Αυτά είναι η χαρά σου;
Ήταν πλούσιος μεγαλοκτηματίας. Ήρθε και η ευλογία του Θεού μεγάλη. Βροχή και ήλιος στον καιρό τους έφεραν μια ευφορία καταπληκτική. Λύγιζαν τα σπαρτά από το πλούσιο στάχυ. Έγερναν και τα αμπέλια και τα ελαιόδεντρα από το βάρος του καρπού…
Όμως ο πλούσιος σε κάθε αντίκρισμά τους συνοφρυωνόταν, σαν να τον είχε βρει κάποια αναπάντεχη συμφορά.
Γιατί;
Έβλεπε ότι οι αποθήκες του ήταν αδύνατο να χωρέσουν «τά γενήματά του καί τά ἀγαθά του». Την τόσο πλούσια σοδειά, που του είχε φέρει η ευλογία του Θεού.
Μπήκε λοιπόν σε μεγάλη έννοια. Άρχισε να τον απασχολεί μέσα του η σκέψη «τί ποιήσω;» — Τι να κάνω, ώστε να μην πάει τίποτε χαμένο;
Η σκέψη αυτή του έγινε αδιάκοπη μέριμνα. Του έγινε αγωνία μέρα και νύχτα. Δεν
έβρισκε ησυχία. Του τριβέλιζε συνέχεια το μυαλό του. Τα θεωρούσε όλα καταδικά του. Δεν άφηνε κανένας να του πάρει ούτε σπυρί. Ήθελε να τα χαρεί όλα μοναχός του. Να τα έχει ατελείωτα, άσωστα και να περνά τη ζωή του με ανάπαυση, με γλέντια και χαρές.
Πώς θα ασφαλίσω «τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου»! έλεγε συνεχώς.
Επιτέλους, ύστερα από πολλούς συλλογισμούς και υπολογισμούς βρήκε τη λύση και την είπε φωναχτά:
– Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου. Θα χτίσω άλλες μεγαλύτερες και ευρύχωρες. Θα μαζέψω εκεί«πάντα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου». Και τότε πια θα πω στην ψυχή μου:
– Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα, που σου φτάνουν για χρόνια πολλά. Κάθισε λοιπόν και μη σκοτίζεσαι για τίποτε άλλο. Απόλαυσε τη ζωή σου! Αναπαυτική! Ευχάριστη!… «Φάγε, πίε, εὐφραίνου».
Το σχέδιο πραγματοποιήθηκε εγκαίρως. Άλλωστε πλούσιος ήταν. Τα μέσα τα είχε άφθονα. Τα γενήματα με την άγρυπνη παρακολούθησή του και τις αδιάκοπες προσταγές συνάχθηκαν στις καινούργιες αποθήκες…
Όμως ο πλούσιος δεν πρόλαβε να επαναλάβει και στον εαυτό του τις εντολές, που τόσο είχε επιθυμήσει να φτάσει η ώρα, για να τις προσφέρει. Δεν πρόφτασε να πει:
– Ψυχή μου, μην ανησυχείς πια για τίποτε. «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Τα πλούτη σου είναι ατελείωτα. Έχεις αγαθά «κείμενα εἰς ἔτη πολλά».
Όχι. Τον πρόλαβε μια άλλη φωνή φοβερή που ακούστηκε:
- «Ἄφρον»!
Ποιος τον φώναζε άμυαλο; ανόητο; Ρίγησε στο άκουσμα της φωνής του Θεού ο πλούσιος. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε…
Τα πονηρά πνεύματα, που σ’ αυτά πειθαρχούσε και με τις δικές τους εμπνεύσεις σύναζε τα αγαθά που του χάριζε ο Θεός — όχι για να κάνει καλοσύνες, αλλά για να τα σκορπίζει σε φαγοπότια και άνομες χαρές — ήρθε η ώρα να πάρουν τη ψυχή του.
Ο άφρων πλούσιος έμεινε νεκρός εκεί που καθόταν…
Ο Κύριος, καθώς είδε τα πλήθη επηρεασμένα από του «άφρονος» τον ξαφνικό θάνατο, που τόσο ζωηρά τους διηγήθηκε με την πιο πάνω παραβολή, πρόσθεσε:
– Όμοιο τέλος θα έχει και καθένας που θησαυρίζει αγαθά εδώ στη γη, για να τα απολαμβάνει εγωιστικά αυτός μοναχός του, όπως του αρέσει, και δε φροντίζει να μαζεύει στον Ουρανό με τα έργα της αγάπης θησαυρούς πνευματικούς, οι οποίοι αρέσουν στο Θεό.
* * *
«Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
Μ’ αυτές τις τέσσερις προστακτικές προσπαθούν και σήμερα πολλοί άνθρωποι να ικανοποιήσουν την ψυχή τους.
Είναι η υλιστική νοοτροπία της εποχής μας.
Αλλά χορταίνει η ψυχή με πράγματα υλικά;
Όσο πιο πολλά απ’ αυτά της προσφέρεις, τόσο πιο αδειανή και πεινασμένη αισθάνεται.
Έτσι αδειανή και ανικανοποίητη την αισθανόταν και ο… φτωχός αυτός άνθρωπος — ο πλούσιος της παραβολής — ο πραγματικά άμυαλος.
Την ψυχή την ικανοποιεί και την ευφραίνει η πίστη και η αφοσίωση στο Θεό. Τη γεμίζει από χαρά η αγάπη προς τον πλησίον, η αγάπη στην πατρίδα, στην οικογένεια.
Τέτοια μεγάλα κα υψηλά ιδανικά ενέπνεαν και τους μεγάλους εθνικούς μας ευεργέτες. Εργάσθηκαν όλοι αυτοί. Κόπιασαν. Μόχθησαν πραγματικά. Όχι όμως για τον εαυτό τους. Αλλά για τους σκλάβους αδελφούς. Για τους φτωχούς συμπατριώτες. Για να μορφωθεί η νέα γενιά. Για να ανακουφισθεί ο πόνος. Έχτισαν σχολεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, βιβλιοθήκες… Έφτιαξαν γέφυρες, λιμάνια, δρόμους, υδραγωγεία… Πρόσφεραν στην πατρίδα στόλους από πλοία, αεροπλάνα… για να υπερασπίζεται τα παιδιά της από την επιβουλή του οποιουδήποτε εχθρού…
Είναι γεγονός πως η νοοτροπία της εποχής μας είναι υλιστική. Όμως τι μ’ αυτό; Όπως ποτέ δεν έλειψαν οι άνθρωποι που τους ενέπνεε η πίστη στο Θεό και η αγάπη, έτσι και τώρα.
Είναι και σήμερα ελπιδοφόρο ότι οι νέοι εμπνέονται από τα υψηλά και τα ωραία ιδανικά. Και περμένουν όλοι ένα καλύτερο αύριο, που δε θα έχει δόγμα το “αναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραἰνου”, αλλά το “εἰς Θεόν πλουτεῖν”. Το να αποταμιεύει ο καθένας στον Ουρανό θησαυρούς πνευματικούς — τα έργα της αγάπης και της καλοσύνης.
Ας καλλιεργήσουμε μέσα μας αυτή την τόσο ευεργετική επιθυμία. Και ο Θεός θα μας δώσει τέτοιες ευκαιρίες.
Θα μας ευλογήσει πλούσια, για να την πραγματοποιήσουμε ανάλογα με τα χαρίσματά μας.