Δυστυχῶς, πέφτουμε συχνὰ στὴν ἁμαρτία τῆς κατακρίσεως. Θὰ μποροῦσα νὰ τὴν κατατάξω στὴν κυριότερη ἁμαρτία ποὺ μαστίζει τὴν κοινωνία καὶ ἰδιαιτέρως τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους. Ξεχνᾶμε ὅτι ὑπάρχει στὴν Γραφὴ ξεκάθαρη ἐντολὴ νὰ μὴν κρίνουμε κανέναν.
Ἀλλὰ ἂς ἑστιάσουμε στοὺς ἀνθρώπους «τῆς Ἐκκλησίας» ποὺ ὅπως εἴπαμε συνηθίζουμε νὰ κατακρίνουμε συνεχῶς, νὰ βάζουμε ἀριστεροὺς λογισμοὺς καὶ νὰ μὴν δικαιολογοῦμε τοὺς ἄλλους παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό μας. (Πόσο τῆς Ἐκκλησία εἴμαστε τελικά;).
Γινόμαστε κριτὲς καὶ δικαστές, ρίχνουμε «τὸν λίθο τοῦ ἀναθέματος» καὶ ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καλοί, οἱ σωστοί, ὅτι σώζουμε καὶ ὅτι βαδίζουμε στὸν σωστὸ τὸν δρόμο.
Τὸ γεγονὸς ὅτι βάζουμε ἀριστεροὺς λογισμούς, ἀποδεικνύει μεγάλη πνευματικὴ ρηχότητα. Πολλοὶ Ἅγιοι, ὅπως ὁ πατὴρ Παΐσιος, τόνιζαν συχνά, ὅτι θὰ πρέπει νὰ μὴν σκανδαλιζόμαστε μὲ τὸ παραμικρό. Δηλαδὴ γιὰ παράδειγμα, βλέπουμε κάποιον νὰ...γυρνάει τὰ ξημερόματα στὸ σπίτι του, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ρέπει πρὸς τὴν κατάκριση θὰ πεῖ ἀπὸ μέσα του, ἔρχεται ἀπὸ τὰ μπουζούκια καὶ ἀπὸ τὰ ξενύχτια, τί ἀλήτης. Ἀντιθέτως, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος θὰ βάλει λογισμὸ ὅτι γυρνάει ἀπὸ μία ἀγρυπνία καὶ θὰ χαρεῖ γιὰ τὸν ἀδελφὸ ποὺ προσεύχεται καὶ ἀγωνίζεται. Θὰ πεῖ δηλαδή, ἔγινε ἀλήτης γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὅπως εἶχε ἀναφέρει ὁ πατὴρ Πορφύριος.
Τὸ νὰ μὴ δικαιολογοῦμε τοὺς ἄλλους καὶ νὰ δίνουμε δίκιο μόνο στὸν ἑαυτό μας, εἶναι καὶ αὐτὸ πολὺ σοβαρό σφάλμα. Ανεξαιρέτως ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ὑποστήριζαν ὅτι ἦταν οἱ χειρότεροι τῶν πάντων καὶ δὲν διανοοῦνταν νὰ κατακρίνουν καὶ νὰ βάλουν λογισμὸ ἐναντίον ὁποιουδήποτε, δεδομένου ὅτι βρίσκονταν σὲ χειρότερη πνευματικὴ κατάσταση. Ἔτσι μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἔθεταν τὸν ἑαυτὸ τοὺς κάτω ἀπὸ ὅλους καὶ ἀπέφευγαν τὴν κατάκριση.
Πρὶν κατακρίνουμε κάποιον, ἂς ἀναλογιστοῦμε τί πᾶμε νὰ πράξουμε. Ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ποιὸς σὲ ἔβαλε κριτὴ τοῦ ἀδελφοῦ σου;», «μὲ τὸ μέτρο ποὺ κρίνεις θὰ κριθεῖς», «μὴ κρίνεις γιὰ νὰ μὴ κριθεῖς»...
Τέλος, εἶναι θὰ λέγαμε πνευματικὸς νόμος, ὅταν κατακρίνεις καὶ δὲν μετανοήσεις γιὰ αὐτὸ ποὺ κατέκρινες, σύντομα θὰ πέσεις καὶ ἐσὺ στὸ ἴδιο ἁμάρτημα, διότι ὁ Θεὸς παίρνει τὴν Χάρη του καὶ δὲν πορεύεσαι μὲ τὴν Εὐλογία του.
Καλὴ Μετάνοια νὰ ἔχουμε, μακρυὰ ἀπὸ κατάκριση...
Ἀλλὰ ἂς ἑστιάσουμε στοὺς ἀνθρώπους «τῆς Ἐκκλησίας» ποὺ ὅπως εἴπαμε συνηθίζουμε νὰ κατακρίνουμε συνεχῶς, νὰ βάζουμε ἀριστεροὺς λογισμοὺς καὶ νὰ μὴν δικαιολογοῦμε τοὺς ἄλλους παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό μας. (Πόσο τῆς Ἐκκλησία εἴμαστε τελικά;).
Γινόμαστε κριτὲς καὶ δικαστές, ρίχνουμε «τὸν λίθο τοῦ ἀναθέματος» καὶ ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καλοί, οἱ σωστοί, ὅτι σώζουμε καὶ ὅτι βαδίζουμε στὸν σωστὸ τὸν δρόμο.
Τὸ γεγονὸς ὅτι βάζουμε ἀριστεροὺς λογισμούς, ἀποδεικνύει μεγάλη πνευματικὴ ρηχότητα. Πολλοὶ Ἅγιοι, ὅπως ὁ πατὴρ Παΐσιος, τόνιζαν συχνά, ὅτι θὰ πρέπει νὰ μὴν σκανδαλιζόμαστε μὲ τὸ παραμικρό. Δηλαδὴ γιὰ παράδειγμα, βλέπουμε κάποιον νὰ...γυρνάει τὰ ξημερόματα στὸ σπίτι του, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ρέπει πρὸς τὴν κατάκριση θὰ πεῖ ἀπὸ μέσα του, ἔρχεται ἀπὸ τὰ μπουζούκια καὶ ἀπὸ τὰ ξενύχτια, τί ἀλήτης. Ἀντιθέτως, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος θὰ βάλει λογισμὸ ὅτι γυρνάει ἀπὸ μία ἀγρυπνία καὶ θὰ χαρεῖ γιὰ τὸν ἀδελφὸ ποὺ προσεύχεται καὶ ἀγωνίζεται. Θὰ πεῖ δηλαδή, ἔγινε ἀλήτης γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὅπως εἶχε ἀναφέρει ὁ πατὴρ Πορφύριος.
Τὸ νὰ μὴ δικαιολογοῦμε τοὺς ἄλλους καὶ νὰ δίνουμε δίκιο μόνο στὸν ἑαυτό μας, εἶναι καὶ αὐτὸ πολὺ σοβαρό σφάλμα. Ανεξαιρέτως ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ὑποστήριζαν ὅτι ἦταν οἱ χειρότεροι τῶν πάντων καὶ δὲν διανοοῦνταν νὰ κατακρίνουν καὶ νὰ βάλουν λογισμὸ ἐναντίον ὁποιουδήποτε, δεδομένου ὅτι βρίσκονταν σὲ χειρότερη πνευματικὴ κατάσταση. Ἔτσι μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἔθεταν τὸν ἑαυτὸ τοὺς κάτω ἀπὸ ὅλους καὶ ἀπέφευγαν τὴν κατάκριση.
Πρὶν κατακρίνουμε κάποιον, ἂς ἀναλογιστοῦμε τί πᾶμε νὰ πράξουμε. Ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ποιὸς σὲ ἔβαλε κριτὴ τοῦ ἀδελφοῦ σου;», «μὲ τὸ μέτρο ποὺ κρίνεις θὰ κριθεῖς», «μὴ κρίνεις γιὰ νὰ μὴ κριθεῖς»...
Τέλος, εἶναι θὰ λέγαμε πνευματικὸς νόμος, ὅταν κατακρίνεις καὶ δὲν μετανοήσεις γιὰ αὐτὸ ποὺ κατέκρινες, σύντομα θὰ πέσεις καὶ ἐσὺ στὸ ἴδιο ἁμάρτημα, διότι ὁ Θεὸς παίρνει τὴν Χάρη του καὶ δὲν πορεύεσαι μὲ τὴν Εὐλογία του.
Καλὴ Μετάνοια νὰ ἔχουμε, μακρυὰ ἀπὸ κατάκριση...