Ο ΜΙΚΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο μικρός Χριστός
Γράφει η Ιφιγένεια Γεωργιάδου
Hταν νύχτα κι ο νεαρός Βασιλιάς καθόταν μόνος στο ιδαίτερο δωμάτιο του.
Την αυριανή μέρα επρόκειτο να γίνη η στέψη του. Και τώρα είχε δώσει την άδεια στους υπηρέτες να τον αφήσουν μόνο.
Πραγματικά όλοι αποσύρθηκαν κ΄έτρεξαν στην μεγάλη αίθουσα του παλατιούνα παρακολουθήσουν τις τελευταίες οδηγίες και μαθήματα από τον δάσκαλο της εθιμοτυπίας.Και τούτο γιατί μερικοί απ΄αυτούς διατηρούσαν ακόμα τους φυσικούς τους τρόπους στην συμπεριφορά και αυτό για ένα αυλικό είναι προσβολή μεγάλη και βαρειά.
Η αποχώρηση τους δεν λύπησε διόλου το παιδάκι-ο νεαρός Βασιλιάς ήταν μόλις 16 χρονών-που έπεσε με ανακούφιση πάνω στα μαλακά μαξιλάρια του ντιβανιού.Ξαπλώθηκε εκεί με τα μάτια και το στόμα ορθάνοιχτα σαν ένας ηλιοκαμμένος Φαύνος του δάσους η σαν αγρίμι που μόλις πιάστηκε από τους διώκτες του.
Και πράγματι ήταν κυνηγοί που τον είχαν βρεί,πέφτοντας απάνω του εντελώς στην τύχη,όπως ακολουθούσε,ξυπόλητο, και με τον αυλό στο χέρι,το κοπάδι κατσίκες του φτωχού βοσκού που τον είχε αναθρέψει και που πάντα φανταζόταν πως ήταν πατέρας του.
Μα ήταν παιδί της μoνάκριβης κόρης του γέρου βασιληά , που τόχε από ένα μυστικό της γάμομε κάποιον κοινό και άσημο θνητό –ένα ξένο- έλεγαν μερικοί που με το μαγευτικό του παίξιμο της λύρας είχε κάνει την νεαρή Πριγκίπισα να τον αγαπήσει;
Αλλοι πάλι μιλούσαν για κάποιο καλλιτέχνη από το Ρίμινι που η πριγκίπισα τον είχε τιμήσει υπερβολικά και που ξαφνικά εξαφανίστηκε από την πόλη, αφήνοντας ατέλειωτο το καλλιτεχνικό του έργο στην Μητρόπολη.Το μωρό το πήρανε τότε από την αγκαλιά της μάννας του, όταν ήταν ακόμα 7 ημερών και ενώ κοιμόταν και το εμπιστεύτηκαν σ΄έναν απλοϊκό χωριάτη και τη γυναίκα του,που δεν είχαν παιδιά δικά τους και ζούσαν σ΄ένα μακρυνό και έρημο μέρος στο δάσος, σε μιάς μέρας δρόμο με άλογο από την πόλη.
Η λύπη η η αρρώστια ,όπως ανάφεραν οι γιατροί του παλατιού –η όπως έκαναν μερικοί τον υπαινιγμό ένα δραστικό ιταλικό δηλητήριο, που ρίχτηκε μέσα σ΄ ένα κύπελλο με μυρωδάτο κρασί-σκότωσε μιάν ώρα μετά το ξύπνημά της την μητέρα που το γέννησε.Και την ίδια ώρα που ο πιστός ταχυδρόμος ,ξεκρεμώντας το μωρό από την σέλα τουέσκυβε από το κουρασμένο άλογο του και χτυπούσε την πόρτα της καλύβας του βοσκού τη νεκρή Πριγκίπισα την κατέβαζαν μέσα σ΄ ένα τάφο, που τον είχαν σκάψει στο πραύλιο του ερημοκκλησιού έξω μακρυά από τα τείχη της πολιτείας. Σ΄ένα τάφο που, καθώς έλεγαν, κοιτόταν κ΄ένας άλλος νεκρός ένας νέος μ΄εξωτική ομορφιά. Τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω με σκοινί αι το στήθος του καταματωμένο από βαθιές μαχαιριές…
Τέτοια κοντολογής ήταν η ιστορία που οι άνθρωποι ψιθύριζαν,ο ένας στο αυτί του άλλου.Βέβαιο ήταν ωστόσο ότι ο γέρο Βασιλιάς,όνας στο επιθανάτιο κρεββάτι του οίτε επειδή συγκινήθηκε από τις τύψεις για το μεγάλο του έγκλημα η απλά επειδή επιθυμούσε το βασίλειο του να μη πέση σε ξένα χέρια, είχε στείλει να ζητήσουν το παιδίκαι συγκαλώντας το συμβούλιο του στέμματος, το αναγνώρισε για διάδοχό του.Και φαίνεται ότι από την πρώτη στιγμή της αναγνώρισης του είχε δείξει τα σημάδια αυτής της παράξενης αγάπης του για την ομορφιάπου ήταν προορισμένη να έχη τόσο μεγάλην επίδραση στη ζωή του. Οσοι τον συνόδευαν στα διαμερίσματα του κι αποτελούσαν την ιδιαίτερη υπηρεσία του νεαρού μιλούσαν ταχτικά για τις κραυγές της χαράς που άφηνε κάθε φορά που αντίκρυζε την επίσημη στολή τουκαι τα κοσμήματα που του ετοίμαζαν να φορέση και για την ίδια περήφανη χαρά όταν πετούσε πέρα το απλό, από δέρμα χιτώνα του, και το χοντρό μανδύα τουΗταν πραγματικά στιγμές που νοσταλγούσε την ελεύθερη ζωή του ύπαίθρου και πάντοτε έδειχνε τη δυσφορία του και την κακοκεφιά του με τις ενοχλητικές τελετές του παλατιού που του απασχολούσαν τόσο πολύ τις περσσότερες ώρες.
Αλλά το θαυμάσιο παλάτι- «το χαρούμενο παλάτι» , όπως τ΄ονόμαζανκαι που τώρα ήταν ο ίδιος απόλυτος κύριος του-του φαινόταν ένας καινούργιος κόσμοςειδικά φτιαγμένος για την τέρψη τη δική του. Και μόλις του τύχαινε ευκαιρία να ξεφύγει από την αίθουσα του συμβουλίου η την αίθουσα των ακροάσεων κατέβαινε τη μεγάλη σκάλα με τα σκαλιστά από χαλκό λιοντάρια και τα σκαλοπάτια από πορφυρίτη για να πλανηθή από δωμάτιο σε δωμάτιο και από διάδρομο σε διάδρομο σαν κάποιος που ζητεί να βρή στην ομορφιά το φάρμακο του πόνου.
Σε αυτά τα εξερευνητικά του ταξίδια, όπως τα ονόμαζε και που πραγματικά ήταν γι΄αυτόν αληθινά ταξίδια ανάμεσα σε μία μαγική χώρα συνοδευόταν μερικές φορές από τους υπηρέτες της αυλής με το φανταχτερό τους χτένισμα και τις κοντές μπέρτες τους με τις χαρούμενες κορδέλες.
Πιό συχνά όμως πλανιόταν μόνος,νιώθοντας, από ένα βέβαιο και ζωηρό ένστιχτο πούμοιαζε σχεδόν με θεϊκή έμπνευση ότι τα μυστικά της τέχνης τα μαθαίνει κανείς καλύτερα στη μοναξιά.
Κι ότι η Ομορφιά, όπως η Σοφία, αγαπά τον απόκοσμο λάτρη της. Πολλές περίεργες ιστορίες διηγούνταν γι΄αυτόν την εποχή εκείνη.
Τον είχαν χάσει για πολλές ώρες και ύστερα από πολλές έρευνες τον ανακάλυψαν σ ΄ ένα μικρό δωμάτιο,σε κάποιον από τους βορεινούς πυργίσκους του παλατιού,ν΄ ατενίζει εκστατικός ένα πολύτιμο πετράδι,φερμένο από την Ελλάδακαι πάνω στο οποίο ήταν σκαλισμένο το πρόσωπο του Αδωνη.
Τον είχαν δεί πάλι-έτσι λέει η παράδοση-να σφίγγει τα ζεστά του χείλη στην άκρη του μαρμάρου ενός αρχαίου αγάλματος ,που το είχαν ανακαλύψει στην κοίτη του ποταμού,όταν πήγαν ν΄ανοίξουν θεμέλια για το χτίσιμο της νέας πέτρινης γέφυρας ,και που είχε πάνω του σκαλισμένη την επιγραφή «Ο Βιθυνός, σκλάβος του Αδριανού»
Αλλοτε πάλι είχε μείνει ξάγρυπνος ολόκληρη νύχτα,σημειώνονταςτο αποτέλεσμα του σεληνόφωτου πάνω σε μία εικόνα του Ενδυμίωνα. Όλα τα σπάνια και πολύτιμα αντικείμενα εξασκούσαν μεγάλη γοητείαπάνω στην ψυχή και στο πνεύμα του Βασιλόπουλου και ανυπόμονο να τα΄ αποχτήσει, έστελνε μακρυά πολλούς πραγματευτές.
Αλλους στις βόρειες θάλασσες, για να του φέρουν ήλεκτρο,άλλους στην Αίγυπτο , να του βρούν αυτή την περίεργη πράσινη πέτρα τυρκουάζ που βρίσκεται μόνο στους τάφους των βασιλιάδων ,και που, όπως λένε ,έχει μαγικές ιδιότητες.
Αλλους έστελνε στην Περσία για μεταξωτά χαλιά και χρωματιστά αγγείακαι άλλους στις Ινδίες,να του αγοράσουν τούλια και βαμμένο ελφαντόδοντο,βραχόλια και περιλαίμια,σαντάλια ξύλινα με στολίδια από σμάλτο.
Οτι όμως τον απασχολούσε πλειότερο ήταν η στολή που θα φορούσε στη στέψη του,το χρυσαφένιο φόρεμα του κ΄η στολισμένη με ρουμπίνια κορόνα του,και το σκήπτρο του με τις σειρές διαμάντια και τα δαχτυλίδια με τα μαργαριτάρια.
Πραγματικά για όλα αυτά σκεφτόταν απόψε το Βασιλόπουλο ,όπως ήταν ξαπλωμένο στο μαλακό του ντιβάνι, παρατηρώντας το μεγάλο κούτσουρο πεύκου πούκαιγε στο τζάκι.
Τα σχέδια γι΄αυτά τα στολίδια , έργα των περισσότερο φημισμένων καλλιτεχνών της εποχής,είχαν υποβληθή από πολλούς μήνες πρίν, οι τεχνίτες είχαν σαφείς διαταγές να δουλεύουν μέρα και νύχτα .
Εβλεπε τον εαυτό του να στέκεται στον ψηλό θρόνο της εκκλησίας μέσα στη εντυπωσιακή στολή του βασιλιά όταν ένα χαμόγελο πρόβαλε στα παιδικά του χείλη που όσο απλωνότανε φώτιζε σαν λαμπάδα τα σκοτεινά του μάτια.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και ακουμπώντας στο σκαλιστό τοίχο του τζακιού έριξε μία ματιά γύρω σε όλο το αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο.Στους τοίχους κρέμονταν πλούσια ταπέτα, που παρίσταναν το θρίαμβο της ομορφιάς.Αντίκρυ στο παράθυρο ήταν βαλμένο ένα γραφείο κατασκευασμένο με περίεργο γούστο:Το ξύλο του ήταν μωσαϊκό από χρυσόσκονη και σμάλτο σε ποικιλόσχημα κομμάτιακαι πάνω ήταν τοποθετημένα μερικά λεπτά κύπελλα από βενετικό κρύσταλλο.
Πάνω στη μεταξωτή κουβέρτα του κρεββατιού, ήταν κεντημένες ωχρές μορφές,σα να είχαν πέσει κρίνα από τα κουρασμένα χέρια του ύπνου .Μεγάλα πουλιά από χυτό ελεφαντόδοντο έστεκαν στο βελουδένιο κουβούκλιο του κρεβατιού.Τα μεγάλα φτερά των στρουθοκαμήλων, ίδιες άσπρες βεντάλιες ,υψώνονταν για να χαϊδέψουν το ωχρό ασήμι του ταβανιού.Ενας γελαστός Νάρκισσος από πράσινο μπρούτζο κρατούσε ένα αστραφτερό καθρέφτη πάνω από το κεφάλι του. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μία γυάλα με αμέθυστο.Από το παράθυρο έβλεπε τον πελώριο τρούλο του καθεδρικού ναού να ξεχωρίζει πάνω από τις μαύρες σιλουέτες των σπιτιών και τους κουρασμένους νυχτοσκόπους να βηματίζουν πάνω κάτω στο μουντό από την ομίχλη εξώστη, πλάϊ στο ποτάμι.
Πέρα μακρυά ,στα δέντρα, ένα αηδόνι συνέθετε το μαγικό του τραγούδι. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε και απλωνόταν στο δωμάτιο ένα ελαφρύ άρωμα γιασεμιού.Παραμέρισε το Βασιλόπουλο από το μέτωπο τις καστανές μπούκλες των μαλλιών του,και πιάνοντας την λύρα του, άφησε τα αβρά δάκτυλα του να πλανηθούν πάνω στις χορδές.
Τα βαριά βλέφαρά του έπεσαν και μια παράξενη απονάρκωση τον κυρίεψε.Ποτέ άλλοτε δεν είχε νοιώσε τόσο δυνατά, η με τέτοια εξωτική χαρά,τη μαγεία και το μυστήριο της ομορφιάς των πραγμάτων .Οταν το ρολόϊ του πύργου σήμανε μεσάνυχτα ,έπιασε ένα κουδουνάκι και κάλεσε τους θαλαμηπόλους και τους υπηρέτες του να έρθουν να τον ντύσουν καταλληλα με τον επιβαλλόμενο σεβασμό και την εθιμοτυπία χύνοντας ροδόνερο στα χέρια του,και σκορπίζοντας λουλούδια στο προσκέφαλό του. Μετά την αναχώρηση τους από το δωμάτιο το Βασιλόπουλο πολύ γρήγορα αποκοιμήθηκε.
Όπως κοιμόταν είδε ένα όνειρο.Βρέθηκε σε μία χαμηλή σοφίτα ανάμεσα στο θόρυβο και το βουητό πολλών αργαλειών. Από τα καγκελωτά παράθυρα έμπαινε το αχνό φώς της ημέρας και έβλεπε τα ισχνά πρόσωπα των υφαντάδων πού έσκυβαν πάνω από τους αργαλειούς τους.Στα μεγάλα σταυρωτά δοκάρια της σοφίτας κάθονταν μαζεμένα ωχρά αρρωστιάρικα παιδάκια.Τα πρόσωπα τους ήταν σημαδεμένα από την πείνα και τα λεπτά τους χέρια έτρεμαν.
Γύρω από το τραπέζι σκυθρωπές γυναίκες καθιστές εργάζονταν.Μία απαίσια μυρωδιά γέμιζε όλο το μέρος.Η ατμόσφαιρα ήταν βρωμερή και βαριά, και οι τοίχοι έσταζαν υγρασία.Ο νεαρός βασιλιάς πλησίασε έναν υφαντή. Στάθηκε πλάϊ του και κύτταζε.
Τον κύταξε τότε και ο εργάτης θυμωμένος και του είπε: -Γιατί με κυττάς ;Είσαι κανένας κατάσκοπος του αφεντικού μας;
-Ποιός είναι ο αφέντης σου ; ρώτησε ο νεαρός Βασιλιάς
–Το αφεντικό μας! Φώναξε με πίκρα ο υφαντής:Είναι ένας άνθρωπος σαν και μένα.
Πραγματικά ανάμεσα μας μόνο αυτή η διαφορά υπάρχει:Ότι εκείνος φορεί καλά ρούχα και εγώ κουρέλια,και ότι,ενώ εγώ είμαι αδύνατος από την πείνα,αυτός δεν υποφέρει διόλου από την πολυφαγία!-Η χώρα είναι ελεύθερη και κανείς άνθρωπος δεν είναι σκλάβος! είπε ο νεαρός Βασιλιάς.-Τι να κάνουμε; ….απάντησε ο υφαντής:Πρέπει να εργαστούμε για να ζήσουμε και το μεροκάματο δεν μας φτάνει για τις ανάγκες μας και έτσι τσακιζόμαστε από την κούραση,την πείνα και την αρρώστεια. Μοχτούμε ολημερίς,και τα παιδιά μας μαραίνονται και τα πρόσωπα κείνων που αγαπούμε γίνονται σκληρά και όλο κακία.Εμείς τρυγούμε τα σταφύλια,μα άλλοι πίνουν το κρασί.Εμείς σπέρνουμε το στάρι,και τα ντουλάπια μας είναι άδεια.Εχουμε αλυσίδα τη δυστυχία μας,και όμως κανένα μάτι δεν την βλέπει και είμαστε σκλάβοι ,ενώ όλοι μας θεωρούν ελεύθερους!...
-Ετσι είναι όλα αυτά;ρώτησε το Βασιλόπουλο.-Ετσι είναι απάντησε ο υφαντής:Ετσι γίνεται.Και με τους νέους και με τους γέρους και με τις γυναίκεςκαι με μας,τους άντρες το ίδιο με τα μικρά παιδιά και με τα γεροντάκια.Η ανάγκη μας υποχρεώνει να εκτελούμε σκληρότατες δουλειές.Ο παπάς διαβαίνει πλάϊ μας και λέει τις προσευχές του,μα κανείς δε νοιάζεται για μας και προκοπή δεν βλέπουμε Μέσα στα ανήλια στενοσόκακα η φτώχεια με τα πεινασμένα μάτια της και η Αμαρτία με το βλοσυρό πρόσωπο της μας ακολουθούν πιστά…Μα τι νόημα μπορούν να έχουν όλα αυτά για σας;
Οσκαρ Γουάιλντ