Πανευτυχής και τρισμακάριος ήταν μέσα στον Παράδεισο ο πρώτος άνθρωπος. Προικισμένος, όπως ήταν, με θεία και έξοχα χαρίσματα και τάλαντα εξαιρετικά και «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένος άριστα μπορούσε να προχωρήσει από την αθωότητα και αναμαρτησία που την είχε φυσική και να την καταστήσει αγιότητα συνειδητή, να επιτύχει το «καθ’ ομοίωση», να γίνει όμοιος με το Θεό. Αλλ’ ο γενάρχης του ανθρωπίνου γένους, ο Αδάμ, δεν έμεινε πιστός στο Θεό και σταθερός στο δρόμο του Θεού,
σταθερός στην ευλογημένη εκείνη και μακάρια κατάσταση, στην οποία τον είχε βάλει ο Θεός, στην αρχέγονη δικαιοσύνη, όπως την λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο πρώτος άνθρωπος έπεσε! Έπεσε στην παρακοή και την αμαρτία. Είχε λάβει από το Θεό μία απαγορευτική εντολή επί ποινή θανάτου. Η εντολή ήταν να μη φάει από τον καρπό του ξύλου της γνώσης καλού και πονηρού. Ο Αδάμ με την παρακίνηση του διαβόλου έφαγε. Παρέβη την εντολή του Θεού, έκανε παρακοή στον Πλάστη και Θεό του και έφαγε. Αυτή η βρώση του απαγορευμένου καρπού είναι η πτώση του πρώτου ανθρώπου, η προπατορική αμαρτία, η οποία από τον γενάρχη μεταδόθηκε σε όλο το ανθρώπινο γένος. Το φοβερό αυτό γεγονός είναι δόγμα και βασική αλήθεια της Χριστιανικής Πίστης και Εκκλησίας. Με τούτο το θλιβερό θέμα θα ασχοληθούμε στο κεφάλαιο αυτό.Η Εντολή
Είπαμε, ότι ο Θεός μετά τη δημιουργία του ανθρώπου και την εγκατάστασή του στον Παράδεισο προς άσκησή του και πρόοδο στην υπακοή, την αρετή και αγιότητα, του έδωσε και ορισμένη εντολή. Του απαγόρευσε να φάει ορισμένο καρπό. Του είπε· «ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βαι αὐτὸνγῇ, 17 ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Ήταν βαριά η εντολή; Όχι, ήταν ελαφριά και η τήρησή της ευκολότατη. Διότι στέρηση αυτή δεν ήταν, αφού τα είχε όλα δικά του. Όλα τα αγαθά ήταν στη διάθεσή του και τίποτα δεν του έλειπε. Και ακόμα μέσα στον Παράδεισο ήταν πάντοτε παρών ο Θεός και κάθε βοήθεια που θα του χρειαζόταν και θα την ζητούσε από τον Δημιουργό του, θα την ελάμβανε αμέσως από τον Πανάγαθο Κύριό του. Ήταν λοιπόν ευκολότατη η τήρηση της εντολής που έλαβε. Αλλ’ ο Αδάμ την παρέβη την εντολή.
Ο πειραστής
Κατά την Αγία Γραφή το κακό, δηλαδή η σκέψη και απόφαση της παράβασης της εντολής του Θεού που είναι η αμαρτία, μπήκε απ’ έξω στον άνθρωπο, από ειδικό πειραστή πανούργο και δόλιο και μοχθηρό, εχθρό και του Θεού και του ανθρώπου. Και αυτός είναι ο διάβολος και σατανάς. Και δεν παρουσιάσθηκε ο διάβολος σαν εχθρός, όπως ήταν. Διότι έτσι θα αποτύγχανε του σκοπού του. Θα έκανε τους πρωτοπλάστους να τον υποπτευτούν και να φύγουν από κοντά του. Για αυτό παρουσιάζεται με τη μορφή του όφεως, του φιδιού. Και δεν επιχειρεί να προσβάλει πρώτα τον άνδρα. Στρέφεται προς τη γυναίκα και ζητεί αυτή να εξαπατήσει πρώτα, την Εύα, να παρασύρει δε έπειτα και τον Αδάμ.
Το βιβλίο της Γενέσεως, που εκθέτει το τραγικό περιστατικό της πτώσης του ανθρώπου, μας το λέει καθαρά: «Ο δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου; 2 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, 3 ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. 4 καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· 5 ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν». Αυτή είναι η εισήγηση της παράβασης. Και στη συνέχεια με την παράβαση η παρακοή. «Καί εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον». Αλλά να το πούμε με απλά λόγια. Είπε το φίδι, δηλαδή ο διάβολος που κρυβόταν μέσα στο φίδι, είναι αλήθεια πως σας είπε ο Θεός να μη φάτε από κάθε δένδρο που είναι μέσα στον Παράδεισο; Και απάντησε η γυναίκα στο φίδι. Όχι, δεν είναι έτσι. Από όλα έχουμε ελευθερία να φάμε. Μόνο από το δένδρο που είναι στο μέσο του παραδείσου, μόνο απ’ αυτό μας είπε ο Θεός να μη φάτε, ούτε καν και να το αγγίξετε, για να μην πεθάνετε. Τότε είπε το φίδι στη γυναίκα· δεν θα πεθάνετε, όχι. Αλλ’ επειδή ξέρει ο Θεός, ότι την ημέρα που θα φάτε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε σαν θεοί και θα γνωρίζετε ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, γι’ αυτό σας απαγόρευσε να φάτε. Και τότε είδε η γυναίκα ότι καλός είναι ο καρπός αυτός και καλό πράγμα να τον φάει, είδε ότι ωραίο πράγμα είναι να τον βλέπει και να καταλάβει τι νοστιμάδες έχει, και γι’ αυτό έκοψε από τον καρπό του δένδρου αυτού και έφαγε. Και δεν έφαγε μόνη αυτή. Έδωσε και στον άνδρα της και έφαγαν και οι δύο μαζί. Και έτσι συντελέσθηκε το κακό, η πτώση, η πρώτη παράβαση και παρακοή, η πρώτη αμαρτία. Και ευθύς αμέσως το θλιβερό αποτέλεσμα. «Καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν». Επομένως απ’ έξω το κακό, πειραστής και εισηγητής της παραβάσεως το φίδι, ο διάβολος που κρυβόταν στο φίδι. Για αυτό η παράβαση έχει και τα ελαφρυντικά της και αποβαίνει ιάσιμο, παίρνει θεραπεία το κακό, και επανόρθωση πλήρης γίνεται, όπως θα δούμε, για του Σωτήρα μας, Κυρίου Ιησού Χριστού.
Θα ρωτήσει κανείς· αφού η Εύα είδε ότι της μιλά ένα φίδι, δεν έπρεπε να υποπτευθεί πως κάτι κακό της εισηγείται και να σπεύσει να φύγει; Η απάντηση είναι, ότι, αφού η Εύα ήταν ως την ώρα εκείνη απονήρευτη, δεν της ήταν φυσικό να υποψιασθεί το κακό. Και έπειτα το φίδι ήταν, λέει η Γραφή, φρονιμότατο, δηλαδή ήμερο θηρίο, και το πιο χαριτωμένο ζώο από όλα τα θηρία του Παραδείσου, με το οποίο συχνά ίσως θα έπαιζε η Εύα διασκεδάζοντας με τους ωραίους ελιγμούς και τα περίεργα τεχνάσματά του. Έτσι «ο κακοποιός δαίμων, ο και σατανάς καλούμενος» υπήρξε «ο τότε διά του όφεως λαλήσας τη Εύα και πλανήσας αυτήν». Και «τα μεν ρήματα (τα δόλια λόγια) ήν τουδιαβόλου, τω δε θηρίω τούτω (με το φίδι) ώσπερ επιτηδείω οργάνω εχρήσατο» ο σατανάς, «ίνα δυνηθή το δέλεαρ της οικείας απάτης ενιείς υποσκελίσαι την γυναίκα», για να κατορθώσει με το δόλωμα της οικειότητας να εξαπατήσει εύκολα και να υποτάξει την γυναίκα (1).
Αξιοπαρατήρητο είναι και το μέσο, το οποίο χρησιμοποιεί ο πειραστής διάβολος, για να καταφέρει την Εύα να την παρασύρει. Το μέσο αυτό είναι η συκοφαντία, η κατασυκοφάντηση του Θεού στη γυναίκα. Ο Θεός είχε πει στους πρωτοπλάστους· να μη φάτε από τον καρπό αυτό, «ίνα μη αποθάνετε», διότι «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Ο σατανάς όμως λέει στην Εύα· «ου θανάτω αποθανείσθε». Δεν θα πεθάνετε. Δηλαδή δεν σας είπε την αλήθεια. Ψέμα σας είπε ο Θεός, διότι ψέμα είναι πως θα πεθάνετε. Δεν θα πεθάνετε, αλλά θα ζήσετε και θα γίνετε σαν θεοί. Και ακριβώς επειδή γνωρίζει ο Θεός, ότι την ημέρα που θα φάτε τον απαγορευμένο καρπό θα ανοίξουν καλά τα μάτια σας και θα γίνετε σαν θεοί, με τη γνώση και σοφία του Θεού, γι’ αυτό σας απαγόρευσε να φάτε τον καρπό. Δηλαδή συκοφαντεί ως ψεύτη και εχθρό του ανθρώπου το Θεό. Χρησιμοποιεί τη συκοφαντία, για να πετύχει με πανουργία το δόλιο και ολέθριο για τον άνθρωπο σκοπό του. Ενώ αυτός φθονεί, παριστάνει τον Θεό ως φθονερό και ζηλιάρη για την ευτυχία του ανθρώπου. «Ως φθονερόν διαβάλλει τον Δημιουργόν».
Αξιοσημείωτο και πολλής προσοχής άξιο είναι και αυτό. Ότι ο διάβολος δεν πηγαίνει, όπως είπαμε, στον άνδρα να εισηγηθεί την παράβαση, αλλά στη γυναίκα. Το παρατηρεί και ο θείος Απόστολος· «Αδάμ ουκ ηπατήθη, η δε γυνή απατηθείσα εν παραβάσει γέγονε» (Α’ Τιμόθ. β’ 14) και «από γυναικός αρχή αμαρτίας και δι’ αυτήν αποθνήσκομεν πάντες» (Σοφ. Σειράχ κε’ 24). Το γιατί, γνωστό. Διότι η γυναίκα είναι το ασθενέστερο σκεύος, το πλέον αδύνατο πλάσμα και ως προς τον νουν και την κρίση και τη θέληση, και αντιλήφθηκε ο διάβολος, ότι με τον άνδρα δεν θα πετύχει παρά μόνο με τη γυναίκα θα παρασύρει και τον άνδρα στην παρανομία και τους ρίψει στην παρακοή και την αμαρτία. Απόδειξη δε, ότι πιο εύπιστη και εύκολη στο να απατάται η γυναίκα, είναι το ότι με πολλή προθυμία άνοιξε διάλογο η Εύα με το φίδι. Και με πολλή ευκολία δέχθηκε τις εισηγήσεις του. Και με πολλή εμπιστοσύνη άκουσε και τις κατά του Θεού συκοφαντίες του πονηρού και παρασύρθηκε στον κρημνό του κακού. Ναι, η Εύα, ως αδύνατο πλάσμα, «τη ελπίδι της ισοθεΐας φυσιωθείσα μεγάλα ην λοιπόν φανταζομένη», όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος, γι’ αυτό και δέχεται του πονηρού τις εισηγήσεις και «φαντασθείσα ισοθεΐαν επί την μετάληψιν έσπευδε και εκεί λοιπόν έτεκε και τον λογισμόν και την διάνοιαν και ουδέν έτερον περιεσκόπει ή πώς την κύλικα εκπίη την παρά του πονηρού δαίμονος κερασθείσαν». Τελείως δηλαδή άμυαλα και απερίσκεπτα έσπευδε να πιει το ποτήρι της ευτυχίας, όπως νόμιζε, που της πρόσφερε ο πονηρός, για να πετύχει την ισοθεΐα, να γίνει όμοια και ίση με το Θεό. Έτσι η περιέργεια και η απροσεξία και η εμπιστοσύνη της γυναίκας προς το φίδι επέφερε την πτώση στους πρωτοπλάστους και έγινε η αιτία της εισαγωγής της αμαρτίας και ενοχής σε όλο το ανθρώπινο γένος, όπως στη συνέχεια θα δούμε. Αυτό είναι το προπατορικό αμάρτημα.
Η σημασία του προπατορικού αμαρτήματος
Ο άνθρωπος λοιπόν, αμάρτησε, και αφού αμάρτησε, έπεσε. Διέπραξε το προπατορικό αμάρτημα και έπεσε. Αλλά τι είναι στη βαθύτερή του έννοια και σημασία το προπατορικό αμάρτημα; Είναι αποκήρυξη του Θεού, αποστροφή προς το Θεό και στροφή του ανθρώπου προς τον εαυτό του, προς το εγώ του, επομένως είναι ένας άκρατος και τρομερός εγωισμός. Η παράβαση του ανθρώπου και η πτώση ήταν προσπάθεια να αποτινάξει την κηδεμονία και την εξάρτησή του από το Θεό. Με το να υπακούσει στο διάβολο ο άνθρωπος και να πράξει ό,τι ο δόλιος εκείνος του υπέδειξε είναι σαν να έλεγε στο Θεό. Δεν έχω την ανάγκη σου. Θα ζήσω μόνος μου, αυτοτελής και ανεξάρτητος. Η καθοδήγηση και προστασία σου δεν μου χρειάζεται. Είμαι ικανός εγώ, μόνος εγώ, χωρίς εσένα να ζήσω και να μεγαλουργήσω. Τι μου χρειάζεσαι συ; Ή όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Ιώβ να λέει ο αμαρτωλός με άφθαστο εγωισμό προς το Θεό· «απόστα απ’ εμού, οδούς σου ειδέναι ου βούλομαι» (Ιώβ κα’ 14). Επομένως η πρώτη εκείνη αμαρτία ήταν απιστία, απιστία στο Θεό και εμπιστοσύνη στον εαυτό του, στο εγώ του και στο διάβολο· ήταν αντάρτης εγωισμός κατά της θείας μεγαλειότητας· ήταν αχαριστία και αγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη Δημιουργό και Πατέρα· ήταν επανάσταση και ανταρσία κατά του Θεού του Παντοκράτορος. Ήταν, τέλος, ύβρις και περιφρόνηση και προσβολή και βλασφημία κατά του Αγίου, του ουρανίου βασιλέως. Αυτή η βαθειά έννοια και σημασία του προπατορικού αμαρτήματος. Αυτό το νόημά του. Ήταν μεγάλο και πολυσύνθετο κακό. Υπήρξε διαστροφή του ανθρώπου και τρομερή αποκήρυξη του Θεού. Γι’ αυτό και έπεσε ο άνθρωπος. Έπεσε και «ήν η πτώσις αυτού μεγάλη».
Συνέπειες και επακόλουθα του προπατορικού αμαρτήματος
Η πτώση του Αδάμ υπήρξε μεγάλη και φοβερή. Και υπήρξε μεγάλη, διότι ήταν εύκολη, ευκολότατη η τήρηση της θείας εντολής. Αυτό καταφαίνεται από τις φοβερές συνέπειες και τα ολέθρια επακόλουθα που είχε η παράβαση αυτή των πρωτοπλάστων. Θα ρωτήσετε: Και ποιες οι συνέπειες και τα αποτελέσματα αυτά; Γενικώς και προκαταβολικώς μπορούμε να πούμε, ότι είναι η καταδίκη και κατάκριση του ανθρώπου εκ μέρους του Θεού, σύμφωνα και με την προειδοποίηση που τους είχε κάνει, ότι «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Και ο θάνατος αυτός κυρίως και πρωτίστως ήταν θάνατος πνευματικός. Δηλαδή ήταν ο χωρισμός από το Θεό, η τέλεια αποξένωση και απομάκρυνση από τον Θεό, από τη γνώση και την αγάπη του Θεού. Αυτό το ένα. Το άλλο: Τα φρικτά πάθη και δεινά που είχε η αποξένωση αυτή και περιέκλειε ο πνευματικός εκείνος θάνατος (2).
Σύμφωνα με αυτά οι συνέπειες και τα επακόλουθα του προπατορικού αμαρτήματος είναι:
α) Ο πνευματικός θάνατος
Δηλαδή ο τέλειος χωρισμός του ανθρώπου από το Θεό, και επομένως η απογύμνωσή του από κάθε ευθύτητα και καλοσύνη, η ερήμωση της ψυχής του από αρετή και αγιότητα και της ζωής του από χαρά και ειρήνη και ανάπαυση, αφού ο Θεός είναι η πηγή και ο χορηγός όλων αυτών των πνευματικών αγαθών και τα απολαμβάνει μόνο ο ενωμένος με το Θεό. Ξέφυγε από το Θεό; Ξέφυγε και απομακρύνθηκε από την πηγή των αγαθών. Στέρεψε γι’ αυτόν η πηγή αυτή και αυτός (ο άνθρωπος) έμεινε έρημος και γυμνός από κάθε καλό, διψασμένος από αρετή, από αγάπη και ειρήνη.
β) Ο θάνατος ο σωματικός
Αυτός δεν επήλθε ευθύς αμέσως με την πτώση, αλλ’ ύστερα από πολλά έτη με φρίκη και αποτροπιασμό αντίκρισε και δοκίμασε ο άνθρωπος και το θάνατο το σωματικό. Αναγράφει δε και η Ορθόδοξη ομολογία του Μογίλα· «Ως αν έσφαλε με την παράβασιν (μόλις αμάρτησε με την παράβαση που έκανε ο άνθρωπος), παρευθύς εις τον ίδιον τόπον του παραδείσου, παίρνοντας την κατάστασιν της αμαρτίας, εγίνηκε θνητός και φθαρτός. Ούτω γαρ η Αγία Γραφή παραδίδωσι λέγουσα· τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ’ 23). Πρώτα ο θάνατος ο πνευματικός και ακολούθως ο θάνατος ο σωματικός, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα και η φθορά και διάλυση του σώματος.
γ) Ο σκοτισμός του νου και η διαφθορά και εξαχρείωση της καρδιάς
Δηλαδή η αλλοίωση και η συντριβή της θείας εικόνας, του «κατ’ εικόνα» που έδωσε ως πρώτο και κύριο χάρισμα ο Θεός στον άνθρωπο. Και δεν εξαφανίστηκε βέβαια τελείως η θεία εικόνα από τον άνθρωπο, αμαυρώθηκε όμως τόσο, ώστε να σκοτισθεί ο νους του ανθρώπου και να μην μπορεί να διακρίνει εύκολα το καλό από το κακό, αλλά να τα συγχέει πολλές φορές και να περιέρχεται σε σύγχυση τρομερή ως προς τη διάκριση καλού και κακού. Ακόμη επήλθε και τούτο το μεγάλο κακό· να διαφθαρεί και πονηρευτεί η καρδιά του, ώστε τα πονηρά να επιθυμεί και σε αυτά να ευχαριστείται. Τρίτον, να κλονισθεί η θέλησή του, ώστε και αυτή, μια που είχε πονηρή την καρδιά και σκοτισμένο το νου, στα πονηρά κα ένοχα τώρα να κλίνει και να βλέπει ο άνθρωπος στον εαυτό του ακατάσχετη κλίση και ροπή προς το κακό και την αμαρτία.
Την διαφθορά αυτή της ανθρώπινης φύσης η μεν Παλαιά Διαθήκη με λόγους του ίδιου του Θεού την παρουσιάζει ως τέλεια ηθική εξαχρείωση και λέει· «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γεν. η’ 21), ο δε απόστολος Παύλος στην Καινή Διαθήκη παρουσιάζει την τραγική πάλη μεταξύ αγαθού και κακού που γίνεται στα βάθη του παλαιού, του αμαρτωλού, ανθρώπου και τη φρικτή τυραννία και υποδούλωση που δοκιμάζει ο υπό το κράτος της αμαρτίας διατελών και ζων άνθρωπος. Ιδού το ιερό κείμενο του θεόπνευστου Αποστόλου: «οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ (δεν κατοικεί) ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία… συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου». Εδώ παρουσιάζεται το απαίσιο και θλιβερό καθεστώς της αμαρτίας που υπάρχει στην ψυχή του αμαρτωλού σαν καρπός και προϊόν και κατάλοιπο της πρώτης των πρωτοπλάστων αμαρτίας. Και η φρικτή των παθών τυραννία εκφράζεται από το θείο Απόστολο με τους τραγικούς τούτους λόγους· «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος!». Δυστυχισμένος και αξιολύπητος εγώ άνθρωπος. «Τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ’ 18-25) (3).
δ) Η ενοχή
Το προπατορικό αμάρτημα που έφερε την εξαχρείωση στον άνθρωπο, έφερε και την ενοχή. Ο άνθρωπος με την παράβασή του εκείνη κατέστη ένοχος ενώπιον του Θεού, ως παραβάτης της θείας εντολής, ένοχος και υπόδικος ενώπιον της δικαιοσύνης του νομοθέτου Θεού. Μέσα στην παράβαση ήταν και η ενοχή. Ταυτόχρονη παράβαση και ενοχή. Βρόντηξε η συνείδηση και του είπε· αμαρτωλέ, είσαι ένοχος και κατάκριτος ενώπιον του Θεού. Αυτή η συναίσθηση της ενοχής ήταν που τους έκανε να δουν ότι είναι γυμνοί και έσπευσαν να κρυφτούν από προσώπου Θεού. Έτσι όπου υπάρχει αμαρτία, εκεί υπάρχει και ενοχή. Η αμαρτία που διέπραξε ο Αδάμ μέσα στον Παράδεισος δεν έφερε μόνο την εξαχρείωση και την ηθική διαστροφή του ανθρώπου. Έφερε και την ενοχή. Και συνέχεια την κατάκριση, την καταδίκη εκ μέρους του δικαίου Θεού. Τούτο αισθάνεται και βλέπει και κάθε άνθρωπος που αμαρτάνει. Αμέσως αρχίζουν οι τύψεις και οι έλεγχοι που είναι η τρανή μαρτυρία και επιβεβαίωση της ενοχής. Και της ενοχής συνέπεια η καταδίκη και ποινή (4). Και αυτή η τελική φάση της τιμωρίας ως προς το σώμα. Από το χώμα πλάσθηκε. Και στο χώμα παραδίδεται. Το είπε και ο Θεός, όταν εξέφερε την καταδίκη του Αδάμ· «…ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. γ’ 19). Χώμα είσαι και στο χώμα θα πορευθείς.
ε) Η κληρονομικότητα του προπατορικού αμαρτήματος
Η πλέον θλιβερή και απαίσια όψη και πλευρά του προπατορικού αμαρτήματος είναι η μετάδοση του αμαρτήματος τούτου από τον πρώτο άνθρωπο στους απογόνους του και από γενεά σε γενεά σε όλο το ανθρώπινο γένος, μετάδοση κληρονομική και ως κατάσταση και ασθένεια της ανθρώπινης φύσης και ως προσωπική ενοχή του κάθε ανθρώπου. Δηλαδή δεν αμάρτησε μόνο ο Αδάμ, αλλά στο πρόσωπο του Αδάμ αμάρτησαν και όλοι οι απόγονοί του, όλοι οι άνθρωποι που θα κατάγονταν από τον Αδάμ. Τούτο πάλι λέει, ότι ο Αδάμ δεν αμάρτησε ως άτομο μόνο, αλλ’ ως γενάρχης και εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους. Γι’ αυτό και ο Θεός την αμαρτία του ενός, του πρώτου ανθρώπου, την καταλόγισε σε όλους τους ανθρώπους. Και προς βεβαίωση τούτου λέει η Αγία Γραφή· «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ’ 23). Τα λόγια αυτά του αγίου Αποστόλου μας παρουσιάζουν βέβαια την καθολικότητα της αμαρτίας, δεν μας λένε όμως από πού μας ήλθε η γενική θλιβερή κληρονομιά. Τούτο σαφώς το ορίζει πιο κάτω ο απ. Παύλος, ο οποίος ρητώς μας λέει ότι αυτή προέρχεται από την πτώση των πρωτοπλάστων. «Διὰ τοῦτο», λέει ο θεόπνευστος Απόστολος, «ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. ε’ 12). Δηλαδή μέσα στο πρόσωπο του Αδάμ όλοι οι απόγονοί του άνθρωποι υπήρχαν και όλοι κληρονόμησαν και την αμαρτία του Αδάμ και τις συνέπειες της αμαρτίας εκείνης, που είναι η ενοχή, η διαφθορά και εξαχρείωση της φύσης μας, η κλίση και ροπή προς το κακό, και τέλος ο θάνατος. Έτσι, όπως και προηγουμένως είπαμε, «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Και στους ψαλμούς λέγεται για τον καθένα μας το «ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. ν’ 7). Ο Ιώβ συναισθανόμενος το βάρος της αμαρτίας ρωτά· «τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου;» και απαντά ο ίδιος· «ἀλλ᾿ οὐθείς, 5 ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ιώβ ιδ’ 4-5). Ο Ευαγγελιστής τονίζει ότι όλοι έχουμε ανάγκη αναγέννησης εξ ύδατος και πνεύματος, διότι με την γέννηση χωρεί σε όλους ο μολυσμός της αμαρτίας, αφού «τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι» (Ιωάν. γ’ 6) και κάθε άνθρωπος αμαρτωλός υπόκειται εκ φύσεως στη θεία οργή κατά το «ἦμεν τέκνα φύσει ὀργῆς» (Εφεσ. β’ 3).
Βέβαια το πράγμα είναι μυστήριο ακατανόητο. Δηλαδή πώς αμάρτησαν άνθρωποι, αφού δεν είχαν ακόμη γεννηθεί και δεν υπήρχε συνεπώς σε αυτούς σκέψη και θέληση, στοιχεία αναγκαία για να αμαρτήσει κανείς; Πώς εγώ είμαι ένοχος και έκθετος στη θεία οργή; Μυστήριο πράγματι ανεξήγητο. Αλλά γεγονός, ότι ο Θεός την αμαρτία του Αδάμ την καταλόγισε σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Και είναι μυστηριώδης ο καταλογισμός, αλλ’ η μετάδοση εντελώς φυσική. Φέραμε και προηγουμένως παρόμοιες εικόνες και είπαμε, ότι όπως από πηγή θολή θολό βγαίνει όλο το ρεύμα, και από ρίζα σάπια σάπια θα είναι και κλαδιά και καρποί, και από άρρωστους γονείς άρρωστα παιδιά γεννιούνται, έτσι και εδώ· μολυσμένο το προζύμι, μολυσμένο και όλο το φύραμα, όλη η ζύμη, αμαρτωλοί και διεφθαρμένοι οι πρόγονοι και γεννήτορες, αμαρτωλοί και διεφθαρμένοι και όλοι οι απόγονοι. Κατά φυσική και αναπόδραστη ανάγκη και συνέπεια.
Αλλ’ ας μη βλέπουμε μόνο την κακή κληρονομιά, την οποία βαθύτατα βέβαια αισθανόμαστε όλοι μας και για το βάρος της οποίας και τις θλιβερές συνέπειες πολύ συχνά κλαίμε. Ας δούμε και την καλή κληρονομιά, την οποία ως Χριστιανοί απολαμβάνουμε σε αιώνια ζωή και σωτηρία μας. Η πρώτη είναι για μας κατάρα, η δεύτερη για μας ευλογία. Αίτιος της πρώτης ο κατά σάρκα γενάρχης μας, ο πρώτο Αδάμ. Αίτιος της ευλογίας και χάριτος ο δεύτερος Αδάμ και γενάρχης μας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Την κακή κληρονομιά την έχουμε ως άνθρωποι σαρκικοί. Την καλή ως Χριστιανοί πνευματικοί. Την κατάρα την φέρουμε εκ καταγωγής. Την ευλογία μέσω της πίστης και υποταγής μας στο Σωτήρα Χριστό.
* * *
Υποσημειώσεις
(1) Το ότι δε ο διάβολος κρυβόταν κάτω από τη μάσκα του φιδιού, βεβαιώνει η θεία Γραφή με τα χωρία της· «Ο όφις Εύαν εξηπάτησεν εν τη πανουργία αυτού» και «εβλήθη ο δράκων ο μέγας ο αρχαίος, ο καλούμενος διάβολος και ο σατανάς» και «φθόνω διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον» (Β’ Κορ. ια’ 3, Αποκάλ. ιβ’ 9, Σοφ Σολομ. β’ 24).
(2) Μία παραστατική και σαφή περίληψη των κακών αυτών περιέχει η Δογματική του καθηγητή Π. Ν. Τρεμπέλα στον Α’ Τόμο σελ. 526. Αυτή είναι η εξής: «Η επακολουθείσασα απόφασις και κατάκρισις του Δημιουργού επέβαλεν εις τον άνδρα «μόχθους και κόπους επί της γης, ίνα τρώγη τον άρτον αυτού μεθ’ ιδρώτων, έως ου επιστρέψη εις την γην εξ ης ελήφθη· παρομοίως δε και εις την γυναίκα μόχθους και κόπους και στεναγμούς και ωδίνας τοκετού και υποταγήν, ίνα υποτάσσηται εις τον άνδρα αυτής», κατά τον άγιον Ειρηναίον. Έτσι όταν «ο πρωτόπλαστος άνθρωπος αλογήσας προετίμησε την απάτην του μηχανησαμένου απολέσαι αυτόν (διαβόλου)», ευθύς μετά την παράβαση «το σώμα αυτού γέγονεν ου μόνον θνητόν, αλλά και παθητόν». Πολλά γαρ ελαττώματα εβλάστησε και βαρύς και δυσήνιος ο ίππος κατέστη». Και «το εις αθανασίαν κτισθέν κατεφθάρη» ταις νόσοις και τω θανάτω· «το εν τη τρυφή του παραδείσου διάγον εις το νοσώδες και επίπονον» της αγόνου και πλήρους τριβόλων και ακανθών γης «μετωκίσθη χωρίον και το τη απαθεία σύντροφον τον εμπαθή και επίκηρον αντηλλάξατο βίον». Και ο τέως «λογικός την φύσιν και ελεύθερος τον λογισμόν και πείραν κακού ουκ ειδώς, μόνον δε το καλόν γινώσκων» άνθρωπος, ήδη «υποπέπτωκε τοις αμαρτητικοίς λογισμοίς», εγκαθιδρυθείσης μονίμως εν τη καρδία αυτού της εξελκούσης και δελεαζούσης αυτόν εις διάπραξιν του κακού επιθυμίας και «του διαβόλου επισπείραντος τη λογική φύσει του ανθρώπου τους αιχμαλωτίζοντας εις την αμαρτίαν λογισμούς». Ούτως «η άλογος επιθυμία υψώθη εις δύναμιν «άρχουσαν του λογικού νου» του Αδάμ και «ο γυμνωθείς της χάριτος και την προς τον Θεόν παρρησίαν απεκδυσάμενος» παραβάτης, όπως λέγει ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, καίπερ «τεταγμένος βασιλεύειν κατεδουλώθη και ο δεσπότης τε και αυτεξούσιος» πλασθείς ήδη υπό πολλών και ποικίλων «κακών κυριεύεται», κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Και ενώ τέως είχε «υποχείρια αυτώ τα ζώα», ήδη, επειδή «η αμαρτία η περί τον άνθρωπον κεκάκωσεν αυτά», εκφοβίζουσιν αυτόν τα θηρία. Και ταχθείς «εν ιδρώτι εργάζεσθαι την γην», σκεπάσθηκε «τη του μοχθηρού βίου τραχύτητι και περιεβλήθη την θνητότητα και παχύτητα της σαρκός, θανάτω κατάκριτος και φθορά υποχείριος γενόμενος». Και δεν καταλήφθηκε μεν από τον θάνατο ευθύς αμέσως μετά την έξωση από τον Παράδεισο, «πολλάς δε ετών εκατοντάδας επεβίου, αλλ’ ο Θεός ουκ εψεύσατο ειπών· Εν η αν ημέρα φάγητε θανάτω αποθανείσθε». Διότι ο πνευματικός θάνατος, δηλ. ο χωρισμός από τον Θεό επήλθε ευθύς, ούτω δε «διά του αλλοτριωθήναι τον Αδάμ της όντως ζωής αυθημερόν εκυρώθη κατ’ αυτού η του θανάτου απόφασις. Μετά ταύτα δε χρόνοις ύστερον και ο σωματικός τω Αδάμ επηκολούθησε θάνατος» ως λεπτομέρειά τις εν ταις συνεπείαις της πτώσεως».
(3) Αίσθηση της φυσικής πλέον διαφθοράς του ανθρώπου και του φρικτού πολέμου που διεξάγεται μέσα στον παλαιό της αμαρτίας άνθρωπο, όπως τον ονομάζει ο απόστολος Παύλος, είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες και έλεγαν:
«Και μανθάνω μεν οία δραν μέλλω κακά.
θυμός δε κρείσσων των εμών βουλευμάτων».
θυμός δε κρείσσων των εμών βουλευμάτων».
Βλέπω και καταλαβαίνω τι κακά πρόκειται να κάνω και θέλω να τα αποφύγω, αλλά το πάθος του κακού μέσα μου είναι πιο ισχυρό από τη θέλησή μου και έτσι χάνω τις καλές μου σκέψεις και αποφάσεις, διότι αιχμαλωτίζομαι από το πάθος.
Ο Γάλλος ποιητής Ρακίνας έχει διαμορφώσει τους παραπάνω λόγους του Αποστόλου στους εξής ποιητικούς του στίχους:
«Τι πόλεμος φρικτός, Θεέ, στην ύπαρξή μου!
Δύο βρίσκω μέσα μου ανθρώπους εναντίους·
Ο ένας με ζήλο ένθεο φλογίζει την ψυχή μου.
Ανθίσταται ο άλλος στις αγίες Σου βουλές,
με κάνει να καταπατώ τις θείες εντολές».
Δύο βρίσκω μέσα μου ανθρώπους εναντίους·
Ο ένας με ζήλο ένθεο φλογίζει την ψυχή μου.
Ανθίσταται ο άλλος στις αγίες Σου βουλές,
με κάνει να καταπατώ τις θείες εντολές».
(4) Με θρήνους διεκτραγωδεί η Εκκλησία στους ύμνους της την καταδίκη αυτή και τιμωρία του Αδάμ για την ενοχή του και λέει· Αδάμ του Παραδείσου διώκεται, τρυφής μεταλαβών ως παρήκοος». — Αδάμ εξωστράκισται παρακοή παραδείσου, και τρυφής εκβέβληται, γυναικός τοις ρήμασιν απατώμενος, και γυμνός κάθηται, του χωρίου οίμοι εναντίον οδυρόμενος». — Και · «Εκάθισεν Αδάμ, απέναντι του Παραδείσου, και την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδύτερο. Οίμοι, τον απάτη πονηρά πεισθέντα και κλαπέντα και δόξης μακρυνθέντα! Οίμοι, τον απλότητι γυμνόν, νυν δε ηπορημένον. Αλλ’ ω Παράδεισε, ουκέτι σου της τρυφής απολαύσω, ουκέτι όψομαι τον Κύριον και Θεόν μου και Πλάστην· εις γην γαρ απελεύσομαι, εξ ης και προσελήφθην».