Κάθε ξαφνικό και αναπάντεχο γεγονός προξενεί πάντα ποικίλα και αναπάντητα ερωτήματα. Είναι δύσκολο τέτοιες στιγμές να αρθρώσεις πειστικό λόγο γιατί πολύ απλά είναι τέτοια η συναισθηματική φόρτιση των συγγενών και ιδιαίτερα των γονιών αν έχουν χάσει το μονάκριβο βλαστάρι τους, που αναλογίζεσαι πόσο εύκολα μπορεί αντί καλό να κάνεις κακό σε ψυχές που πονάνε και που πρέπει να συμβιβασθούν με νέες πραγματικότητες, κάνοντας νέες αφετηρίες.
Η αφορμή για να γράψω αυτό το άρθρο στάθηκε ο θάνατος ή καλύτερα, η κοίμηση ενός μικρού παιδιού, της Παρασκευούλας Χατζηγιάννη, που δεν πρόλαβε να κλείσει τα δύο χρόνια ζωής και αναχώρησε από αυτόν εδώ τον μάταιο κόσμο την προηγούμενη Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου, ημέρα που η Εκκλησία μας εόρταζε την μνήμη του Αγίου Κυριακού του Αναχωρητού.
Αλήθεια τί μπορείς να πεις σε μία μάνα και σε ένα πατέρα που το γεγονός του θανάτου της μονάκριβης κόρης τους, αυτοστιγμεί συθέμελα όχι μόνο κλονίζει αλλά και γκρεμίζει όνειρα και σκέψεις που σαν νέοι είχαν κάθε δικαίωμα να κάνουν για το ευοίωνο μέλλον του παιδιού τους; Πώς μπορείς να συμβιβάσεις την αγάπη του Θεού με την αδικία που φαίνεται ότι έχει γίνει; Μπορείς εύκολα να ξεφύγεις και να μην απολογηθείς γι΄αυτήν; Γιατί ο Θεός να μην κάνει το θαύμα να ζήσει το παιδί; Γιατί να μην μπορεί αυτή η οικογένεια να χαρεί την ευτυχία της και να αναγκάζεται να συμμορφωθεί με αυτό το λυπηρό γεγονός; Εύκολα, ανεπιτήδευτα, απλά αλλά και λογικά εγείρονται αυτά τα διάφορα «γιατί» τα οποία δεν έχουν τελειωμό, όσο προσπαθείς να δίνεις αβασάνιστες απαντήσεις. Φαντάζει πολύ εύκολο να πεις μία κουβέντα και να καθαρίσεις το όλο θέμα. Έτσι ήθελε ο Θεός! Το ερώτημα όμως είναι το εξής. Λύνεις έτσι το πρόβλημα, ή μήπως το επιτείνεις και το μεταθέτεις, δημιουργώντας μία προσωρινή ψευδαίσθηση;
Για να βάλω κάποιες σκόρπιες σκέψεις μου σε τάξη όσο δύσκολο επαναλαμβάνω και αν φαίνεται το εγχείρημα, πρέπει πρώτα να απαντήσω μέσα από την ιερατική μου εμπειρία στο εξής δίλλημα: Ο Θεός είναι απών στη ζωή μας και έρχεται; ή είναι παρών και κρύβεται; Μήπως χρειάζεται ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με τον βαθμό της πίστης του και της καλλιέργειας του, να ψάξει να Τον αποκαλύψει για να βγει από το κρύψιμο Του και να αρχίσει να φανερώνεται;
Είναι αναντίρρητη αλήθεια ότι πραγματικά μέσα από τον πόνο, την δοκιμασία, την θλίψη ακόμη και τον θάνατο, ο Θεός φανερώνεται με ένα μυστικό τρόπο που συγχρόνως μετουσιώνεται σε μυστήριο. Το τελευταίο με βοηθά για να αρχίσω δειλά- δειλά να δίνω απαντήσεις στα διάφορα «γιατί» του πόνου, με ένα νέο φιλτράρισμα που κάνω στο μυαλό μου, ότι τώρα ξανοίγεται μπροστά μου όχι ο θάνατος, αλλά η ζωή. Ο Θεός μου παραχωρεί μία μεγάλη δοκιμασία για να μου δώσει μία μεγάλη ευκαιρία που ίσως είναι μοναδική και αποτελεί για μένα μονόδρομο για να την αξιοποιήσω κατάλληλα, πρώτα για την δική μου ωφέλεια. Το μικρό παιδάκι που έφυγε από αυτόν εδώ τον μάταιο κόσμο, έλυσε το πρόβλημα του πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει τί σημαίνει πρόβλημα σε όλη του την διάσταση. Άρα εγώ πρέπει να υποστώ την εσωτερική και προσωπική διεργασία για να μπω στην νέα πραγματικότητα που μου υπαγορεύει καινά, δηλαδή καινούργια πράγματα! Που μου ψιθυρίζει γλυκά στο αυτί, ό,τι το παιδί μου δεν πέθανε, αλλά ζει! Ζει στον χώρο της σκέψης και της ενθύμησης μου. Ζει στον παιδότοπο του ουρανού. Πολύ απλά δεν υπάρχει πιθανότητα αλλά βεβαιότητα, ό,τι είναι στον Παράδεισο. Δεν πρόλαβε η κακία του κόσμου να το προσβάλλει.
Αλήθεια τί μπορείς να πεις σε μία μάνα και σε ένα πατέρα που το γεγονός του θανάτου της μονάκριβης κόρης τους, αυτοστιγμεί συθέμελα όχι μόνο κλονίζει αλλά και γκρεμίζει όνειρα και σκέψεις που σαν νέοι είχαν κάθε δικαίωμα να κάνουν για το ευοίωνο μέλλον του παιδιού τους; Πώς μπορείς να συμβιβάσεις την αγάπη του Θεού με την αδικία που φαίνεται ότι έχει γίνει; Μπορείς εύκολα να ξεφύγεις και να μην απολογηθείς γι΄αυτήν; Γιατί ο Θεός να μην κάνει το θαύμα να ζήσει το παιδί; Γιατί να μην μπορεί αυτή η οικογένεια να χαρεί την ευτυχία της και να αναγκάζεται να συμμορφωθεί με αυτό το λυπηρό γεγονός; Εύκολα, ανεπιτήδευτα, απλά αλλά και λογικά εγείρονται αυτά τα διάφορα «γιατί» τα οποία δεν έχουν τελειωμό, όσο προσπαθείς να δίνεις αβασάνιστες απαντήσεις. Φαντάζει πολύ εύκολο να πεις μία κουβέντα και να καθαρίσεις το όλο θέμα. Έτσι ήθελε ο Θεός! Το ερώτημα όμως είναι το εξής. Λύνεις έτσι το πρόβλημα, ή μήπως το επιτείνεις και το μεταθέτεις, δημιουργώντας μία προσωρινή ψευδαίσθηση;
Για να βάλω κάποιες σκόρπιες σκέψεις μου σε τάξη όσο δύσκολο επαναλαμβάνω και αν φαίνεται το εγχείρημα, πρέπει πρώτα να απαντήσω μέσα από την ιερατική μου εμπειρία στο εξής δίλλημα: Ο Θεός είναι απών στη ζωή μας και έρχεται; ή είναι παρών και κρύβεται; Μήπως χρειάζεται ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με τον βαθμό της πίστης του και της καλλιέργειας του, να ψάξει να Τον αποκαλύψει για να βγει από το κρύψιμο Του και να αρχίσει να φανερώνεται;
Είναι αναντίρρητη αλήθεια ότι πραγματικά μέσα από τον πόνο, την δοκιμασία, την θλίψη ακόμη και τον θάνατο, ο Θεός φανερώνεται με ένα μυστικό τρόπο που συγχρόνως μετουσιώνεται σε μυστήριο. Το τελευταίο με βοηθά για να αρχίσω δειλά- δειλά να δίνω απαντήσεις στα διάφορα «γιατί» του πόνου, με ένα νέο φιλτράρισμα που κάνω στο μυαλό μου, ότι τώρα ξανοίγεται μπροστά μου όχι ο θάνατος, αλλά η ζωή. Ο Θεός μου παραχωρεί μία μεγάλη δοκιμασία για να μου δώσει μία μεγάλη ευκαιρία που ίσως είναι μοναδική και αποτελεί για μένα μονόδρομο για να την αξιοποιήσω κατάλληλα, πρώτα για την δική μου ωφέλεια. Το μικρό παιδάκι που έφυγε από αυτόν εδώ τον μάταιο κόσμο, έλυσε το πρόβλημα του πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει τί σημαίνει πρόβλημα σε όλη του την διάσταση. Άρα εγώ πρέπει να υποστώ την εσωτερική και προσωπική διεργασία για να μπω στην νέα πραγματικότητα που μου υπαγορεύει καινά, δηλαδή καινούργια πράγματα! Που μου ψιθυρίζει γλυκά στο αυτί, ό,τι το παιδί μου δεν πέθανε, αλλά ζει! Ζει στον χώρο της σκέψης και της ενθύμησης μου. Ζει στον παιδότοπο του ουρανού. Πολύ απλά δεν υπάρχει πιθανότητα αλλά βεβαιότητα, ό,τι είναι στον Παράδεισο. Δεν πρόλαβε η κακία του κόσμου να το προσβάλλει.
ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ 06-10-2014 |
Είναι ξεχωριστή η ακολουθία που διαβάζουμε στα νήπια. Τί υπέροχα νοήματα κρύβουν τα αθάνατα λόγια της Εκκλησίας μας! Εκεί που πας να μελαγχολήσεις και να τα δεις όλα μαύρα και απαισιόδοξα ακούς την φωνή του Θεού να λέει: « Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με, και μή κωλύετε αυτά• των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού». Αφήστε τα παιδιά και μην τα εμποδίζετε να τρέξουν στην αγκαλιά του ουρανίου Πατέρα μας, του Χριστού. Σ΄αυτά ανήκει η βασιλεία του Θεού.Μετά από αυτές τις λίγες σκέψεις, καταλήγω σε κάποιους άλλους προβληματισμούς αναλογιζόμενος πιο ώριμα και πιο ευσυνείδητα κάποια άλλα ερωτήματα τα οποία δεν θα τα λύσω από τη μια στιγμή στην άλλη- άλλωστε δεν είναι εύκολη η απάντηση τους, ίσως χρειαστεί να τα φέρνω στο προσκήνιο σε όλη μου την ζωή -αλλά θα τα έχω στην άκρη του μυαλού μου ως άλλη μία ευκαιρία θετικής αξιοποίησης τους! Μήπως ο Θεός με διάλεξε γιατί με αγαπά τόσο πολύ για να μου κάνει αυτό το δώρο; Μήπως το παιδί μου κέρδισε το πρώτο λαχείο και αναχώρησε με το ουράνιο ασανσέρ χωρίς να λυπηθεί ή να πονέσει; Μήπως τελικά πρέπει να αντιστρέψω το εναγώνιο ερώτημα μου «γιατί σε μένα Θεέ μου» με το «γιατί όχι σε μένα Θεέ μου»;