Γράφει ο π.Νεκτάριος Πόκιας
Πόσες φορές μιλάμε όλοι για την αγάπη! Την θεωρούμε ως έννοια καθημερινή και εύκολα εφαρμόσιμη, όμως τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι. Η δυσκολία όλων μας έγκειται στην εφαρμογή της. Ορισμένες φορές η καρδιά μας άλλα σκέφτεται, ενώ το στόμα μας άλλα λέει. Μέσα από την παρακάτω διδακτική ιστορία θα φανερωθεί και πάλι η υπεροχή της αγάπης η οποία αντέχει στο χρόνο όσες δύσκολες στιγμές κι αν περάσουν, επαληθεύοντας αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος στον περίφημο ύμνο της αγάπης που είναι τεθησαυρισμένος στην Α΄προς Κορινθίους επιστολή, στο 13ο κεφάλαιο και στους στίχους 6 και 7: «Η αγάπη πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει».
Κάποτε λοιπόν σε ένα νησί ζούσαν άνθρωποι που τα ονόματα τους είχαν τις λέξεις των συναισθημάτων.
Κάποτε λοιπόν σε ένα νησί ζούσαν άνθρωποι που τα ονόματα τους είχαν τις λέξεις των συναισθημάτων.
Έτσι στο νησί είχαν μαζευτεί η ευτυχία, η γνώση, η λύπη, ο πλούτος, η ευγνωμοσύνη, η αγάπη και άλλες πολλές. Μία μέρα μαθεύτηκε η είδηση ότι το νησί θα βούλιαζε. Επισκεύασαν τις βάρκες λοιπόν και άρχισαν να φεύγουν. Η μόνη που έμεινε πίσω ήταν η
αγάπη. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή και να δοκιμάσει τις δυνάμεις της. Όταν όμως το νησί άρχισε να βυθίζεται, ζήτησε βοήθεια. Βλέποντας τον πλούτο να περνάει από δίπλα της με μία λαμπερή θαλαμηγό τον ρωτάει. Πλούτε μπορείς να με πάρεις μαζί σου; Όχι δεν μπορώ, της απαντάει. Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν έχω χώρο να σε βάλω. Η αγάπη λυπήθηκε προς στιγμήν αλλά δεν έχασε το θάρρος της. Θέλησε να ζητήσει βοήθεια από αλλού. Από δίπλα της πέρασε η αλαζονεία. Ήταν και αυτή μέσα σε ένα πανέμορφο σκάφος. Την παρακάλεσε να βοηθήσει να μπει μέσα για να σωθεί, αλλά και πάλι η απάντηση ήταν αρνητική. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω της είπε η αλαζονεία. Είσαι βρεγμένη και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου. Και πάλι λυπήθηκε η αγάπη αλλά ούτε τώρα έχασε το θάρρος της. Θέλοντας να κάνει και τρίτη προσπάθεια, απευθύνθηκε στη λύπη. Σε παρακαλώ της είπε, άφησε με να έλθω μαζί σου. Η λύπη όμως που ήθελε την μοναξιά της, είπε με παράπονο: Ω αγάπη είμαι τόσο λυπημένη! Θέλω να μείνω μόνη μου! Σε λίγο πέρασε από δίπλα της και η ευτυχία αλλά ούτε καν έδωσε σημασία στην παράκληση της αγάπης. Ήταν τόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη, που ούτε καν γύρισε να δει τί συμβαίνει γύρω της. Εκεί που ήταν στην αναμονή και περίμενε τί θα γίνει , τελικά άκουσε μία δυνατή φωνή από ένα ηλικιωμένο άνθρωπο να της λέει: Αγάπη έλα σε εμένα. Εγώ θα σε πάρω μαζί μου! Ήταν τόση η συγκίνηση της που από την χαρά της ξέχασε να ρωτήσει το όνομα αυτού του ανθρώπου που ήθελε να την σώσει. Όταν έφτασαν στη στεριά, ο μεγάλος αυτός κύριος ευχαριστημένος γιατί εκπλήρωσε τον σκοπό του, έφυγε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η αγάπη νιώθοντας την ευγνωμοσύνη γι΄αυτό που της έκανε ο κύριος αυτός όταν όλοι είχαν αρνηθεί να την βοηθήσουν, ρώτησε την γνώση να της πει, ποιό ήταν το όνομα του. Ο χρόνος! της είπε η γνώση. Και γιατί με βοήθησε ο χρόνος! ρώτησε με έκπληξη η αγάπη; Η απάντηση ήταν και η επισφράγιση όλης της ταλαιπωρίας αλλά και της ευγνωμοσύνης που αισθάνθηκε γιατί σώθηκε: Γιατί μόνο ο χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η αγάπη!Ας το κρατήσουμε αυτό. Τελικά μόνο ο χρόνος μπορεί να μας δώσει να καταλάβουμε ότι και αν όλα τα χάσουμε, η αγάπη θα μας συνοδεύει πάντα. Ας μην είναι λοιπόν η αγάπη μας κάλπικη και επιδερμική, αλλά γνήσια και χριστοκεντρική. Ας εμπιστευτούμε τον Θεό που μας αγαπάει όλους ειλικρινά και ας αγαπήσουμε χωρίς κρατούμενα, χωρίς όρους και χωρίς όρια τον καθένα, γιατί τελικά στη ζωή μας το άλφα και το ωμέγα πρέπει να είναι το ρήμα αγαπώ!
AΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ 15-09-2014