Κάποτε ένας μοναχός είπε στον αββά Ζήνωνα:
-Γέροντα, σ’ αγαπώ πολύ!
-Το πιστεύω, απάντησε ο αββάς.
-Το πιστεύω, απάντησε ο αββάς.
-Αν όμως κάνω κάτι που δεν σου αρέσει θα συνεχίσεις να μ’ αγαπάς;
Μετά από λίγο καιρό ο μοναχός αυτός άρχισε να συκοφαντεί το γέροντα. Ο αββάς Ζήνωνας που το μάθαινε σκεφτόταν: “ο αδελφός είναι σταλμένος από το Θεό για να θεραπεύσει τη κενόδοξη ψυχή μου. Τον έστειλε για να θεραπεύσει τη κενόδοξη ψυχή μου. Είναι ευεργέτης μου.” Και σε όσους του μετέφεραν τις
συκοφαντίες του τους έλεγε:-Τα λέει αυτά, γνωρίζοντας μόνο τις φανερές μου αμαρτίες. Και αυτές όχι όλες. Πού να γνώριζε και τις κρυφές που είναι αναρίθμητες.Μετά από λίγο καιρό ο μοναχός αυτός άρχισε να συκοφαντεί το γέροντα. Ο αββάς Ζήνωνας που το μάθαινε σκεφτόταν: “ο αδελφός είναι σταλμένος από το Θεό για να θεραπεύσει τη κενόδοξη ψυχή μου. Τον έστειλε για να θεραπεύσει τη κενόδοξη ψυχή μου. Είναι ευεργέτης μου.” Και σε όσους του μετέφεραν τις
Κάποια στιγμή ο μοναχός μετανόησε και έπεσε στα πόδια του γέροντα παρακαλώντας τον να τον συγχωρήσει. Και ο αββάς Ζήνωνας του απαντησε:
-Τα γνωρίζω όλα, αλλά ποτέ δεν έπαυσα να σε αγαπώ. Και για να πειστείς γι’ αυτό άκουσε τι μου συνέβει: Κάποτε πόνεσε πολύ το μάτι μου. Τότε σε θυμήθηκα και σταυρώνοντάς το είπα: “Κύριο Ιησού Χριστέ, με τις ευχές του αδερφού θεράπευσέ με” και αμέσως γιατρεύτηκα. Μην αμφιβάλεις λοιπόν για την αγάπη μου.