
᾿Ενῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του, τὸν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του τοῦ εἶπε· “πατέρα, ἁμάρτησα στὸν Θεὸ καὶ σ’ ἐσένα καὶ δὲν ἀξίζω νὰ λέγομαι παιδί σου”. ῾Ο πατέρας ὅμως γύρισε στοὺς δούλους του καὶ τοὺς διέταξε· “βγάλτε γρήγορα τὴν καλύτερη στολὴ καὶ ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ δῶστε του ὑποδήματα. Φέρτε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι καὶ σφάξτε το νὰ φᾶμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε, γιατὶ αὐτὸς ὁ γιός μου ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε”. ῎Ετσι ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται.
῾Ο μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στὸ χωράφι· καὶ καθὼς ἐρχόταν καὶ πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὲς καὶ χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί συμβαίνει. ᾿Εκεῖνος τοῦ εἶπε· “γύρισε ὁ ἀδελφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι, γιατὶ τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτὸς τότε θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ μέσα. ῾Ο πατέρας του βγῆκε καὶ τὸν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε· “ἐγὼ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παράκουσα καμιὰ ἐντολή σου· κι ὅμως σ’ ἐμένα δὲν ἔδωσες ποτὲ ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ εὐφρανθῶ μὲ τοὺς φίλους μου. ῞Οταν ὅμως ἦρθε αὐτὸς ὁ γιός σου, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γιὰ χάρη του τὸ σιτευτὸ μοσχάρι”. Κι ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε· “παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καὶ δικό σου. ῎Επρεπε ὅμως νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ χαροῦμε, γιατὶ ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε”.