως θά εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τούς βασιλεῖς τοῦ κόσμου, τούς σημερινούς καί τούς αὐριανούς.
Ἦταν κάποτε ἕνας ἔνδοξος καί μεγάλος βασιλεύς, πού ἔτρεχε στόν δρόμο μέ μία χρυσῆ ἅμαξα. Εἶχε γύρω του καί ὅλους τούς αὐλικούς του, ὅπως ἁρμόζει σ᾿ ἕνα βασιλέα. Ταξιδεύοντας ὅλοι αὐτοί στήν γωνία τοῦ δρόμου συνάντησαν δύο ἄνδρες, ἐνδυομένους μέ ξεσχισμένα καί βρώμικα ροῦχα, ἀλλά μέ τίς μορφές τους χαρούμενες καί φωτεινές.
Ὁ βασιλεύς τούς ἀνεγνώρισε ὅτι ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁποίων εἶχαν λειώσει καί καταμαρανθῆ τά σώματα ἀπό τήν νηστεία, ἀπό τούς ἀσκητικούς κόπους καί ἀπό τήν ἀϋπνία. Ὅταν τούς εἶδε ἐκεῖνος ὁ βασιλεύς, ἐπήδηξε κάτω ἀπό τήν ἅμαξα καί ἔπεσε γονατιστός μπροστά στά πόδια τους γιά νά τούς προσκυνήση.
Κατόπιν σηκώθηκε, τούς ἐπῆρε τό χέρι καί τό ἀσπάσθηκε μέ σεβασμό. Ἀλλά οἱ φίλοι καί συνεργάτες του, δέν ἐχάρησαν μ᾿ αὐτή τήν πρᾶξι του καί ἔλεγαν μεταξύ τους:
-Δέν πρέπει αὐτός, πού εἶναι βασιλεύς, καί ἔχει τόση τιμή, νά κάμνη τέτοια πράγματα.
Ἀλλά δέν ἐτολμοῦσαν νά τό εἰποῦν τοῦ βασιλέως. Ὅμως ὁ βασιλεύς εἶχε ἕνα ἀδελφό καί οἱ ἄλλοι αὐλικοί τοῦ εἶπαν:
-Σέ παρακαλοῦμε νά εἰπῆς στό βασιλέα μας ἄλλη φορά νά μήν ἐξευτελίζη τήν τιμή του καί τό βασιλικό του στέμμα.
Ὁπότε αὐτός τό εἶπε στόν βασιλέα, ἀλλά αὐτός τόν κατέκρινε γιά τήν ἀπερισκεψία του καί τήν ἀνοησία του καί τόν ἔδιωξε ἀπό κοντά του. Ὁ βασιλεύς εἶχε συνήθεια, ὅταν ἐπρόκειτο νά τιμωρήση κάποιον μέ θάνατο, νά στέλλη στήν πόρτα του ἕναν ἀγγελιοφόρο, ὁ ὁποῖος νά τόν εἰδοποιῆ μέ τήν σάλπιγγα. Καί ἐκεῖνος πού θά ἄκουγε τήν φωνή τῆς σάλπιγγος ἔξω ἀπό τό σπίτι του νά γνωρίζη ὅτι τήν δεύτερη ἡμέρα δέν θά ὑπάρχη στόν κόσμο.
Ἔτσι, ὅταν ἐβράδυασε, ἔστειλε ὁ βασιλεύς τόν ἀγγελιοφόρο μέ τήν σάλπιγγα νά σαλπίση ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ ἀδελφοῦ του. Καί ἐκεῖνος πού θ᾿ ἄκουγε τήν σάλπιγγα τοῦ θανάτου, θά ἔχανε κάθε ἐλπίδα γιά τήν ζωή του καί ὅλη ἐκείνη τήν νύκτα ἦταν σέ ἀγωνία καί μέ λογισμούς ἀπελπισίας.
Ὁπότε τακτοποίησε τό σπίτι του καί ἑτοίμασε τά πάντα μέ τάξι, διότι ἐγνώριζε ὅτι πρόκειται νά πεθάνη. Τό πρωΐ, ὅταν ἐξημέρωσε, ἐφόρεσε μαῦρα καί πένθιμα ροῦχα. Τό ἴδιο ντύθηκε ἡ γυναῖκα του καί τά παιδιά τους. Κι αὐτός ἐπῆγε στό κρεββάτι τοῦ βασιλέως κλαίγοντας καί στενάζοντας μέ πολύ πόνο.
Ὅταν τόν εἶδε ὁ βασιλεύς νά κλαίη μέ τόσο πόνο, τόν ἐκάλεσε κοντά του σ᾿ ἕνα ἐσωτερικό δωμάτιο καί τοῦ εἶπε:
-Ἔε, ἄνθρωπε, ἀνόητε καί ἀπερίσκεπτε! Ἐάν φοβᾶσαι τόσο πολύ τήν σάλπιγγα τοῦ θανάτου καί τόν ἀδελφό σου ὁ ὁποῖος εἶναι ἄνθρωπος σάν καί σένα, στόν ὁποῖον δέν ἔσφαλες σέ τίποτε, οὔτε εἶσαι ἔνοχος σέ κάτι, τότε πῶς κατηγορεῖς ἐμένα, ὅτι ἀσπάσθηκα μέ ταπείνωσι τούς ἀγγελιοφόρους τοῦ Θεοῦ μου, οἱ ὁποῖοι μοῦ ὑπενθυμίζουν τόν θάνατο καί τήν φοβερή κρίσι τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἡ σάλπιγγα τοῦ θανάτου; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ κι ἔχω σφάλλει στήν ζωή μου καί ἔχω κάνει μεγάλες ἁμαρτίες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τώρα θέλω νά σοῦ δείξω τήν ἀνοησία σου καί σέ ἐτρόμαξα μ᾿ αὐτό τό εἶδος τῆς σάλπιγγας τοῦ θανάτου.
Καί ὁ ἀδελφός του εἶπε στόν βασιλέα:
-Συγχώρεσέ με, διότι ἤμουν ἀπερίσκεπτος καί σέ κατέκρινα, χωρίς φόβο καί σύνεσι.
-Σέ λίγο, τοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς, θά δείξω τήν ἀνοησία καί τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι σέ προέτρεψαν νά ἔλθης νά μιλήσης σέ μένα.
Καί ἀφοῦ τόν παρηγόρησε τόν ἀδελφό του καί τόν ἐδίδαξε τήν πνευματική σοφία καί σύνεσι, τόν ἄφησε νά πάη στό σπίτι του. Κατόπιν τόν ἐπρόσταξε νά φτιάξη δύο ξύλινα κιβώτια. Τό ἕνα τό ἐκάλυψε ὁλόκληρο μέ φύλλο χρυσοῦ καί ἔβαλε μέσα κόκκαλα καί τό ἐσκέπασε μέ ἐπίχρυσο καπάκι. Τό ἄλλο τό ἄλειψε μέ πίσσα ἐξωτερικά καί τό ἐγέμισε μέ πολύτιμες πέτρες καί μαργαριτάρια καί μέ ἄλλα θαυμαστά πράγματα καί μυρωδικά. Κατόπιν τό περιετύλιξε μέ ἕνα πλεκτό ἀπό τρίχες γίδας.
(ΜΕΡΟΣ Β')
Κατόπιν ἐκάλεσε ὁ βασιλεύς τούς ἄρχοντές του καί τούς φίλους τους, τούς ὁποίους εἶχε μαλώσει καί ἔβαλε ἐνώπιόν τους αὐτά τά κιβώτια καί τούς εἶπε νά ἐκτιμήσουν πόσα θά πληρώσουν γι᾿ αὐτό, πού ἔχει ἐπικαλυφθῆ μέ φύλλο χρυσοῦ καί πόσο θά πληρώσουν γιά ἐκεῖνο πού ἔχει ἐξωτερικά ἕνα στρῶμα πίσσας.
Αὐτοί ἔδωσαν περισσότερα χρήματα γιά τό κουτί πού ἦταν ἐξωτερικά ἐπενδεδυμένο μέ φύλλα χρυσοῦ, πιστεύοντας ὅτι μέσα ὑπάρχουν θησαυροί καί ἀκριβά πράγματα καί βασιλικά ἐνδύματα, ἐνῶ στό ἄλλο τό ἀλειμμένο ἐξωτερικά μέ πίσσα, δέν τοῦ ἔδωσαν καμμία ἀξία. Τότε ὁ βασιλεύς τούς εἶπε:
-Ἤξερα πολύ καλά ὅτι θά εἰπῆτε ἔτσι, ὅπως εἴπατε! Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό σωστό. Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματά του ἕνα πρᾶγμα ἤ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά νά βλέπουμε τί πρᾶγμα εἶναι μέσα, ἐάν δηλαδή αὐτό τό ἐωτερικό εἶναι ἀξιοτίμητο ἤ ἄξιο περιφρονήσεως.
Καί εἶπε ὁ βασιλεύς ν᾿ἀνοίξουν τό ὁλόχρυσο ἐξωτερικά κουτί. Ὅταν τό ἄνοιξαν, ἐξῆλθε ἀπό μέσα μία ἄσχημη μυρωδιά καί εἶδαν ὅτι ἦταν πράγματα ἀξιοκαταφρόνητα.
Μετά εἶπε ὁ βασιλεύς:
-Ἔτσι ὁμοιάζουν οἱ ἐνδεδυμένοι μέ ἀκριβά καί ὡραῖα ροῦχα, ὑπερηφανευόμενοι γιά τήν πολλήν περιουσία καί τήν δόξα τους, ἐνῶ μέσα στήν καρδιά τους εἶναι γεμᾶτοι ἀπό κακά ἔργα, ἁμαρτωλά καί βρώμικα.
Μετά εἶπε ὁ βασιλεύς ν᾿ ἀνοίξουν καί τό κουτί πού ἦταν ἀλειμμένο μέ πίσσα. Ὅταν τό ἄνοιξαν ἐξῆλθε ἀπό μέσα μία ὡραία μυρωδιά καί εἶδαν ὅτι ἦσαν θαυμαστά πράγματα, ἀκριβά καί ὡραῖα. Ὁπότε εἶπε ὁ βασιλεύς πρός αὐτούς:
-Αὐτά τά κιβώτια γνωρίζετε μέ τί παρομοιάζουν; Ὁμοιάζουν μέ δύο ταπεινούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐνδεδυμένοι μέ σχισμένα ροῦχα καί ξεραμένα τά μάγουλά τους, κίτρινα τά πρόσωπά τους ἀπό τήν ἄσκησι καί τούς κόπους, τῶν ὁποίων ἐσεῖς ἐκυττάξατε τήν μορφή τους ἐξωτερικά καί ἐμένα μέ κατεκρίνατε, ἐπειδή τούς ἐπροσκύνησα μέχρι τοῦ ἐδάφους.
Ἐνῶ ἐγώ κατανοώντας καί γνωρίζοντας μέ τά ἐσωτερικά μου μάτια τήν καθαρότητα καί τήν λαμπρότητα τῶν ψυχῶν τους, ὅτι ἦταν θαυμαστές καί ἁγιώτερες ἀπό ὅ,τι τό στέμμα μου καί ἡ βασιλική τιμή μου καί ὅτι ἡ δόξα μου ἐνώπιόν τους δέν εἶναι τίποτε, τούς ἐπλησίασα καί τούς ἐπροσκύνησα μέχρι ἐδάφους ζητῶντας τήν εὐλογία τους.
Ἔτσι τούς ἐδίδαξε ὁ σοφός βασιλεύς νά μή ζητοῦν τήν ἀξία τοῦ κάθε πράγματος καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀπό τά ἐξωτερικά του, ἀλλά ἀπό τά ἐσωτερικά του πρῶτα γνωρίσματα.
Παρόμοια νά κάνουμε κι ἐμεῖς, ὅπως ἔκανε αὐτός ὁ καλός καί σοφός βασιλεύς καί νά τιμοῦμε τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτοί εἶναι ἀδελφοί Του.
Διότι ὁ Θεός στήν κρίσι δέν θά ἐξετάση τήν ἐξωτερική ὄψι, ὅπως εἶπε καί ὁ προφήτης Σαμουήλ, ὅταν ἐξέλεξε γιά βασιλέα τόν Δαβίδ.
Ὁ Θεός ἐξετάζει καί τώρα τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα τότε τήν ἡμέρα τῆς ἐσχάτης Κρίσεως. Τότε θά δοξασθοῦν οἱ ταπεινοί, οἱ περιφρονημένοι, οἱ περιγελώμενοι, οἱ διωγμένοι γιά τήν θεία δικαιοσύνη, οἱ πτωχοί στό πνεῦμα, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι τά ἔργα τους εἶναι ἐλεεινά καί ἄχρηστα, οἱ ζητοῦντες τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτοί δηλαδή πού ἐπιθυμοῦν νά ἐφαρμόζεται στόν κόσμο ἡ θεία δικαιοσύνη καί ὅλους ὅσους ἐμακάρισε ὁ Κύριος. Τότε θά μακαρισθοῦν οἱ περιφρονημένοι, αὐτοί πού ἐπίστευαν ὅτι ἦταν τό σκουπίδι τῆς κοινωνίας.
Οἱ ἀνόητοι καί περιφρονημένοι τοῦ κόσμου θά ἐντροπιάσουν τούς σοφούς. Οἱ μικροί καί ἀδύνατοι θά ἐντροπιάσουν τούς ἰσχυρούς.
Γι᾿ αὐτούς λέγει ὁ Σωτῆρας μας ὅτι οἱ τελευταῖοι θά γίνουν πρῶτοι. Αὐτούς τούς ὁποίους ἐμεῖς θεωροῦμε ἀσήμαντους καί ἀποτυχημένους τῆς ζωῆς, ἐπειδή προσεύχονται στόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά τους, θά λάμψουν περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἐνῶ οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου καί οἱ δυνατοί τῆς γῆς θά εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετές ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν πιστεύσουν στόν Θεό. Καί θά γίνουν ὅλες αὐτές οἱ ἀλλαγές καί ἐκπλήξεις, διότι ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί ἡ δικαιοσύνη του μένει στόν αἰῶνα.
Αὐτοί ἔδωσαν περισσότερα χρήματα γιά τό κουτί πού ἦταν ἐξωτερικά ἐπενδεδυμένο μέ φύλλα χρυσοῦ, πιστεύοντας ὅτι μέσα ὑπάρχουν θησαυροί καί ἀκριβά πράγματα καί βασιλικά ἐνδύματα, ἐνῶ στό ἄλλο τό ἀλειμμένο ἐξωτερικά μέ πίσσα, δέν τοῦ ἔδωσαν καμμία ἀξία. Τότε ὁ βασιλεύς τούς εἶπε:
-Ἤξερα πολύ καλά ὅτι θά εἰπῆτε ἔτσι, ὅπως εἴπατε! Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό σωστό. Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματά του ἕνα πρᾶγμα ἤ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά νά βλέπουμε τί πρᾶγμα εἶναι μέσα, ἐάν δηλαδή αὐτό τό ἐωτερικό εἶναι ἀξιοτίμητο ἤ ἄξιο περιφρονήσεως.
Καί εἶπε ὁ βασιλεύς ν᾿ἀνοίξουν τό ὁλόχρυσο ἐξωτερικά κουτί. Ὅταν τό ἄνοιξαν, ἐξῆλθε ἀπό μέσα μία ἄσχημη μυρωδιά καί εἶδαν ὅτι ἦταν πράγματα ἀξιοκαταφρόνητα.
Μετά εἶπε ὁ βασιλεύς:
-Ἔτσι ὁμοιάζουν οἱ ἐνδεδυμένοι μέ ἀκριβά καί ὡραῖα ροῦχα, ὑπερηφανευόμενοι γιά τήν πολλήν περιουσία καί τήν δόξα τους, ἐνῶ μέσα στήν καρδιά τους εἶναι γεμᾶτοι ἀπό κακά ἔργα, ἁμαρτωλά καί βρώμικα.
Μετά εἶπε ὁ βασιλεύς ν᾿ ἀνοίξουν καί τό κουτί πού ἦταν ἀλειμμένο μέ πίσσα. Ὅταν τό ἄνοιξαν ἐξῆλθε ἀπό μέσα μία ὡραία μυρωδιά καί εἶδαν ὅτι ἦσαν θαυμαστά πράγματα, ἀκριβά καί ὡραῖα. Ὁπότε εἶπε ὁ βασιλεύς πρός αὐτούς:
-Αὐτά τά κιβώτια γνωρίζετε μέ τί παρομοιάζουν; Ὁμοιάζουν μέ δύο ταπεινούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐνδεδυμένοι μέ σχισμένα ροῦχα καί ξεραμένα τά μάγουλά τους, κίτρινα τά πρόσωπά τους ἀπό τήν ἄσκησι καί τούς κόπους, τῶν ὁποίων ἐσεῖς ἐκυττάξατε τήν μορφή τους ἐξωτερικά καί ἐμένα μέ κατεκρίνατε, ἐπειδή τούς ἐπροσκύνησα μέχρι τοῦ ἐδάφους.
Ἐνῶ ἐγώ κατανοώντας καί γνωρίζοντας μέ τά ἐσωτερικά μου μάτια τήν καθαρότητα καί τήν λαμπρότητα τῶν ψυχῶν τους, ὅτι ἦταν θαυμαστές καί ἁγιώτερες ἀπό ὅ,τι τό στέμμα μου καί ἡ βασιλική τιμή μου καί ὅτι ἡ δόξα μου ἐνώπιόν τους δέν εἶναι τίποτε, τούς ἐπλησίασα καί τούς ἐπροσκύνησα μέχρι ἐδάφους ζητῶντας τήν εὐλογία τους.
Ἔτσι τούς ἐδίδαξε ὁ σοφός βασιλεύς νά μή ζητοῦν τήν ἀξία τοῦ κάθε πράγματος καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀπό τά ἐξωτερικά του, ἀλλά ἀπό τά ἐσωτερικά του πρῶτα γνωρίσματα.
Παρόμοια νά κάνουμε κι ἐμεῖς, ὅπως ἔκανε αὐτός ὁ καλός καί σοφός βασιλεύς καί νά τιμοῦμε τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτοί εἶναι ἀδελφοί Του.
Διότι ὁ Θεός στήν κρίσι δέν θά ἐξετάση τήν ἐξωτερική ὄψι, ὅπως εἶπε καί ὁ προφήτης Σαμουήλ, ὅταν ἐξέλεξε γιά βασιλέα τόν Δαβίδ.
Ὁ Θεός ἐξετάζει καί τώρα τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα τότε τήν ἡμέρα τῆς ἐσχάτης Κρίσεως. Τότε θά δοξασθοῦν οἱ ταπεινοί, οἱ περιφρονημένοι, οἱ περιγελώμενοι, οἱ διωγμένοι γιά τήν θεία δικαιοσύνη, οἱ πτωχοί στό πνεῦμα, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι τά ἔργα τους εἶναι ἐλεεινά καί ἄχρηστα, οἱ ζητοῦντες τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτοί δηλαδή πού ἐπιθυμοῦν νά ἐφαρμόζεται στόν κόσμο ἡ θεία δικαιοσύνη καί ὅλους ὅσους ἐμακάρισε ὁ Κύριος. Τότε θά μακαρισθοῦν οἱ περιφρονημένοι, αὐτοί πού ἐπίστευαν ὅτι ἦταν τό σκουπίδι τῆς κοινωνίας.
Οἱ ἀνόητοι καί περιφρονημένοι τοῦ κόσμου θά ἐντροπιάσουν τούς σοφούς. Οἱ μικροί καί ἀδύνατοι θά ἐντροπιάσουν τούς ἰσχυρούς.
Γι᾿ αὐτούς λέγει ὁ Σωτῆρας μας ὅτι οἱ τελευταῖοι θά γίνουν πρῶτοι. Αὐτούς τούς ὁποίους ἐμεῖς θεωροῦμε ἀσήμαντους καί ἀποτυχημένους τῆς ζωῆς, ἐπειδή προσεύχονται στόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά τους, θά λάμψουν περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἐνῶ οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου καί οἱ δυνατοί τῆς γῆς θά εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετές ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν πιστεύσουν στόν Θεό. Καί θά γίνουν ὅλες αὐτές οἱ ἀλλαγές καί ἐκπλήξεις, διότι ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί ἡ δικαιοσύνη του μένει στόν αἰῶνα.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 1998