Μεγάλη Δευτέρα. Πρώτη ημέρα της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος του Θείου Δράματος που τα κατανυκτικά του επεισόδια, αρχίζοντας με την είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, την πόλη των προφητών, ξετυλίγονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικού δέους και κοσμογονικού μυστηρίου προς τη θαυματουργή κάθαρση της Αναστάσεως.
Με θρίαμβο αρχίζει και με θρίαμβο τελειώνει η Εβδομάς των Παθών. Ο πρώτος θρίαμβος προμυνητικός του δευτέρου, είναι η βασιλική είσοδος του Θεανθρώπου στα Ιεροσόλυμα. Ο Κύριος, υπακούοντας με αγαλλίαση στο Θείο κέλευσμα του Υψίστου που τον φανέρωσε ανάμεσα στους ανθρώπους για να καθαρίσει την ψυχή τους από το ρύπο της αμαρτίας και να φωτίσει τη σκοτεινή και σκληρή ζωή τους με το γλυκύτατο φως της αγάπης και της αδελφωσύνης, έχει γίνει πλέον η παρηγοριά και η μόνη ελπίδα μυριάδων δυστυχισμένων. Η αίγλη της φωτεινής και σχεδόν άϋλης φυσιογνωμίας του, το ανέσπερο φως των πράων ματιών του, ο γλυκύτατος λόγος του και τ’ αμέτρητα θαύματά του, ακατάπαυστα πληθαίνουν τη στρατιά όλων εκείνων που διψούσαν για δικαιοσύνη κι’ αγάπη. Απ’ όπου κι’ αν περνάει, όπου κι’ αν πηγαίνει, η παρουσία του γλυκαίνει τα πάντα, γαληνεύει τις τρικυμίες των ψυχών, δαμάζει τη φύση,
ξυπνάει παντού το πνεύμα και τη ζεστασιά της καλωσύνης. Περνάει ο Θεάνθρωπος, κι όλα γύρω του, ακόμα και τ΄άψυχα, αποκτούν μίλημα κι’ ανταποκρίνονται ευδαιμωνικά στο μυστικό κάλεσμά του. Το όρος των Ελαιών που συνειθίζει να καταφεύγει σ’ αυτό ο Κύριος με τους μαθητάς του, είναι ένα κομμάτι παραδεισιακής φύσεως που εμψυχώθηκε όλη από το χριστιανικό πνεύμα. ‘Όλα εκεί, φυτά, πουλιά, δέντρα, γλυκοσαλεύουν γύρω του και του ψιθυρίζουν με τη μαγική γλώσσα της φύσεως, λατρευτικούς ύμνους ευχαριστίας:
Ξένε, ποιος είσαι, που χωρίς καμώματα και μάγια
μαγεύεις; Κοίτα! όπου πατάς άχραντα βγαίνουν βάγια!
Σε βλέπει, και τη δόξα σου, Μεσσία, ποιος δεν κηρήττει;
Γιατί σκορπάς τη μυστικήν αυγή του αποσπερίτη;
Γιατί καθείς που σ’ απαντάει, ξεχνάει τη Γη, και θέλει
να σέρνεται απ’ τα χείλη σου που στάζουν θείο μέλι:
Δε φοβερίζει ο Λόγος σου, μήτε η ματιά σου καίει·
πώς τρέμουν έτσι αγνάντια σου κι’ οι άγριοι Σαδουκαίοι;
Αλήθεια, μ’ ένα λόγο σου πώς το κακό γιατρεύεις
κι’ ακόμα κι’ απ’ το θάνατο πώς και νεκρούς γυρεύεις;
Οι λίμνες της Γενησαρέτ και της Τιβεριάδας,
Τα ρόδα του Γεθσημανή, τα κρίνα της κοιλάδας
Σε ξέρουν· είσαι των παιδιών χαμόγελο και ακτίνα
των γυναικών· τα χέρια σου, δυο θαύματα κι’ εκείνα,
όταν τ’ ανοίγεις απλωτά, θαρρεί κανείς την πλάση
ολόκληρην η αγκάλη σου πως θέλει ν’ αγκαλιάσει.
κι’ εμπρός σου χαμηλώνεται και φτωχική απομένει
του Σολομώντα η εκκλησιά η φεγγοβολισμένη!
(ΠΑΛΑΜΑΣ)
Μα τώρα, έχει αποφασίσει ο Κύριος να πορευτεί με τους μαθητάς του προς τα Ιεροσόλυμα. Πηγαίνει συνειδητά προς το προγεγραμμένο μαρτύριο, γιατί ξέρει πως το άχραντο αίμα του θα προσδώσει αιώνια δύναμη στο Θείο του Λόγο και στο πρωτάκουστο κήρυγμά του για Αγάπη κι’ Αδελφοσύνη, για Ανεξικακία και λήθη του κακού, για Αρετή και Λιτότητα, για Πίστη και για Αιώνια Ζωή. Ξέρει πως η Πίστη έχει δίδυμη αδελφή την Αυτοθυσία, κι’ έτσι πορεύεται με θεϊκή επίγνωση προς εκείνους που στα Ιεροσόλυμα προετοιμάζουν το μαρτυρικό του θάνατο, γιατί μέσα στο σκοτάδι της κακίας τους δε βλέπουν πως από τον Τάφο του Κυρίου θα ξεπηδήσει η Αθανασία του Θείου Λόγου, για ν’ αστραποβολάει παντοτεινά μ’ όλα τ’ άχραντα σύμβολα του Μαρτυρίου του. Ο Θεάνθρωπος, έχει περιτρέξει όλες τις χώρες της Ιουδαίας, και πορεύεται τώρα προς τα Ιεροσόλυμα, για να δώσει εκεί την τελική μάχη με τον κόσμο της ανομίας και της αμαρτίας, με τους μαύρους ανθρώπους που τους έχει τυλίξει γερά στα πλοκάμια του το κακό. Η φήμη των θαυμάτων του και η μυστηριακή δύναμη των λόγων του, έχει φλογίσει τις ψυχές του πληθυσμού των Ιεροσολύμων που τον καρτεράει χυμένο στους δρόμους και του ετοιμάζει μεγαλόπρεπη υποδοχή. Κι’ εκείνος, αφήνοντας το μοσκοβολημένο Όρος των Ελαιών και «καθεσθείς επί πώλου όνου» κατεβαλίνει προς τη μεγάλη πολιτεία με τους λαμπρούς ναούς, τους πλούσιους εμπόρους, τους Αρχιερείς, τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, και το μέγα πλήθος των δυστυχισμένων που περιμένει τον Σωτήρα. Ιησούν τον προφήτην από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Το φανέρωμα του Θεανθρώπου, προξενεί απερίγραπτο ενθουσιασμό στα πλήθη εκείνα. Μονομιάς, τα δέντρα της Ιερουσαλήμ χάνουν όλα τα κλαριά τους και τα δροσερά ανοιξιάτικα φύλλα τους που μ’ αυτά το πλήθος στρώνει τους δρόμους για να στολίσει το πέρασμα του Κυρίου. Άλλοι βγάζουν πυρετικά τα ενδύματά τους και τα στρώνουν μπροστά Του, άλλοι σειούναι στα υψωμένα χέρια τους κλαδιά από βάγια, κι’ όλοι μαζί φωνάζουν λέγοντας: «Ωσσανά τω υιώ του Δαυΐδ· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Μα εκείνος δεν ήρθε για να χαρεί τις εφήμερες χαρές των δημοκόπων Ρωμαίων Ηγεμόνων της εποχής του. Ήρθε να συμπληρώσει το ασύγκριτο έργο του. Κατευθύνεται προς το Ναό, διώχνει τους εμπόρους και τους χρηματιστάς που τον είχαν μεταβάλει σε οίκο εμπορίου, κι’ ενώ συνεχίζει την σειρά των θαυμάτων του γιατρεύοντας του τυφλούς, τους παράλυτους, τους χωλούς και τους δαιμονισμένους, διδάσκει ακατάπαυτα τα πλήθη που τον περιστοιχίζουν. Οι κρουνοί του Λόγου του, φωτίζουν τις σκοτισμένες διάνοιες, γαληνεύουν τις τρικυμισμένες ψυχές των αμαρτωλών, αναστηλώνουν την αξία της αρετής, αποστομώνουν τους δοκησίσοφους που θέλουν να διαμφισβητήσουν την αλήθεια του κηρύγματός του. Ο θρίαμβός του είναι απόλυτος. Ο λαός της Ιερουσαλήμ κρέμεται από το στόμα του και τον ανακηρύττει Προφήτη και Βασιλέα. Αλλ’ ακριβώς, από τη στιγμή αυτή του Θριάμβου, διαγράφεται στον ορίζοντα ο πένθιμος Γολγοθάς κι’ η σκιά του ξύλινου σταυρού προβάλλει τεράστια στον ουρανό της Γαλιλαίας. Γιατί από τη στιγμή αυτή, αρχίζουν να υφαίνονται οι ιστοί του θείου δράματος. Ενώ σ’ όλα τα στόματα μονάχα μια λέξη προφέρεται τ’ όνομα του Χριστού, φόβος μέγας κι’ ακατανίκητος παραλύει τις καρδιές των ισχυρών και των κρατούντων. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, βλέπουν πως ο Κύριος έχει κερδίσει την αγάπη του λαού και πως πλησιάζει η ώρα του τέλους τους. Θα χάσουν τα πάντα, την εξουσία, τον πλούτο, τη δύναμη που στηρίζεται στη δυστυχία των πολλών. Ανήσυχοι συναθροίζονται και μέσα στο ημίφως των αιθουσών του Συνεδρίου, προσπαθούν να βρουν τρόπο για να εκμηδενίσουν τη δύναμη του Θεανθρώπου, να σταματήσουν τη μαγική επιρροή του. Ο Χριστός που εμφανίζεται ως υιός του Θεού, που διακηρύσσει πως είναι ο προστάτης των ταπεινών και των πονεμένων, πρέπει να εξαφανισθεί, να θανατωθεί. Μα το εγχείρημα αυτό είναι δύσκολο. Για να στηριχθεί κατηγορία κατά του Χριστού, που τον λατρεύει το πλήθος, πρέπει να βρεθεί μια εύλογη αφορμή, ώστε να μη φανούν οι προθέσεις των Φαρισαίων. Προσπαθούν πρώτα να κλονίσουν την υπόληψή του στη συνείδηση του κόσμου, να τον παρουσιάσουν ως εχθρό του Καίσαρος της Ρώμης και ως άνθρωπο που επιδιώκει να σφετερισθεί την εξουσία. Μα ο καρδιογνώστης, γνωρίζοντας τους επίβουλους σκοπούς των, τους απαντάει πως τα του Καίσαρος ανήκουν στον Καίσαρα και τα του Θεού τω Θεώ. Όμως, οι άνθρωποι του σκότους είναι αποφασισμένοι. Επιστρατεύουν όλους τους δοκησισόφους και τους στέλνουν να παρασύρουν τον Κύριο σε συζητήσεις που θα τον παρουσίαζαν στα μάτια του κόσμου ως εχθρό του λαού και του Κράτους. Μα ο Θεάνθρωπος έχοντας μέσα του την πηγή της αλήθειας και του Θείου Λόγου, εκμηδενίζει όλες αυτές τις προσπάθειες και κάνει τους Γραμματείς και τους Σαδουκαίους να υποχωρήσουν ντροπιασμένοι. Κι’ ο Κύριος απτόητος και γαλήνιος, ξέροντας πως ζυγώνει η ώρα του τέλους, συνεχίζει το κήρυγμά του, αφοσιώνεται περισσότερο στους μαθητάς του που αυτοί θα συνεχίσουν το έργο του, και, με τις υπέροχες εκείνες παραβολές και τα ουράνια αποφθέγματά του, ελέγχει αδυσώπητα το κακό και ζωγραφίζει θεσπέσια το καλό. Μαστιγώνει τους ανθρώπους που καλλιεργούν την παρανομία, μιλεί για τη βασιλεία των ουρανών, προφητεύει το θάνατό του και την ανάστασή του, και στα μάτια των εκστατικών του ακροατών προβάλλει και ζωγραφίζει πανέκλαμπρο και φοβερό τ’ όραμα της ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ, την επιστροφή του για την τελική ώρα της κρίσεως των ανθρώπων.
Έτσι, μέσα σ’ αυτή τη μυστηριακή και ταραγμένη ατμόσφαιρα, όπου ετοιμάζεται να δώση την τελευταία μάχη το Καλό με το Κακό, η Ζωή με ο Θάνατο, μέσα στην ατμόσφαιρα των επευφημιών του πλήθους και των σκοτεινών ραδιουργιών των Φαρισαίων, ο Ιησούς συγκεντρώνει πάλι τους μαθητάς του και ολοκληρώνει τη διδαχή του. Τους λέει πως πρέπει να είναι έτοιμοι· πως η ψυχή τους πρέπει να γρηγορεί για την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας αλλά και της θριαμβευτικής δικαιοσύνης. Θα ξανάρθει, τους λέει, όμως θα ξανάρθει όπως ο Νυμφίος εν τω μέσω της Νυκτός. Γι’ αυτό πρέπει να τον περιμένουν άγρυπνοι, πανέτοιμοι ψυχικά και σωματικά, με ορθάνοιχτα τα μάτια τους στη θέα του Καλού, μη αφήνοντάς τα να κλείσουν κάτω από το βάρος του ύπνου της αμαρτίας.
Α.ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ