Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ θεάτρου τόν περίμενε βαρύθυμος. Μόλις εἶχε τελειώσει ἡ παράσταση καί γιά μιά ἀκόμη φορά τό θέατρο ἦταν σχεδόν ἄδειο. ῎Ετσι ὅπως πήγαιναν σέ λίγο καιρό θά ἔκλειναν.
῾Γαϊνᾶ᾽, τοῦ εἶπε μόλις βγῆκε ἀπό τό καμαρίνι του, ῾εἶσαι σπουδαῖος ἠθοποιός καί ἔξυπνος ἄνθρωπος, ἀλλά δυστυχῶς ὅπως διαπίστωσες κι ἐσύ δέν πᾶμε καθόλου καλά. ῾Ο κόσμος δέν ἀνταποκρίνεται πιά σ᾽ αὐτά πού ἀνεβάζεις μέ τόν θίασό σου. ῾Η κριτική πού ἀσκεῖς στά πολιτικά καί κοινωνικά πράγματα τῆς πόλης μας, τά εὐφυολογήματα πού ἐπινοεῖς δέν πιάνουν πιά ὅσο παλιά. ῎Αν δέν σκεφτεῖς κάτι ἰδιαίτερο, κάτι...προκλητικό, δέν θά βγάλουμε δυστυχῶς τόν μήνα᾽.
Δέν ἔφερε ἀντίρρηση. ῾Ο ἰδιοκτήτης εἶχε ἀπόλυτο δίκιο. Παρ᾽ ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη πού ἔτρεφε στό πρόσωπο τοῦ ἴδιου ὡς ἠθοποιοῦ καί θιασάρχη, τά πράγματα πήγαιναν ἀπό τό κακό στό χειρότερο.
Μπῆκε ἀργά τό βράδυ στό σπίτι του κι ἔπεσε ὅπως ἦταν στό κρεβάτι. Δέν εἶχε διάθεση οὔτε νά φάει οὔτε καί νά μιλήσει στόν μοναδικό
πού τόν περίμενε, τόν ὑπηρέτη του. ῾Η στενοχώρια ἦταν ζωγραφισμένη ἔντονα στό πρόσωπό του.
Προσπάθησε νά κοιμηθεῖ, ἀλλά οἱ σκέψεις καί τό ἄγχος γιά τό αὔριο δέν τόν ἄφηναν νά κλείσει μάτι. Τά λόγια τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ θεάτρου εἶχαν καρφωθεῖ σάν ἀγκάθι στό μυαλό του: ῾ἄν δέν σκεφτεῖς κάτι ἰδιαίτερο, κάτι προκλητικό, δέν θά βγάλουμε τόν μήνα!᾽
῾Ποιό νά ᾽ναι αὐτό τό προκλητικό πού θά κεντρίσει τόν κόσμο ἄραγε;᾽ ῾Ο λογισμός του εἶχε σκαλώσει ἐκεῖ.
῏Ηταν πράγματι ἔξυπνος ἄνθρωπος ὁ ἠθοποιός Γαϊνᾶς, μέ μεγάλη ἐμπειρία στούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τῆς πόλης του, τῆς ῾Ηλιούπολης τῆς Λιβανησίας Φοινίκης. Κοντά στήν Τρίπολη, τήν Βηρυτό, τήν Τύρο, ἡ ῾Ηλιούπολη διακρινόταν γιά τόν κοσμοπολιτισμό της καί τά χαλαρά της ἤθη καί ἔθιμα. ῾Ο κόσμος γλένταγε τήν ζωή του, γι᾽ αὐτό καί τό θέατρο ἦταν μόνιμη ἀπασχόλησή του. Γρήγορα ὅμως ἐρχόταν ὁ κορεσμός κι ἀναζητοῦσε τό νέο, τό πιό προκλητικό, ὅ,τι θά κεντοῦσε περισσότερο τήν περιέργεια καί τίς αἰσθήσεις του.
῾Κάτι προκλητικό...᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε ὁ Γαϊνᾶς. Σάν νά σκέφτηκε κάτι μιά στιγμή κι ἔλαμψε τό πρόσωπό του. ῾Μά, ναί! Τί πιό προκλητικό ἀπό τό νά διακωμωδήσω λίγο τήν χριστιανική πίστη; Δέν φαίνεται νά ὑπάρχουν καί πολλοί σοβαροί πιστοί στήν πόλη μας. ᾽Από ὅ,τι μαθαίνω πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐκκλησιάζονται τακτικά τήν Κυριακή καί τίς ἑορτές, κι ἀπ᾽ αὐτούς οἱ περισσότεροι κινοῦνται μᾶλλον σέ θεωρητικό ἐπίπεδο. ῎Αν κρίνω μάλιστα ἀπό τόν ἑαυτό μου...᾽, σταμάτησε τήν σκέψη του χαμογελώντας.
᾽Από τήν ἑπομένη στρώθηκε στήν ῾δουλειά᾽. Τό πρόσωπο πού ἐπέλεξε κυρίως νά εἰρωνεύεται καί νά διακωμωδεῖ, γιατί αὐτό θά ἦταν τό πιό ῾πιασάρικο᾽, καθώς εἶπε στόν ἰδιοκτήτη, ἦταν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. ᾽Εκεῖνος ὄχι μόνο δέν ἔφερε ἀντίρρηση, ἀλλά ὅταν τό ἄκουσε ἐνθουσιάστηκε. Δέν εἶχε κανένα συνειδησιακό πρόβλημα, γιατί ἁπλούστατα ἀπό καιρό εἶχε διαγράψει ὅ,τι δέν γέμιζε τήν τσέπη του. Τό χρῆμα καί ἡ δύναμη πού δίνει στόν κάτοχό του ἀποτελοῦσε τό ὅραμά του καί τήν μοναδική ἀξία τῆς ζωῆς του. ᾽Ακόμη κι ὁ διάβολος πού παρακολουθοῦσε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον τήν ὅλη αὐτή ἐξέλιξη ἀπόρησε καί θαύμασε γιά τήν ἐφευρικότητα τοῦ Γαϊνᾶ. ῾Ο Γαϊνᾶς καί ὁ ἰδιοκτήτης στό προκείμενο θέμα τόν ξεπέρασαν σέ... σατανικότητα.
Δέν ἄργησαν νά δοῦν στήν πράξη πόσο πράγματι καλή καί ἐπιτυχημένη ἦταν ἡ ἐπιλογή τους. ῾Ο κόσμος, χαλαρωμένος ὅπως εἴπαμε στά ἤθη καί τήν πίστη του, ἄρχισε καί πάλι νά γεμίζει καθημερινά τό θέατρο καί σάν μεθυσμένος ξεσποῦσε σέ ἀσυγκράτητα καί τρανταχτά γέλια, καθώς ἄκουγε τόν διασυρμό καί τίς βλαστήμιες γιά τήν Παναγία, πού ἐκπορεύονταν ἀπό τό δαιμονικό πιά στόμα τοῦ Γαϊνᾶ καί τῶν συνεργατῶν του. ῞Ο,τι πιό αἰσχρό καί πονηρό μποροῦσε κανείς νά σκεφτεῖ γιά τό πάντιμο πρόσωπο τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, γινόταν ῾ἀτάκα᾽ πού ἐπαναλαμβανόταν ἔπειτα γιά καιρό ἀπό τούς θαμῶνες τοῦ θεάτρου καί τά ῾πηγαδάκια᾽ πού αὐτοί ἔστηναν γιά νά διασκεδάζουν. Τό χρῆμα πιά ἔρρεε ἄφθονο γιά τόν ἰδιοκτήτη τοῦ θεάτρου καί τόν Γαϊνᾶ.
Ὁ Γαϊνᾶς στριφογύριζε στό κρεβάτι του. Εἶχε ἐπιστρέψει στό σπίτι του μετά ἀπό μία ἀκόμη ῾ἐπιτυχία᾽ του, ἔφαγε κι ἔπεσε νά κοιμηθεῖ κουρασμένος. Κοιμήθηκε ἔχοντας ἀκόμα στά αὐτιά του τόν ἀπόηχο ἀπό τίς βλάσφημες ῾ἀτάκες᾽ του γιά τήν Παναγία.
Μιά μαυροφορεμένη γυναίκα ὅμως τόν ἔκανε νά χάσει τήν ἡσυχία τοῦ ὕπνου του. ῾Γαϊνᾶ᾽, τήν ἄκουσε νά λέει σάν νά ἦταν ξύπνιος. ῾Τί κακό σοῦ ἔκανα, ὥστε νά μέ διασύρεις καί νά μέ βλαστημᾶς μπροστά σέ τόσο κόσμο;᾽ ῾Ο ὕπνος του συνεχίστηκε ἀλλά πολύ ταραγμένος πιά. Ξύπνησε κάποια ὥρα τό πρωΐ, ἀλλά τό ὄνειρο πού εἶδε τόν ἔκανε νά χάσει τό κέφι του.
Πῆρε τό πρωϊνό του καί μέ βαριά καρδιά ξεκίνησε γιά τίς πρόβες στό θέατρο. Πολύ γρήγορα ἀπορροφήθηκε ἀπό τήν δουλειά του καί ὁ βραδινός ῾ἐφιάλτης᾽ ξεχάστηκε. ῾῞Ενα ὄνειρο ἦταν μόνο᾽, εἶπε διασκεδάζοντας τήν βαρυθυμία του. ῾Θά τό ἀντιμετωπίσω ὅμως ὅπως τοῦ πρέπει᾽. Αὔξησε τήν εἰρωνεία καί τήν βλαστήμια γιά τήν Παναγία. Πρόσθεσε κι ἄλλα πού ῾αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν᾽. Φούσκωσε ἀπό χαρά, καθώς ἀναλογίστηκε τίς παθιασμένες ἀντιδράσεις τοῦ πλήθους. ῾Ο κόσμος ἀνταποκρινόταν ἔντονα καί ζωηρά σέ κάθε τι πού σκαρφιζόταν καί ἔλεγε.
῾Η μαυροφορεμένη δέν τόν ἄφησε. Τοῦ παρουσιάστηκε πάλι καί πάλι καί ξανά. Τρεῖς φορές μετά τήν πρώτη ἐμφάνισή της τοῦ διατύπωσε τό παράπονό της στόν ὕπνο του νουθετώντας τον νά σταματήσει καί νά μήν τό ξανακάνει. Κι ἐκεῖνος σάν δαιμονισμένος πιά, κυριευμένος ἀπό οἶστρο βλασφημίας, ὄχι μόνο δέν ὑπήκουε στήν νυκτερική ὀπτασία, ἀλλά αὔξανε κάθε φορά τίς βλαστήμιες του. ῾Παιχνίδισμα τοῦ μυαλοῦ μου εἶναι μόνο᾽ καθησύχαζε κάθε φορά τήν συνείδησή του. ῾᾽Επιθετική πολιτική εἶναι ἡ λύση᾽.
Κι ἐκεῖ πού πέρασαν κάποιες ἡμέρες χωρίς ἄλλη ἐμφάνιση τῆς ὀπτασίας πού τόν τάραζε, ὅταν πιά ἄρχισε νά πιστεύει ὅτι νίκησε τά ὄνειρα καί τούς ἐφιάλτες του, τοῦ ἐμφανίστηκε ἡ ἴδια μαυροφορεμένη σ᾽ἕναν μεσημεριανό ὕπνο του.
Τά πράγματα ὅμως αὐτήν τήν φορά ἦταν λίγο διαφορετικά. ῾Η γυναίκα δέν τοῦ εἶπε ἀπολύτως τίποτε. Τήν εἶδε μόνο νά πλησιάζει δίπλα στό κρεβάτι του καί νά χαράζει μ᾽ ἕνα δάχτυλό της μιά γραμμή στά δυό του χέρια καί στά δυό του πόδια. Δέν μποροῦσε νά ἀντιδράσει οὔτε καί νά καταλάβει τί συνέβαινε.
῎Αρχισε μέ τρόμο καί ὀδύνη νά καταλαβαίνει κάτι, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά ξυπνήσει. Γιατί προσπαθώντας νά κινηθεῖ καί νά ἀνασηκωθεῖ ἀπό τόν ὕπνο του διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά κάνει ὁτιδήποτε. Πανικόβλητος καί ξύπνιος πιά, μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις του τεντωμένες στόν ἀπόλυτο βαθμό, εἶδε ὅτι κειτόταν στό κρεβάτι ἀνήμπορος, μέ χέρια καί πόδια κομμένα στό σημεῖο πού ἡ γυναίκα τοῦ τά εἶχε χαράξει. ῞Ενα κορμί μοναχό.
Οἱ κραυγές του σήκωσαν στό πόδι ὅλη τήν γειτονιά. Κανείς δέν μποροῦσε νά πιστέψει ὅ,τι συνέβη. ῾Ο Γαϊνᾶς ὁ ἠθοποιός, ὁ ἐπιτυχημένος ἐπιχειρηματίας, αὐτός ἀπό τά χείλη τοῦ ὁποίου κρέμονταν ὅλοι οἱ διεστραμμένοι τῆς πόλης θεατρόφιλοι γιά νά γελοῦν μέ τά ῾ἀστεῖα᾽ του, αὐτός πού ἀπό τά πολλά χρήματα εἶχε τήν δύναμη νά καταφέρει τά πάντα, ἦταν πιά ἕνας ἀνάπηρος.
῾Η ἀναπηρία του λειτούργησε ἀντίστροφα πρός ὅ,τι ἴσως θά περίμενε κανείς. ῾Ο ἠθοποιός συγκλονίστηκε καί κατανύχθηκε. Κατανόησε τήν βλασφημία τῆς ζωῆς του. Μετανόησε καί κάλεσε ἱερέα νά τόν ἐξομολογήσει γιά ὅλα τά ἀνομήματά του. Θεώρησε ὅτι αὐτό πού τοῦ συνέβη ὑπῆρξε ἡ καλύτερη παιδαγωγία γιά νά συνετιστεῖ καί νά βρεῖ τό νόημα τῆς ζωῆς.
῾῎Οχι, δέν ἦταν τιμωρία ἡ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε σέ ὅσους τόν ἐπισκέπτονταν γιά νά τοῦ ἐκφράσουν τήν θλίψη καί τήν συμπαράστασή τους καί πού μέ ἔκπληξη ἔβλεπαν ὅτι ἀντί νά τόν παρηγοροῦν τούς παρηγοροῦσε ἐκεῖνος. ῾῾Η ἀγάπη της ἦταν αὐτή πού ἐνήργησε γιά νά καταλάβω τόν λανθασμένο δρόμο τῆς ζωῆς μου. Μοῦ ἔδωσε πολλά μηνύματα ἡ Παναγία μας νά διορθωθῶ, ἀλλ᾽ ἐγώ δέν τά λάβαινα ὑπόψη μου. Τό ἀντίθετο. Τά χρησιμοποιοῦσα γιά νά αὐξάνω τόν δαιμονισμό μου᾽. Καί κάθε φορά ὁλοκλήρωνε. ῾Νιώθω τήν μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη γιά τόν Κύριο καί ᾽Εκείνη. Γιατί εἶναι προτιμότερο νά μπῶ χωρίς χέρια καί πόδια στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρά μέ χέρια καί πόδια ἀλλά ἔξω ἀπό αὐτήν᾽.
῾Ο ἠθοποιός Γαϊνᾶς, ὁ βλάσφημος καί ὑπόδουλος στόν διάβολο, ἔγινε μέ τήν παιδαγωγία πού δέχτηκε ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο γνήσιος δοῦλος καί φίλος τοῦ Κυρίου, ἀναδείχτηκε δέ στόν μεγαλύτερο ἱεραπόστολο τῆς πόλης του. Γιατί γιά πάρα πολλά χρόνια στήν ῾Ηλιούπολη τό συγκλονιστικό γεγονός τῆς ἀναπηρίας του ἀνακυκλωνόταν ἀπό στόμα σέ στόμα, προκαλώντας τόν φόβο ἀλλά καί τόν θαυμασμό τῶν ἀνθρώπων γιά τά ἱερά καί ὅσια τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη