Η κυρά Σαρακοστή στις περισσότερες περιοχές ήταν μια χάρτινη ζωγραφιά. Απεικόνιζε μια γυναίκα με σταυρωμένα χέρια, λόγω προσευχής, χωρίς στόμα, λόγω νηστείας, και με εφτά πόδια που αναπαριστούσαν τις επτά εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έκοβαν ένα πόδι και έτσι ήξεραν πόσες βδομάδες νηστείας απέμεναν μέχρι το Πάσχα. Το Μεγάλο Σάββατο, έκοβαν και το τελευταίο πόδι.
Αυτό το κομμάτι χαρτί το δίπλωναν καλά και το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο. Τοποθετούσαν το σύκο αυτό μαζί με άλλα, και σε όποιον το έβρισκε θεωρούνταν ότι του έφερνε γούρι.
Σε άλλα μέρη της Ελλάδας η Κυρά Σαρακοστή δεν ήταν φτιαγμένη από χαρτί, αλλά από ζυμάρι. Το ζυμάρι φτιαχνόταν με αλεύρι, αλάτι και νερό. Η διαδικασία ήταν κι εδώ η ίδια όπως και με την
χάρτινη. Μια παραλλαγή του εθίμου της Κυράς Σαρακοστής είναι φτιαγμένη από πανί και γεμισμένη με πούπουλα.
Την Κυρά Σαρακοστή
που 'ναι έθιμο παλιό
οι γιαγιάδες μας την φτιάχναν
με αλεύρι και νερό.
Για στολίδι της φορούσαν
στο κεφάλι ένα σταυρό
μα το στόμα της ξεχνούσαν
γιατι νήστευε καιρό.
Και τις μέρες της μετρούσαν
με τα πόδια της τα επτά.
Κόβαν ένα την βδομάδα
μέχρι να 'ρθει η Πασχαλιά.
Ἔχουμε φτάσει στὸ κατώφλι τῆς Σαρακοστῆς. Ἀρχίζουμε νὰ προχωρᾶμε κατὰ μῆκος ἑνὸς δρόμου ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ Γολγοθᾶ· οὔτως ὥστε μιὰ μέρα, στὸ τέλος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, θὰ βρεθοῦμε νὰ στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Ἑσταυρωμένου –ποὺ σταυρώθηκε γιὰ χάρη μας, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ καθενός μας. Ξεκινᾶμε ἕνα ταξίδι τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ τελειώσει μὲ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς συγχωρέσει, καὶ νὰ μᾶς πεῖ, «Πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ». Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Ὁ Θεός θὰ συγχωρέσει – ἄς συγχωρέσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ νὰ θυμᾶστε, ἄν δὲν συγχωροῦμε τὸν ἀδερφό μας, δὲν εἶναι μόνο αὐτός ποὺ φεύγει μὲ πόνο καὶ δάκρυα στὴν καρδιά του, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε πληγωμένοι, διότι ἄν δὲν συγχωροῦμε, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν θεραπευόμαστε. Τὸ κακὸ ποὺ συνέβη σ’ ἐμᾶς παραμένει σ’ ἐμᾶς, βλάπτοντας τὴν ψυχή μας, καταστρέφοντάς μας.