

Ωραία, πολύ ωραία, μονολογούσε. Η χρυσαφένια μπάλα μου είναι εδώ και με περιμένει.
Αυτή λοιπόν ήταν η χαρά της ζωής του. Κατά τα άλλα ζούσε μια ζωή μίζερη και
δυστυχισμένη και ζούσαν δυστυχισμένοι κι οι δικοί του άνθρωποι, γιατί μυαλό δεν είχε παρά μόνο για το χρυσάφι του, το κρυμμένο στον τοίχο.
Κάποια μέρα όμως, ένας από τους εργάτες του κατάλαβε τι έκανε καθημερινά. Πήγε λοιπόν κρυφά, άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο και του άρπαξε το χρυσάφι. Καταλαβαίνετε τι έγινε όταν ανακάλυψε ο άνθρωπός μας πως του είχαν κλέψει το χρυσάφι: έκλαιγε απαρηγόρητα, φώναζε και τραβούσε τα μαλλιά του για το κακό που τον βρήκε.
Κάποιος συγγενής του που τον είδε και τον ρώτησε γιατί θρηνεί, άκουσε την κακή του μοίρα:
– Πάει το χρυσάφι μου, πάει η χαρά της ζωής μου, πάει η περιουσία μου!
– Βρε κακομοίρη, τι λυπάσαι; Μήπως κι όταν το είχες στον τοίχο κρυμμένο το χρησιμοποιούσες; Μήπως το χάρηκες εσύ κι οι δικοί σου; Πάρε λοιπόν μια πέτρα και πες πως είναι από χρυσάφι. Να την κρύψεις μάλιστα στον τοίχο όπως και τη χρυσαφένια μπάλα και να τη βλέπεις κάθε μέρα, να σου φύγει το μεράκι. Αφού κι όταν το είχες το χρυσάφι σου δεν το χρησιμοποιούσες, αντίθετα βασανιζόσουν.

Απόδοση: Δ.Σ.
Αφήγηση: Κατερίνα Σαββοπούλου