Το κήρυγμα της αγίας Γραφής περί παραδείσου και κολάσεως είναι βέβαια θεολογικό θέμα, είναι όμως και θέμα κοινωνικό. Οι σύγχρονοι άνθρωποι εκδηλώνουν ένα έντονο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά θέματα. Ευαισθητοποιούνται ιδιαίτερα στην κοινωνική αδικία, στην ανισότητα, στην καταπίεση· θα πρέπει όμως να γνωρίσουν ότι όλα τα καυτά κοινωνικά προβλήματα θα βρουν τη σωστή, ακριβή και αποτελεσματική λύση τους, όταν
αντιμετωπισθούν στη ρίζα τους.Και η ρίζα όλων των κοινωνικών θεμάτων, φυλετικών, ταξικών, οικογενειακών, εκπαιδευτικών, παιδαγωγικών κτλ. είναι πνευματική. Θέλετε παράδειγμα; Μας το παρέχει ο ίδιος ο Χριστός μας με τη θαυμάσια και γνωστή σε όλους μας παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου (Λκ 16, 19-3 1), στής οποίας την ερμηνεία και εμβάθυνση ο ιερός Χρυσόστομος αφιερώνει επτά θαυμάσιες ομιλίες.
Η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου περιέχει μία σοβαρή αποκάλυψη του μεταφυσικού κόσμου. Οπως σε άλλες παραβολές ο Κύριος παίρνει εικόνες και σκηνές του φυσικού κόσμου για να μιλήσει για τις μεταφυσικές αλήθειες της πίστεώς μας, έτσι στην παραβολή αυτή χρησιμοποιεί στοιχεία του υπερφυσικού και μεταφυσικού κόσμου για να φανερώσει μ’ αυτά το νόημα και την αξία της παρούσης ζωής.
Η παραβολή διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο πραγματοποιείται στην επίγεια ζωή, ενώ το δεύτερο στη μετά θάνατον πραγματικότητα. Τα περιστατικά του πρώτου μέρους είναι γνωστά στον καθένα από την καθημερινή ανθρώπινη εμπειρία.
Τα περιστατικά του δευτέρου μέρους είναι άγνωστα στους ανθρώπους. Τα γνωρίζει όμως με απόλυτη βεβαιότητα ο Κύριος, ο οποίος έχει πλήρη και τέλεια γνώση του μεταφυσικού κόσμου. Είναι επομένως αξιόπιστη η μαρτυρία την οποία μας αποκαλύπτει με την παραβολή.
Μας αποκαλύπτει, λοιπόν, ο Κύριος πρώτα-πρώτα την αιτία της κοινωνικής ανισότητας που μαστίζει τη γη μας. Γιατί υπάρχουν φτωχολάζαροι στην κοινωνία, άστεγοι, γυμνοί, πεινασμένοι;
Διότι υπάρχουν πλούσιοι άσπλαχνοι, άδικοι, σκληροί. Τα πλούτη των πλουσίων δικαιολογούν τη φτώχεια των φτωχών. Οι διασκεδάσεις και οι σπατάλες των πλουσίων προκαλούν την αθλιότητα των αδυνάτων.
Αλλά δεν σταματά εδώ η ζωή. Ερχεται ο θάνατος -και δεν υπάρχει τίποτε πιο βέβαιο από αυτόν· «Απέθανεν ο πλούσιος και ετάφη» (Λκ 16,22), διηγείται η παραβολή. Και έπειτα; Τι ακολουθεί; Δεν μπορεί ούτε το τηλεσκόπιο ούτε το μικροσκόπιο ούτε κανένας επιστήμων η φιλόσοφος να δεί μέσα στον τάφο και πέραν του τάφου. Μόνον ο λόγος του θεανθρώπου Κυρίου μας, που αποκαλύπτει τα πάντα, έρχεται να μας δώσει φως.
Ανοίγει ένα φωταγωγό η μάλλον μετατρέπει τον ίδιο τον τάφο, το σκοτεινό και άραχνο μνήμα, σ’ ένα φωταγωγό, μέσα από τον οποίο μπορούμε να ατενίσουμε τις δύο καταστάσεις που απλώνονται πέραν του τάφου· τους κόλπους του Αβραάμ, τον παράδεισο, όπου ευφραίνεται ο δίκαιος Λάζαρος και την άλλη κατάσταση, της κολάσεως, όπου ο άσπλαχνος πλούσιος «οδυνάται» (Λκ 16,24).
Γεγονός που αποδεικνύεται
Η μετά θάνατον πραγματικότητα, λοιπόν, συνδέεται τόσο στενά με την κοινωνική, αλλά και με την πνευματική μας ζωή· έχει άμεση σχέση με την ίδια τη σωτηρία μας. Αυτό το σπουδαίο και καίριο θέμα θα αναλύσω παρουσιάζοντας τις σχετικές αποδείξεις, τις οποίες κατατάσσω σε δύο κατηγορίες·
α) Αποδείξεις που στηρίζονται στη λογική του ανθρώπου, στον κοινό νού.
β) Αποδείξεις που θεμελιώνονται στην αγία Γραφή και στην ιστορία της Εκκλησίας μας.
1. ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
α. Η αγαθότητα του Θεού
Ότι υπάρχει κόλαση και παράδεισος το κατανοούμε με την απλή λογική. Ολοι οι άνθρωποι της γης, σε όποια φυλή κι αν ανήκουν, πλούσιοι και φτωχοί, νέοι και γέροντες, διατηρούν μέσα τους τον πόθο της αιωνιότητας. Είναι ο πιο καυτός πόθος, η πιο έντονη επιθυμία.
* Διαβάστε τους μύθους και τα παραμύθια όλων των λαών του πλανήτη μας.
* Διαβάστε τη σκέψη και την καρδιά των ανθρώπων που σάς περιβάλλουν.
* Προσπαθήστε ν’ αφουγκρασθείτε τη λαχτάρα του γείτονά σας.
* Σκύψτε ν’ ακούσετε τον πόθο της δικής σας καρδιάς.
Θα δείτε ότι όλοι οι άνθρωποι από την ώρα που καταλαβαίνουν τον εαυτό τους, από τη στιγμή που αρχίζουν να σκέπτονται, λαχταρούν κι ονειρεύονται τη ζωή, τη χαρά, την ευτυχία. Ακόμη και πίσω από τις εμπαθείς επιθυμίες, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, τη φιληδονία, κρύβεται ο πόθος και η λαχτάρα για το αιώνιο.
Τι είναι ο άνθρωπος; Ζητιάνος της χαράς, κυνηγός της αλήθειας, αναζητητής του απείρου. Το εκφράζει τόσο παραστατικά το ερώτημα του πλουσίου νεανίσκου (Μθ 19,16-22· Λκ 18,18-27), που ανικανοποίητος από τη νιότη, τα πλούτη και το αξίωμά του -στοιχεία που θεωρούνται θαυμαστά και περιπόθητα από τους ανθρώπους-, γονατίζει μπροστά στον Μεγάλο Διδάσκαλο και ρωτά· «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Λκ 18,18).
Εξάλλου είναι γνωστό ότι για κάθε έμφυτη επιθυμία του ανθρώπου η αγαθότητα του Θεού έχει προετοιμάσει την αντίστοιχη απάντηση. Για την ικανοποίηση της πείνας υπάρχει το ψωμί, το φαγητό, για την ανάγκη της δίψας έχουμε το νερό, η νύστα εξουδετερώνεται με το αγαθό του ύπνου και η κόπωση ανακουφίζεται με την ανάπαυση.
Είναι δυνατόν, λοιπόν, ο πανάγαθος Θεός, που φρόντισε για την ικανοποίηση όλων των άλλων πόθων μας ακόμη και των πιο ταπεινών, είναι δυνατόν να μην έχει κάποια απάντηση και γι’ αυτόν τον πιο ευγενή και άγιο πόθο της αιωνιότητας; Ασφαλώς η αγαθότητα του Θεού, που τη μελετούμε σε όλη τη δημιουργία, αποτελεί την πρώτη και αναμφίβολη εγγύηση ότι η πείνα και η δίψα μας για μια ζωή όμορφη κι ατέλειωτη δεν θα μείνει ανικανοποίητη.
β. Η δικαιοσύνη του Θεού.
Ο Θεός είναι όχι μόνο πανάγαθος, αλλά και δίκαιος. Εντούτοις η ιστορία των λαών της γης αλλά και η καθημερινή πραγματικότητα βοά ότι παντού κυριαρχεί η αδικία.
Μέρα με τη μέρα το κακό ξαπλώνεται ανενόχλητο κι όχι μόνο δεν τιμωρείται αλλά και βραβεύεται, ενώ αντίθετα η αρετή και η δικαιοσύνη όχι μόνο δεν αναγνωρίζονται αλλά συχνά αντιμετωπίζουν την καταφρόνια, ακόμη και την τιμωρία κάποιες φορές.
Βεβαίως, όχι μόνο οι πολιτισμένοι λαοί αλλά και αυτοί οι υπανάπτυκτοι αγωνίζονται για την επικράτηση της δικαιοσύνης. Θέσπισαν νόμους, συγκρότησαν δικαστήρια, έκτισαν φυλακές.
* Αποδίδεται όμως η δικαιοσύνη;
* Κυριαρχεί το δίκαιο;
Είναι γεγονός ότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη, όχι μόνο των πρωτόγονων λαών αλλά και αυτών των πολιτισμένων, μοιάζει με τον ιστό της αράχνης. Οπως εκείνος συλλαμβάνει τα μικρά έντομα, δεν έχει όμως τη δύναμη να πιάσει τα αρπακτικά πουλιά, τα θηρία και τα αγρίμια, διότι αυτά μπορούν να τον καταστρέψουν, έτσι και η ανθρώπινη δικαιοσύνη αρκείται στη σύλληψη και στο σωφρονισμό των μικροαπατεώνων και των μικροεγκληματιών. Οι μεγάλοι παραβάτες του δικαίου, οι πιο βδελυροί και αιμοσταγείς κακούργοι, παραμένουν ασύλληπτοι και ατιμώρητοι.
Έζησαν στον κόσμο αυτό άνθρωποι που αναστάτωσαν την ανθρωπότητα, που πέρασαν σαν μία θύελλα από τη γη, αφήνοντας πίσω τους μνήματα, χήρες και ορφανά και δημιουργώντας πάνω στην επιφάνεια της γης δύο φρικτές λίμνες· μία κόκκινη λίμνη, με τα αίματα των αδικοσκοτωμένων, και μία άλλη με τα δάκρυα των ορφανών και των αδικημένων.
Υπήρξαν άδικοι και άτιμοι που ήπιαν τον ιδρώτα και το αίμα των πτωχών εργατών, οι οποίοι δούλεψαν σκληρά χωρίς να πάρουν την αμοιβή τους. Υπήρξαν εκμεταλλευτές και διεφθαρμένοι. Κι όλοι αυτοί όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν για τα αδικήματά τους, αλλά πέρασαν μία ευχάριστη και άνετη ζωή, με τιμές και δόξες.
Αντίθετα άνθρωποι τίμιοι και ειλικρινείς, πραγματικοί ήρωες, που έλαμψαν με τη ζωή τους, όχι μόνο δεν τιμήθηκαν, δεν δοξάσθηκαν, αλλά πολλοί απ’ αυτούς καταδιώχθηκαν, συκοφαντήθηκαν, πολεμήθηκαν σκληρά, σάπισαν στις φυλακές η πέθαναν στις εξορίες, βασανίσθηκαν και πότισαν τη γη με το αίμα τους.
Αν ο θάνατος σημειώνει το τέρμα της ζωής μας, που είναι η δικαιοσύνη και πως εξηγείται η σιωπή του Θεού έναντι της τόσης αδικίας; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που γνώρισε την αγιότητα και την είδε να καταδιώκεται ενώ βραβευόταν η αδικία, που μελέτησε τον κόσμο αλλά και τον υπόκοσμο, κάνει τον εξής συλλογισμό· Η επικράτηση της αδικίας στη γη τρία πράγματα μπορεί να σημαίνει:
Ι) Δεν υπάρχει Θεός.
ΙΙ) Υπάρχει Θεός και είναι άδικος.
ΙΙΙ) Υπάρχει Θεός δίκαιος που μακροθυμεί και θα κρίνει τον καθένα κατά τα έργα του στη μέλλουσα κρίση.
Οι δύο πρώτες προτάσεις απορρίπτονται, διότι είναι άτοπες και παράλογες. Πως να δικαιολογήσω τη δημιουργία του κόσμου, την τάξη και την αρμονία που επικρατεί στο σύμπαν, αν δεν παραδέχομαι την ύπαρξη του Θεού; Να δεχθώ πάλι ότι ο Θεός είναι σκληρός και άδικος, όταν καθημερινά παρατηρώ γύρω μου τόσα φαινόμενα και περιστατικά που υπογραμμίζουν την άπειρη αγαθότητα και στοργή του για τον κόσμο; Ετσι με τη μαθηματική μέθοδο της «εις άτοπον απαγωγής» ο άγιος Χρυσόστομος αποδεικνύει ότι η δικαιοσύνη του Θεού μας βεβαιώνει για τη μέλλουσα κρίση.
Το χειμώνα, λέει ένας από τους μεγαλύτερους νεότερους θεολόγους, ο αείμνηστος Κ. Καλλίνικος, το χιόνι σκεπάζει τα πάντα κάτω από τον λευκό χιτώνα του.
Οταν όμως αρχίζει η άνοιξη και λειώνει το χιόνι, μπορούμε πλέον να διακρίνουμε που υπάρχουν λουλούδια και που αγκάθια, που ευωδιαστοί κήποι και που σκουπίδια και κοπριές.
Ετσι μια μέρα θα λειώσει το κάλυμμα αυτής της ζωής, θα πέσει η αυλαία και τότε όλα θα εμφανισθούν γυμνά και τετραχηλισμένα.
2. ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
α. Οι προφητείες
Στην αγία Γραφή περιέχονται εκατοντάδες προφητείες. Αναφέρω πρόχειρα μερικές από τις προφητείες του προφήτη Ησαία, σχετικά με το τέλος διαφόρων πόλεων και λαών:
* Λέει ότι η Βαβυλώνα θα καταστραφεί και θα μείνει ακατοίκητη εις τον αιώνα (Ησ 13,19-20· 14, 23-25).
* Προφητεύει επίσης την ολοκληρωτική καταστροφή της Μωαβίτιδος (κεφ. 15-16).
* Για την Τύρο προλέγει ότι μετά την καταστροφή της θα κτισθεί και πάλι και θα είναι εμπορικό κέντρο (κεφ. 23).
Και όλα αυτά εκπληρώνονται με ακρίβεια, όπως ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει, μελετώντας την ιστορία. Αλλά και όλες οι άλλες προφητείες της αγίας Γραφής έχουν εκπληρωθεί. Μένουν ανεκπλήρωτες μόνο οι προφητείες που μιλούν για το τέλος του κόσμου, τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, τη μέλλουσα κρίση, την κόλαση και τον παράδεισο.
Δεν είναι μία και δύο αλλά δεκάδες οι περικοπές που ρητά και κατηγορηματικά εξαγγέλλουν ότι «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβ 9,27). Ο θάνατος είναι ένα γεγονός που θα συμβεί σε όλους τους ανθρώπους.
Ολοι κάποτε θα πεθάνουμε. Δεν σημαίνει όμως το γεγονός του θανάτου το τέλος. Θα ακολουθήσει η μεγάλη κρίση. «Τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δεί έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν» (Β´ Κο 5,10), κηρύττει ο απόστολος Παύλος και το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας διαβεβαιώνει· «έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού, και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω 5,28-29).
Εφόσον με ειλικρίνεια και συνέπεια διαβάζουμε την αγία Γραφή και βλέπουμε να εκπληρώνονται οι περισσότερες προφητείες της, είμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε και την εκπλήρωση της προφητείας για τη μέλλουσα κρίση, για τον παράδεισο και την κόλαση.
β. Η υπόσχεση του Ιησού Χριστού
Το ίδιο το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είναι η πιο δυνατή βεβαιότητα, το πιο ατράνταχτο επιχείρημα για την αλήθεια της Δευτέρας Παρουσίας του και της μελλούσης κρίσεως.
Κατ’ επανάληψη τόνισε και επανέλαβε την υπόσχεσή του ότι θα ξαναέλθει. Ρητή ηχεί η παραγγελία του· «Εστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λκ 12,35).
Ζώστε καλά τη μέση σας, κρατάτε αναμμένες τις λαμπάδες σας και περιμένετε. Είναι βέβαιο ότι θα ξαναέλθει ο Κύριος, άγνωστο όμως πότε θα έλθει. Αυτό μας υποχρεώνει να τον περιμένουμε κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή.
Πολλοί παραδέχονται τον Ιησού Χριστό ως τον μεγαλύτερο κοινωνικό αναμορφωτή, τον θαυμάζουν ως το υψηλότερο ηθικό ανάστημα, τον εγκωμιάζουν ως τον μοναδικό διδάσκαλο της αληθείας.
Εντούτοις αμφισβητούν τη μέλλουσα κρίση, σοκάρονται από τις εικόνες και τις περιγραφές της κολάσεως, τις οποίες δίνει η αγία Γραφή.
Αλλά μία τέτοια αμφισβήτηση αποδεικνύει ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί δεν δέχονται τον αληθινό Χριστό. Εξυμνούν και θαυμάζουν ένα πρόσωπο που υπήρξε πλάνος και απατεώνας, που δεν είχε καμία σχέση με την αξιοπιστία και την αγαθότητα του Ιησού Χριστού.
Επιπλέον, ο λόγος δεν είναι για μία θεωρία η έστω για το χαρακτηρισμό ενός προσώπου. Ο Ιησούς Χριστός, με τη διαβεβαίωσή του για τη μέλλουσα ζωή, επηρέασε την ιστορία κι έγινε αιτία να ταλαιπωρηθούν, να κακοποιηθούν και να οδηγηθούν στο θάνατο εκατομμύρια ανθρώπων, οι οποίοι πύκνωσαν τις φάλαγγες των μαρτύρων και των αγίων της πίστεως. Αν δεν αληθεύει η υπόσχεσή του για τον παράδεισο, πως θα εξηγήσουμε τα μαρτύρια των αγίων;
Πως θα δικαιολογήσουμε π.χ. τον φρικτό θάνατο των Σαράντα μαρτύρων στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας, που καθώς ένιωθαν τη νέκρωση να τυλίγει ένα - ένα τα μέλη τους έψαλλαν· «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος, αλγεινή η πήξις, αλλ’ ηδεία η απόλαυσις», επειδή ακριβώς πίστεψαν στη μετά θάνατον πραγματικότητα που υποσχέθηκε ο Χριστός;
Είναι δυνατόν να παραδεχθούμε ότι είπε ψέματα ο Χριστός, αυτός που γι’ αυτό ακριβώς ήρθε στον κόσμο, για να μας αποκαλύψει την αλήθεια (Ιω 18,37) και για χάρη της αληθείας δέχθηκε το σταυρικό θάνατο;
Διαψεύδεται, λοιπόν, από την ίδια την ιστορία ο ισχυρισμός ότι δεν είναι πραγματικότητα η κόλαση και ο παράδεισος και οι υποστηρικτές του ισχυρισμού αυτού αποδεικνύονται αντιφατικοί, παράλογοι και εξωπραγματικοί.
3. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ένας ακόμη αδιάψευστος μάρτυρας και αξιόπιστος εγγυητής, που μας βεβαιώνει ότι θα ξαναέρθει ο Κύριος για να κρίνει τον κόσμο και να αποδώσει στον κάθε άνθρωπο ανάλογα με τα έργα του, είναι η ίδια η Εκκλησία. Αλλά τι είναι η Εκκλησία;
* Είναι το σύνολο των πιστών, που με την επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής αποτέλεσαν ένα σώμα με κεφαλή τον Χριστό.
* Είναι το σώμα του Χριστού η Εκκλησία, που αποτελείται από το σύνολο των ψυχών που βαπτίζονται στο όνομα της αγίας Τριάδος, πιστεύουν στο λόγο του Θεού και τον μελετούν, που κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων, αγωνίζονται εναντίον της σάρκας, του κόσμου και του διαβόλου, που -πάνω απ’ όλα- φλέγονται από αγάπη προς τον γλυκύτατο Ιησού, τον Νυμφίο της Εκκλησίας, και υπακούν πιστά στο θέλημά του.
* Είναι αυτοί που διαθέτουν προσωπική εμπειρία της αναστάσεως του Κυρίου, διότι έζησαν οι ίδιοι την πνευματική ανάσταση από τα μνήματα των παθών και των επιθυμιών κι έτσι είναι σε θέση να βεβαιώσουν ως αξιόπιστοι μάρτυρες τη μέλλουσα ανάσταση και κρίση.
Αυτή, λοιπόν, η Εκκλησία, η ζωντανή και ωραία νύμφη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αποτελεί μία ιστορική πραγματικότητα αδιαμφισβήτητη. Από την ημέρα της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερα και στους αιώνες των αιώνων υπάρχει η Εκκλησία και καταθέτει τη μαρτυρία της. Είναι ένας μάρτυς. Και τι μάρτυς! Ενας αγνός και λαμπρός μάρτυς, που επιβεβαιώνει τη μαρτυρική κατάθεσή της με το μαρτύριο των παιδιών της.
Αλλοτε ως νύμφη ολόλευκη η Εκκλησία με τους αγίους και παρθένους της, κι άλλοτε ως βασίλισσα πορφυροντυμένη με τους αιματοβαμμένους μάρτυρές της, μαρτυρεί και καταθέτει στην ιστορία του κόσμου την ανάσταση του Ιησού Χριστού και τη Δευτέρα Παρουσία του.
Αλλά η Εκκλησία δεν καταθέτει μόνο τη μαρτυρία της για τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και τη μέλλουσα κρίση. Είναι και αυτή που τα εγγυάται. Αποτελεί η Εκκλησία, θα λέγαμε, έναν όμηρο στα χέρια του κόσμου.
Πως να μην ξαναέρθει στη γη ο Χριστός, αφού ο κόσμος κρατά όμηρο ό,τι εκλεκτότερο, την αγαπημένη νύμφη του Κυρίου, αυτή την οποία ο Θεάνθρωπος εξαγόρασε με το ίδιο το αίμα του;
Επιπλέον η Εκκλησία, ο ζωντανός μάρτυρας και εγγυητής της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, είναι αυτή που εξαγγέλλει στον κόσμο τη μέλλουσα κρίση. Στην πρώτη ακολουθία του ημερονυκτίου, στο Μεσονυκτικό, η Εκκλησία διακηρύττει τον ερχομό του Νυμφίου της με τον ύμνο:
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται
εν τω μέσω της νυκτός·
και μακάριος ο δούλος
ον ευρήσει γρηγορούντα.
Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα.
Βλέπε ουν, ψυχή μου,
μη τω ύπνω κατενεχθής,
ίνα μη τω θανάτω παραδοθής,
και της βασιλείας έξω κλεισθής·
αλλά ανάνηψον κράζουσα·
άγιος, άγιος, άγιος ει ο Θεός ημών,
δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς».
Όχι μόνο με τη λατρεία της, αλλά και με την όλη ζωή της η Εκκλησία είναι η νύμφη που περιμένει την επάνοδο του Κυρίου.
Αποδίδοντας την ικεσία της Αποκαλύψεως «Ναί, έρχου, Κύριε Ιησού» (Απ 22,20) στην επωδό του ποιήματός του «Συμπόσιον των δέκα παρθένων», ο άγιος Μεθόδιος Ολύμπου γράφει ένα υπέροχο δίστιχο, το οποίο έψαλλαν συχνά οι πρώτοι χριστιανοί· «Αγνεύω σοι, και λαμπάδας φαεσφόρους κρατούσα, Νυμφίε, υπαντάνω σοι».
Με απλά λόγια· «Χριστέ, Νυμφίε μου, θα μένω αγνός στον κόσμο αυτό της βρομιάς και της απάτης, θα κρατώ αναμμένη τη λαμπάδα της αγάπης και θα σε περιμένω».
Για χάρη της Εκκλησίας του ο Κύριος είναι υποχρεωμένος, θα έλεγα με μία ανθρώπινη έκφραση, να ξαναέρθει στη γη· το απαιτεί η νύμφη του! Οι ψυχές «των πεπελεκισμένων» (Απ 20,4) στο θυσιαστήριο του ουρανού, αλλά και «το μικρόν ποίμνιον» (Λκ 12,32) του Κυρίου εδώ στη γη, που άδικα σφαγιάζεται, ένας ολόκληρος εκλεκτός λαός, που τυραννιέται και βασανίζεται μέσα στον άπιστο και αντίθεο κόσμο, υψώνει καρδιόβγαλτη την προσευχή του στον Κύριο του ουρανού· «έως πότε;» (Απ 6,10).
Επισπεύδει η Εκκλησία την απόφαση του Κυρίου «έρχομαι ταχύ!» (Απ 22,20). Το άγιο Πνεύμα, που κατευθύνει την Εκκλησία, αλλά και η ίδια η νύμφη, η Εκκλησία, ικετεύουν· «Ναί έρχου, Κύριε Ιησού»! Σαν να λέει η Εκκλησία· «Απόστασα να περιμένω. Ελα, Κύριε».
Το «έρχου» της Εκκλησίας, το «έως πότε;», το «ιδού ο Νυμφίος», το «αγνεύω Σοι», η μαρτυρία της Εκκλησίας αποτελούν ένα μάρτυρα αξιόπιστο, έναν εγγυητή της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και της μελλούσης κρίσεως, βεβαιώνουν την ύπαρξη του παραδείσου και της κολάσεως.
Εύλογα ερωτήματα
1. ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΟΛΑΣΗ;
Ολα τα επιχειρήματα που ανέφερα και που αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια της μετά θάνατον πραγματικότητας δεν αναιρούνται μεν, αλλά φαίνονται αδύναμα να πείσουν, όταν καταλαμβάνει τη σκέψη μας η ζάλη των αμφιβόλων λογισμών.
Μάλιστα οι λογισμοί αυτοί δεν εμφανίζονται καθόλου με τη μορφή της απιστίας και της αρνήσεως. Αντίθετα φαίνονται να εμπνέονται από μία υπερβολική σύνεση και ευλάβεια προς τον πανάγαθο Θεό. Μόλις θελήσει κάποιος να μιλήσει για την κόλαση, έρχεται αμέσως αντιμέτωπος με το ερώτημα· «Υπάρχει κόλαση;». Και ακολουθεί ο λογισμός· «Πως συμβιβάζεται η σκληρή και αιώνια τιμωρία των ανθρώπων με την αγαθότητα και την ευσπλαγχνία του Θεού;
Οταν ένας άνθρωπος πατέρας κάμπτεται από το φίλτρο το πατρικό και συγχωρεί το άσωτο παιδί του, είναι δυνατόν ο πανάγαθος Θεός να ανεχθεί την αιώνια τιμωρία των πλασμάτων του;». Είναι ανάγκη, λοιπόν, να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά.
α. «Μη ον»
Η κόλαση είναι μία τραγική πραγματικότητα την οποία γνωρίζουν οι ασεβείς και αμετανόητοι αμαρτωλοί, που δεν αναγνωρίζουν τον Κύριο και δεν δέχονται τη σωτηρία και τη λύτρωση που αυτός προσφέρει.
Η άποψη ότι δημιουργός της κολάσεως είναι η δικαιοσύνη του Θεού, η οποία απαιτεί την τιμωρία των αμαρτωλών, δεν στηρίζεται στη διδασκαλία της αγίας Γραφής.
Σύμφωνα μ’ αυτήν η κόλαση δεν είναι δημιούργημα του Θεού, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι κάτι θετικό, αλλά μία άρνηση, ένα «μη ον», κατά την πατερική διατύπωση.
Μιλούμε για δημιουργία φωτός και όχι σκότους, διότι το σκότος δεν είναι μία οντότης, είναι απλώς η απουσία του φωτός. Μιλούμε επίσης για αγάπη και ορίζουμε το μίσος ως απουσία της αγάπης. Παρόμοια, η απουσία του Θεού, ο οποίος είναι η πηγή κάθε αγαθού, συνεπάγεται την κόλαση.
β. Ετοιμάσθηκε για τον διάβολο
Την κόλαση δεν την έκανε ο Θεός. Πολύ περισσότερο δεν την έκανε για τους ανθρώπους. Την διάλεξε ο διάβολος, ο οποίος επαναστάτησε εναντίον του Θεού, έγινε αναρχικός, με αποτέλεσμα να ξεκοπεί από τον Θεό και από εωσφόρος έγινε σατανάς· από την κατάσταση του φωτός και της δόξης έπεσε στην κατάσταση του σκότους, του άδη, που δεν είναι άλλη από την κατάσταση της κολάσεως.
Η δημιουργία, λοιπόν, της κολάσεως υπήρξε η άμεση συνέπεια της αποστασίας και της απομακρύνσεως του διαβόλου από τον Θεό. Για τον διάβολο και τους αγγέλους του είχε ετοιμασθεί η κόλαση, όπως αποκαλύπτει το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας στη μοναδική εκείνη προφητεία του για τη μέλλουσα κρίση, όπου τον ακούμε να λέει στους κολασμένους· «Πορεύεσθε απ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Μθ 25,41).
Οι άνθρωποι που παραδόθηκαν στον διάβολο κι έκοψαν κάθε δεσμό που τους ένωνε με τον Θεό, μόνοι τους τοποθετούν τον εαυτό τους στην κόλαση. Αυτοί, κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι τους ανάγκαζε ο Θεός να μείνουν στον παράδεισο, δεν θα τον άντεχαν, διότι δεν αντέχουν την παρουσία του Θεού.
γ. Τι είναι η οργή του Θεού
Δεν οργίζεται ποτέ ο Θεός εναντίον των ανθρώπων, διότι η ίδια η φύση του είναι απαθής. Ο Θεός είναι αγάπη. Ούτε να θυμώσει μπορεί ούτε να εκδικηθεί τους κακούς. Γιατί όμως η αγία Γραφή και μάλιστα η Παλαιά Διαθήκη μιλά τόσο συχνά για οργή και θυμό του Θεού;
Τη θεολογική ερμηνεία αυτού που ονομάζουμε θυμό και οργή του Θεού τη διατυπώνει πολύ καθαρά ο προφήτης Δαυίδ στον 37ο ψαλμό·
«Ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου
από προσώπου της οργής σου·
ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου
από προσώπου των αμαρτιών μου» (στ. 4).
Ο αμαρτωλός άνθρωπος λέει στον Θεό· «Το οργισμένο σου πρόσωπο δεν αφήνει να γιάνει η σάρκα μου, η αμαρτωλή ζωή μου δεν αφήνει να ειρηνεύσουν τα κόκκαλά μου». Αυτό που στο α´ ημιστίχιο του ψαλμού ονομάζεται «ίασις της σαρκός», στο β´ λέγεται «ειρήνη των οστέων».
Αντίστοιχα το «πρόσωπον οργής» του α´ ημιστιχίου ονομάζεται «πρόσωπο των αμαρτιών». Δηλαδή η οργή του Θεού είναι αυτή η ίδια η αμαρτία μας, που μας ταλαιπωρεί και μας συνθλίβει.
Τα αμαρτήματα και η αθλιότητα του αμαρτωλού δημιουργούν ένα διάφραγμα και χωρίζουν την ψυχή του από τον Θεό. Ερχονται σαν ένα σκοτεινό σύννεφο και κρύβουν από τα μάτια του τον ουρανό. Η διακοπή της επαφής του ανθρώπου με τον Θεό αφαιρεί την ειρήνη του πρώτου, κάνει θλιβερή τη ζωή του και διαταράσσει όλη την ύπαρξή του. Αυτή την οδυνηρή για τον άνθρωπο κατάσταση, όταν θέλουμε να την εκφράσουμε σε ενεργητική διάθεση, την αποδίδουμε λέγοντας ότι ο Θεός θυμώνει και οργίζεται η ο Θεός τιμωρεί.
Απλούστερα καταλαβαίνουμε την αλήθεια αυτή με ορισμένα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή.
* Φαντασθείτε έναν πατέρα που κάθεται στην πόρτα του σπιτιού του και με ανοιχτή την αγκαλιά περιμένει να υποδεχθεί τα δύο παιδιά του, που επιστρέφουν από το σχολείο. Το πρώτο παιδί έχει πάρει άριστα στα μαθήματα και στη διαγωγή. Μόλις βλέπει τον πατέρα του, νομίζει ότι εκείνος έμαθε τα ευχάριστα νέα του και γι’ αυτό το λόγο βγήκε να το καλοδεχθεί και να το συγχαρεί. Αισθάνεται ήδη στο ιλαρό πρόσωπο του πατέρα όλη την αγάπη και τη στοργή του κι ορμά χαρούμενο στην πατρική αγκαλιά, για να εκφράσει τη χαρά του και να τη νιώσει διπλή, καθώς τη μοιράζεται με τον αγαπημένο του πατέρα.
Το άλλο παιδί όμως που πήγε άσχημα στα μαθήματα, έμεινε στάσιμο και χαρακτηρίσθηκε κακή η διαγωγή του, καθώς βλέπει τον ίδιο πατέρα, με τις ίδιες διαθέσεις, τον νιώθει εντελώς διαφορετικά. Νομίζει ότι βγήκε και το περιμένει για να το δείρει, να το τιμωρήσει. Γι’ αυτό τρέμει κι απομακρύνεται φοβισμένο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει στη σχέση μας με τον Θεό. Εκείνος που πιστεύει και αγαπά τον Θεό, που αγωνίζεται να εφαρμόσει το θέλημά του και ζη εν μετανοία εδώ στη γη, λαχταρά τη συνάντηση μαζί του και, όταν φύγει από τη γη αυτή χαίρεται στον παράδεισο. Εκείνος όμως που πέρασε τη ζωή του στην ασέβεια και έφυγε από τον κόσμο αμετανόητος, τρέμει στη θέα του Κυρίου.
* Ανατέλλει το πρωί ο ήλιος και φωτίζεται η πλάση. Οι ηλιακές ακτίνες ζεσταίνουν τον πάγο και τον λειώνουν, ζωογονούν τα φυτά. Οι ίδιες ακτίνες καθώς πέφτουν πάνω στη λάσπη την ξηραίνουν και τη σκληραίνουν και μαραίνουν τα φυτά εκείνα που, μη έχοντας ρίζα, χάνουν την ικμάδα τους. Ασφαλώς το μυστικό της διαφοράς βρίσκεται στα ίδια τα υλικά που δέχονται την ηλιακή ακτινοβολία.
* Μία πινακίδα επάνω στο ηλεκτροφόρο καλώδιο, που προστατεύει την ιδιοκτησία κάποιου, πληροφορεί τους ανθρώπους ότι δεν πρέπει να αγγίζουν το καλώδιο, διότι σ’ αυτό υπάρχει «Κίνδυνος - Θάνατος».
Ο κλέφτης αδιαφορεί για την πινακίδα και προσπαθεί να οικειοποιηθεί τα ξένα αγαθά, με αποτέλεσμα να πάθει ηλεκτροπληξία και να πέσει κάτω νεκρός. Ποιος θα κατηγορήσει τον ιδιοκτήτη της περιουσίας για το θάνατο αυτό; Κανείς. Παρόμοια ο Θεός θέσπισε τα όρια της ζωής μας, με τα οποία μας αποτρέπει από την αμαρτία και το θάνατο όπου αυτή μας οδηγεί.
Οταν εμείς εν γνώσει μας παραβαίνουμε το θέλημα του Θεού, περιφρονούμε την εντολή του και κάνουμε την αμαρτία, φυσικό είναι να οδηγηθούμε στον πνευματικό, στον αιώνιο θάνατο, στην κόλαση. Δεν μπορούμε όμως να κατηγορήσουμε γι’ αυτό τον Θεό, διότι ακριβώς το θέλημα και η εντολή του γίνεται αιτία σωτηρίας για εκείνους που υπακούν.
Το φως της Θεότητας, όπως εξηγεί ο Μ. Βασίλειος, τους μεν δικαίους, τους εκλεκτούς και τους μετανοημένους αμαρτωλούς τους φωτίζει και τους ευφραίνει, ενώ για τους αδίκους και τους αμετανοήτους γίνεται φωτιά που τους καίει.
δ. Αλλης συχνότητας
Πολλοί δυσκολεύονται να παραδεχθούν τη μέλλουσα πραγματικότητα, διότι δεν βρίσκουν μία ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα πως είναι η κόλαση και ο παράδεισος. Αλλοι με δίψα αναζητούν περιγραφές και οράματα, που με τις λεπτομερείς διηγήσεις τους ικανοποιούν μόνο την ανθρώπινη περιέργεια σχετικά με τη μορφή και τη ζωή του παραδείσου και της κολάσεως.
Αλλοι πάλι υψώνουν με αδιαφορία τους ώμους η γελούν περιφρονητικά, όταν ακούσουν να γίνεται λόγος για τα θέματα αυτά, διότι βρίσκουν παιδαριώδεις και φανταστικές αυτές τις διηγήσεις.
Σε όλους αυτούς πρέπει να εξηγήσουμε ότι η μεταφυσική πραγματικότητα υπάρχει σε μία άλλη διάσταση, σε άλλη συχνότητα, την πνευματική. Είναι αδύνατο να την κατανοήσει, πολύ περισσότερο να την εκφράσει ο άνθρωπος.
Υποθέστε ότι μία μέλισσα με κάποιο υπερφυσικό τρόπο γινόταν άνθρωπος, γνώριζε τον ανθρώπινο πολιτισμό, ζούσε στην ανθρώπινη κοινωνία και έπειτα επανερχόταν στην κατάσταση της μέλισσας και αναλάμβανε να μεταφέρει στις άλλες μέλισσες τι είδε και τι άκουσε ως άνθρωπος. Θα ήταν εντελώς αδύνατη μία τέτοια μεταφορά, διότι σε άλλη διάσταση ζη η μέλισσα και σε άλλη ο άνθρωπος.
Η, για να χρησιμοποιήσω ένα πιθανότερο παράδειγμα, σκεφθείτε ότι παίρνουμε έναν πρωτόγονο υπανάπτυκτο άνθρωπο από αυτούς που ζουν σαν τα άγρια θηρία και που συνεννοούνται μ’ ένα πενιχρότατο λεξιλόγιο 300-500 λέξεων, έναν Κάφρο π.χ. η έναν Εσκιμώο.
Τον ημιάγριο αυτόν τον εγκαθιστούμε στο Παρίσι, στη Ν. Υόρκη, στη Μόσχα η σε κάποια άλλη μεγαλούπολη. Φαντασθείτε τον να περιεργάζεται και να χρησιμοποιεί τα σύγχρονα επιτεύγματα του πολιτισμού, να χειρίζεται υπολογιστές, να κάνει ένα διαστημικό ταξίδι.
Μετά από όλα αυτά, τον ξαναφέρνουμε στους ανθρώπους της φυλής του. Γεμάτοι ενδιαφέρον εκείνοι ζητούν να μάθουν τις εμπειρίες που γνώρισε στη νέα του ζωή. Τον πολιορκούν με επίμονες ερωτήσεις. Τι να τους πεί όμως, πως να εκφράσει αυτά που γνώρισε;
Θα επαναλαμβάνει ότι είδε και άκουσε παράξενα πράγματα, ότι είχε πρωτόγνωρες εμπειρίες, αλλά δεν θα χει τη δυνατότητα να μεταφέρει τίποτε από αυτά που έζησε. Κάθε περιγραφή αυτόν μεν δεν θα τον ικανοποιεί, διότι δεν θα αποδίδει την πραγματικότητα, στους ομοφύλους του δε θα δίνει μία πολύ υποτυπώδη εικόνα.
Αυτήν την αλήθεια καταθέτει ο απόστολος Παύλος με την εικόνα του νηπίου, που χρησιμοποιεί στο Α´ Κο 13,11· «ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην· ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου». Είναι πολύ νηπιώδης η κατάστασή μας εδώ στη γη. Δεν μας παρέχει τις προϋποθέσεις για να συλλάβουμε και να εννοήσουμε την πέραν του τάφου πραγματικότητα. Γι’ αυτό είναι υποτυπώδεις και ατελέστατες οι διάφορες εικόνες και παραστάσεις που χρησιμοποιεί η αγία Γραφή για τον παράδεισο, όπως η εικόνα του ωραίου κήπου, του βασιλικού γάμου, του πλουσίου δείπνου κτλ.
Με τις απλοϊκές αυτές παραστάσεις, που εκφράζουν την ευφροσύνη, τη χαρά και την απόλαυση στην επίγεια ζωή μας, προσπαθεί να μας δώσει μία εικόνα του ασύλληπτου υπερφυσικού μεγαλείου.
Με αντίστοιχες δυσάρεστες και φρικτές παραστάσεις της παρούσης ζωής, όπως σκοτάδι, φωτιά, σκουλήκια κτλ., προσπαθεί να μας δώσει την εικόνα της κολάσεως. Περισσότερα δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε, διότι δεν έχουμε ανάλογες παραστάσεις.
ε. Ανθρωπομορφικές οι περιγραφές
Ολες οι εκφράσεις και περιγραφές με τις οποίες αναφέρεται η αγία Γραφή στην κόλαση και στον παράδεισο είναι καθαρώς ανθρωπομορφικές.
Ανθρωποπρεπώς και όχι θεοπρεπώς εκφράζεται στις περιπτώσεις αυτές η αγία Γραφή, επισημαίνουν οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας. Τονίζουν όμως ότι οι ανθρωποπαθείς εικόνες προσφέρονται για την παχύτητα της δικής μας αντιλήψεως. «Επειδή ακούς για φωτιά», λέει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, «μη νομίσεις ότι είναι τέτοια εκείνη η φωτιά. Δεν είναι υλική σαν τη δική μας φωτιά, αλλά τέτοια που γνωρίζει ο Θεός».
Αργότερα, και μάλιστα στο μεσαίωνα, οι ανθρωποπαθείς παραστάσεις πλήθυναν και η φαντασία σχετικά μ’ αυτές οργίασε. Στο υλικό της ρητορείας προστέθηκε η ποιητική και η λοιπή καλλιτεχνική παραγωγή. Ολα αυτά ενέπνευσαν πλήθος αποκρύφων ιστοριών, που κυκλοφόρησαν σε φυλλάδια και όπου γίνονται φρικτές περιγραφές της κολάσεως.
Το αποτέλεσμα ήταν ο μεν λαός να τρομοκρατείται από τις περίεργες αυτές παραστάσεις, οι δε κάπως διανοούμενοι, που νομίζουν ότι είναι «καλλιεργημένοι άνθρωποι», να δυσανασχετούν και να διατυπώνουν το ερώτημα· «Είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά;». Τέλος, οι ορθολογιστές έδωσαν αρνητική απάντηση στο ερώτημα και μαζί με την τερατώδη εικόνα της κολάσεως απέρριψαν και τον ποθητό, πανωραίο και γλυκύτατο παράδεισο και τον ίδιο τον κριτή Θεό.
2. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ;
Η Καινή Διαθήκη δηλώνει την κατάσταση της κολάσεως με τα εξής ονόματα· απώλεια (Φι 3,19· Β´ Πέ 2,3), όλεθρος αιώνιος (Β´ Θε 1,9), θλίψις μεγάλη (Μθ 24,21), μέλλουσα οργή (Μθ 3,7· Λκ 3,7), κόλασις αιώνιος (Μθ 25,46), πυρ αιώνιον (Μθ 18,8), πυρ άσβεστον (Μρ 9,43), όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται (Μρ 9,44), πυρ εσθίον τους υπεναντίους (Εβ 10,27), κάμινος του πυρός (Μθ 13,42), σκότος εξώτερον (Μθ 8,12· 22,13· 25,30), ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων (Μθ 8,12· 24,51· Λκ 13,28), ζόφος του σκότους εις τον αιώνα τετηρημένος (Β´ Πέ 2,17· Ιδ 13), θάνατος (Απ 21,4), δεύτερος θάνατος (Απ 20,14).
Αλλά η πιο συγκλονιστική ονομασία της κολάσεως για τους συγχρόνους του Κυρίου ήταν «γέεννα» (Μθ 5,22. 29· 10,28 κ.α. Μρ 9,43. 47· Λκ 12,5· Ια 3,6), διότι σήμαινε έναν συγκεκριμένο τόπο, τον οποίο γνώριζαν όλοι.
α. Γέεννα
Γέεννα η φάραγξ του Εννόμ λεγόταν ένα φαράγγι, μία χαράδρα έξω από τα Ιεροσόλυμα. Ο τόπος αυτός είχε μιανθεί με τη λατρεία του ειδωλολατρικού θεού Μολώχ, στον οποίο γίνονταν ανθρωποθυσίες.
Πάνω στα χέρια του πυρωμένου χάλκινου αγάλματος εναπέθεταν οι Ισραηλίτισσες τα βρέφη τους, για να καούν ζωντανά και να συμμετέχουν έτσι στη βάρβαρη και αποτροπιαστική λατρεία του Μολώχ.
Αργότερα, όταν ο λαός μετανόησε για την παρεκτροπή, έδειξε κι όλη την αποστροφή του στον βδελυρό τόπο της γεέννης. Τον μετέτρεψε σε κοπρώνα, όπου πετούσαν όλα τα σκουπίδια, τις ακαθαρσίες της πόλεως και τα ψοφίμια, τα οποία καθώς σάπιζαν έτρεφαν πλήθος σκουληκιών που μαζεύονταν εκεί.
Επειδή η χαράδρα γέμιζε και η αποσύνθεση μόλυνε την ατμόσφαιρα, μετέφεραν εκεί πίσσα από τη γειτονική Νεκρά θάλασσα κι έβαζαν φωτιά στο σκουπιδότοπο, που έκαιγε ακατάπαυστα μέρα και νύχτα. Ετσι, ακαθαρσία, φωτιά, βρόμα και καπνός γέμιζαν συνεχώς την περιοχή. Αυτό το χώρο ο Χριστός τον χρησιμοποιούσε ως συμβολική εικόνα της κολάσεως των αμαρτωλών.
β. Η ζωή στην κόλαση
Περισσότερα στοιχεία για τη ζωή στην κόλαση αποκαλύπτει ο Κύριος με συμβολική γλώσσα, με ζωηρές και έντονες εικόνες στην προφητεία περί μελλούσης κρίσεως (Μθ 25,31-46). Τονίζω ότι δεν πρόκειται για μία παραβολή, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά για προφητεία, την οποία διατυπώνει ο Κύριος με σαφή διδασκαλία. Εκεί, λοιπόν, μαθαίνουμε ότι οι κολασμένοι:
* Ζουν αποκομμένοι και απομακρυσμένοι από τον Θεό. Η κατάσταση αυτή είναι αιώνια, χωρίς καμία ελπίδα αλλαγής. Φαντασθείτε τον εαυτό σας κλεισμένο σ’ ένα δωμάτιο η έστω σ’ ένα άνετο και ωραίο σαλόνι, όπου θα μένατε αιώνια ολομόναχος. Δεν σάς είναι φρικιαστική η σκέψη;
* Κατοικούν μαζί με τους δαίμονες, που είναι οι χειρότεροι συγκάτοικοι.
* Βρίσκονται αντιμέτωποι με την αλήθεια. Εκεί βλέπουν τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Οι σκληροί και άσπλαχνοι διαπιστώνουν ότι οι δυστυχισμένοι για τους οποίους αδιαφόρησαν είναι οι αδελφοί του Ιησού Χριστού, ο ίδιος ο Κύριος. Οι εγκληματίες και κακούργοι αναγνωρίζουν ότι σκότωσαν όχι έναν ξένο, όχι έναν εχθρό, αλλά τον ίδιο τον αδελφό τους, που ο Θεός τον είχε βάλει δίπλα τους για να τον αγαπήσουν.
Οι υπερήφανοι αναγνωρίζουν ότι περιφρόνησαν και πλήγωσαν τον ίδιο τον εαυτό τους, οι αλαζόνες βρίσκονται αντιμέτωποι με το κενό τους και οι φθονεροί διαπιστώνουν ότι πλήγωσαν και φαρμάκωσαν όχι κάποιον ξένο, αλλά τον εαυτό τους.
Το γεγονός ότι θα αντιληφθούν οι κολασμένοι την αλήθεια, αλλά δεν θα μπορούν να μετανοήσουν και να αλλάξουν τίποτε, χαρακτηρίζει αρκετά την τραγικότητα της καταστάσεώς τους. Μία ιδέα της καταστάσεως αυτής μας δίνουν δύο περιστατικά που θα αναφέρω στη συνέχεια.
Το πρώτο περιστατικό τοποθετείται στη νεότερη ιστορία της πατρίδος μας, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ενας γενίτσαρος μπαίνει σ’ ένα ελληνικό σπίτι κι αφού άρπαξε και κατέστρεψε ό,τι βρήκε μπροστά του, επιχειρεί ν’ ατιμάσει την κόρη της οικογένειας.
Για να κάνει μάλιστα τη βδελυρή πράξη σκοτώνει τους γονείς και τους αδελφούς της που πρόβαλαν αντίσταση. Αργότερα όμως αποκαλύπτεται ότι αυτή η οικογένεια, την οποία τόσο βάναυσα και απάνθρωπα κατέστρεψε, ήταν η δική του οικογένεια. Δεν μπόρεσε ν αντέξει την αλήθεια· παραφρόνησε.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι η υπόθεση της αρχαίας τραγωδίας του Οιδίποδα. Οταν διαπίστωσε ότι η μητέρα των παιδιών του ήταν η δική του μητέρα, την οποία είχε κάνει σύζυγο, αφού προηγουμένως σκότωσε τον πατέρα του, αισθάνθηκε ανυπόφορη τη ζωή του, έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια και περιφέρονταν «τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα».
Τα δύο αυτά περιστατικά ζωγραφίζουν πολύ ζωηρά την κατάσταση του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια, την οποία αδίκησε. Δεν χρειάζεται κάποια επιπλέον τιμωρία.
Η ταραγμένη συνείδησή του γίνεται ο αμείλικτος κατήγορος που τον ταράσσει, τον πληγώνει περισσότερο από χίλια βασανιστήρια και τον καίει χειρότερα από μύριες φωτιές.
Ενα πρόσφατο παράδειγμα από τη σύγχρονη πραγματικότητα θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως είναι δυνατόν να καίγονται οι κολασμένοι, χωρίς να υπάρχει εκεί φυσική φωτιά.
Πριν μερικά χρόνια οι εφημερίδες ανέφεραν μία τραγική είδηση από τη Θεσσαλονίκη. Μία μητέρα που είχε βγεί στο μπαλκόνι του σπιτιού της με το μωρό της στην αγκαλιά, δεν πρόσεξε, με αποτέλεσμα να της γλιστρήσει το παιδί από τα χέρια, να πέσει κάτω και να σκοτωθεί. Χτυπιόταν και έκλαιγε απαρηγόρητα η τραγική μάνα φωνάζοντας «καίγομαι!». Ηταν η φωτιά της συνειδήσεως που την έκανε να νιώθει πως βρίσκεται μέσα στις φλόγες. Κάπως έτσι θα καίγονται και οι κολασμένοι.
3. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ;
Οπως η κόλαση έτσι και ο παράδεισος είναι μία κατάσταση ασύλληπτη και απερίγραπτη με τις δυνατότητες που διαθέτει ο άνθρωπος. Οπως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να περιγράψουμε τον Θεό, διότι «Θεός καταλαμβανόμενος ουκ έστι Θεός», έτσι και ο παράδεισος είναι μία υπόθεση, λέει ο Ηλίας Μηνιάτης, «που υπερβαίνει κάθε γλώσσα και κάθε νού, διότι ούτε άνθρωπος ούτε άγγελος μπορεί να μας εξηγήσει τον παράδεισο καθώς είναι». «Ω παράδεισε!», έλεγε κάποιος, «ημπορούμεν να σε κερδίσωμεν, μά δεν ημπορούμεν να σε κατανοήσωμεν».
α. Αρρητα ρήματα
Αυτήν τη δυσκολία αισθάνεται ο απόστολος Παύλος, που θέλει να μας μεταφέρει την εμπειρία του παραδείσου. Γι’ αυτό περιορίζεται στο επιγραμματικό «α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α´ Κο 2, 9).
Αυτά που ετοίμασε ο Θεός για τους αγαπητούς του είναι τόσο εξαίσια, που όχι μόνο δεν τα γεύθηκαν οι ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά ούτε κι αυτή η φαντασία δεν έχει τη δυνατότητα να τα συλλάβει ποτέ.
Στη Β´ προς Κορινθίους Επιστολή ο ίδιος απόστολος χαρακτηρίζει τον παράδεισο με τη φράση «άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β´ Κο 12,4). Στη Γραφή αλλού λέγεται ότι στον παράδεισο υπάρχει θέα, αλλού άκουσμα, αλλού άλλα.
Ολα αυτά εκφράζονται εδώ με το «ρήματα», που ερμηνεύεται «πράγματα, γεγονότα». Ο φυσικός άνθρωπος έχει διαιρεμένη την αίσθηση του φυσι-κού κόσμου σε όραση, ακοή, γεύση κτλ. Για τον πνευματικό άνθρωπο και τον πνευματικό κόσμο δεν υπάρχει αυτή η διαίρεση. Ολα είναι ταυτόχρονα και θέαμα και άκουσμα και γεύση και λογισμός.
Η διαίρεση ανήκει στην ύλη. Το πνευματικό είναι απλό και ενιαίο. Η παραδείσια κατάσταση είναι κατά τον Παύλο άρρητη, ανέκφραστη. Αυτό σημαίνει το «α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι», δεν μπορεί ο άνθρωπος να τα εκφράσει με λόγια.
Η ανθρώπινη νοσηρή περιέργεια με αφορμή αυτό το χωρίο έπλασε ολόκληρο βιβλίο, την Αποκάλυψη Παύλου η Αναβατικό Παύλου.
Εκεί, σαν να μετάνιωσε ο απόστολος που δεν μίλησε στη Β´ προς Κορινθίους Επιστολή του, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια όλα τα «άρρητα ρήματα» που άκουσε στον παράδεισο. Το βιβλίο αυτό το απέρριψε η Εκκλησία ως απόκρυφο, όπως απορρίπτει και αποδοκιμάζει και κάθε παρόμοιο κείμενο οραματιστών, που με πολλές φλυαρίες περιγράφουν αυτά που «είδαν».
Ο Παύλος, ο οποίος πράγματι είδε τον παράδεισο, λέει ότι αδυνατεί να μιλήσει γι’ αυτόν άνθρωπος. Εκείνοι που δεν είδαν τίποτε μπορούν να περιγράφουν λεπτομερώς, επειδή ακριβώς περιγράφουν τα γεννήματα της φαντασίας τους και όχι την πραγματικότητα. Και μόνον αυτή η περιγραφή αρκεί για να βεβαιώσει το ψέμα τους.
β. «Ομοιοι αυτώ εσόμεθα»
«Εν δόξη» χαρακτηρίζει την παραδείσια κατάσταση ο απόστολος Παύλος στην προς Κολασσαείς Επιστολή. «Οταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κλ 3,4). Δόξα, δηλαδή λάμψη και ακτινοβολία, εκπέμπει η ζωή του παραδείσου.
Ο μαθητής της αγάπης, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, δίνει μία σύντομη αλλά αποκαλυπτική περιγραφή του παραδείσου στην Α´ Επιστολή του.
«Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι» (Α´ Ιω 3,2). Η υιοθεσία των χριστιανών δεν είναι μόνο μία παρούσα ευλογία.
Είναι και μία εγγύηση για τη δόξα του μέλλοντος, τη λάμψη του παραδείσου. Κι αυτή ορίζεται ως θέα του Θεού και θέωση του πιστού.
Θα βλέπουμε τον Θεό όπως είναι και θα αποκτήσουμε κι εμείς τις ιδιότητές του, σε σχετικό βέβαια βαθμό. Να, τι είναι ο παράδεισος. Ποθώντας τον ο πιστός προετοιμάζει τον εαυτό του για τη μεγάλη συνάντηση με τον Θεό. Πριν γίνει όμοιος μ’ Εκείνον, εξαγνίζει τον εαυτό του, γίνεται όπως ήταν ο Χριστός στην επίγεια ζωή του. Κι όσο πιο πολύ μοιάζει με τον Χριστό, τόσο πιο σίγουρα θα εξομοιωθεί με τον Θεό και θα αξιωθεί του παραδείσου.
Οτι στον παράδεισο θα ζούμε σαν άγγελοι στην πνευματική διάσταση το αποκαλύπτει ο Κύριος, απαντώντας στην απορία των Σαδδουκαίων (Μθ 22,30).
γ. Μαζί με τον Χριστό
Πιο συγκεκριμένη πληροφορία για τη ζωή στον παράδεισο δίνει ο Χριστός στους μαθητές του με την υπόσχεση ότι θα τους έχει μαζί του, διότι «εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν» (Ιω 14,2).
Την ίδια μαρτυρία επαναλαμβάνει ο απόστολος Παύλος γράφοντας στους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης· «πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α´ Θε 4,17) και· «ίνα είτε γρηγορώμεν είτε καθεύδωμεν άμα συν αυτώ ζήσωμεν» (Α´ Θε 5,10).
Αυτό ακριβώς είναι ο παράδεισος, ζωή με τον Χριστό. Το καθορίζει ρητά ο ίδιος ο Κύριος στην αρχιερατική προσευχή του· «Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω 17,3).
Οποιος δέχεται τον Ιησού Χριστό γίνεται κοινωνός της αιωνίου ζωής, μέτοχος του παραδείσου, διότι ο παράδεισος αρχίζει από την παρούσα ζωή, από την εκλογή και την τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι του Ιησού Χριστού.
Το πρόσωπο του Χριστού κρίνει και τοποθετεί στον παράδεισο τον πιστό. Κι αντίστροφα, παράδεισος για τον πιστό είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό ο άγιος Χρυσόστομος έλεγε· «Αν πάω στον παράδεισο και μου πούν ότι ο Χριστός δεν είναι εκεί αλλά στην κόλαση, θα ζητήσω να πάω στην κόλαση, διότι η κόλαση με τον Χριστό γίνεται παράδεισος, όπως και ο παράδεισος χωρίς τον Χριστό γίνεται κόλαση».
4. ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ;
Ενα εύλογο ερώτημα που συνδέεται άμεσα με το θέμα μας είναι το εξής· Αλλος είναι ο παράδεισος στον οποίο τοποθετήθηκε ο Αδάμ και άλλος αυτός τον οποίο προσδοκούμε οι χριστιανοί; Και σε ποιο σημείο της γης ήταν εκείνος ο παράδεισος;
Η θέση του πρώτου παραδείσου, όπου έζησαν οι πρωτόπλαστοι, είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, που απασχόλησε πιστούς και επιστήμονες επί αιώνες τώρα. Η βιβλική διήγηση μας βεβαιώνει ότι ήταν επίγειος τόπος.
«Παράδεισος», πρώτα στην περσική και κατόπιν στην ελληνική γλώσσα, σημαίνει δρυμός, δασωμένη περιοχή με όλο της το περιεχόμενο· λειβάδια, περιβόλια, κήπους, δένδρα, λουλούδια, πουλιά, ζώα, νερά. Οσα λέγονται στο 2ο και 3ο κεφάλαιο της Γενέσεως δικαιολογούν απόλυτα την ονομασία.
Ο παράδεισος ήταν ένας κήπος. Που όμως, σε ποιο σημείο της γης βρισκόταν αυτός ο κήπος; Εδώ προκύπτει το πρόβλημα, που παίρνει τεράστιες διαστάσεις καθώς προσπαθούν να βρουν τη λύση του τόσο οι πατέρες και οι αρχαίοι διδάσκαλοι όσο και οι νεότεροι ερμηνευτές.
α. Πλήθος απαντήσεων
Μερικοί αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν επιτρέπουν καν την ενασχόληση με το ζήτημα, διότι το θεωρούν άλυτο και ανώφελο πνευματικά. Αλλοι λένε για τον παράδεισο τόσα μόνο όσα και η αγία Γραφή. Αρκούνται να επαναλάβουν ότι «πάντως κατ’ ανατολάς κείται». Αλλοι, τέλος, προσδιορίζουν διάφορες τοποθεσίες.
Στα νεότερα χρόνια το θέμα απασχολεί πολύ όχι μόνο τους θεολόγους αλλά και άλλων ειδικοτήτων επιστήμονες, που με τη βοήθεια των αρχαιολογικών ανασκαφών και της ιστορίας ερευνούν και αγωνίζονται να φέρουν στο φως τον κήπο της Εδέμ. Πλησιάζουν την εκατοντάδα οι θεωρίες που διατυπώθηκαν για να απαντήσουν στο ερώτημα «που έκειτο ο παράδεισος;».
Αρκετές αξιοποιούν τις μαρτυρίες της αγίας Γραφής και προβαίνουν σε σοβαρές παρατηρήσεις. Πολλές δεν λαμβάνουν καν υπ όψιν τους τη βιβλική διήγηση, ενώ άλλες είναι εντελώς πρόχειρες η και γελοίες.
Δεν θα αναφερθούμε εδώ στις θεωρίες περί παραδείσου, που η καθεμιά έχει τα υπέρ και τα κατά αυτής. Θα παρουσιάσουμε μόνο τα συμπεράσματα που απορρέουν από τη διήγηση της Γενέσεως και από τη διδασκαλία των πατέρων της Εκκλησίας μας, ώστε να δοθεί μία γενική αλλά σαφής εικόνα του θέματος.
β. Μέρος της δημιουργίας
Ο παράδεισος κατασκευάσθηκε από τον Θεό συγχρόνως με την υπόλοιπη δημιουργία· δηλαδή την τρίτη ημέρα που έγινε ο διαχωρισμός των υδάτων και η βλάστηση σε όλη τη γη, έγινε και στον παράδεισο· την πέμπτη τα πτηνά και τα υδρόβια, που εμφανίσθηκαν στο πρόσωπο της γης, γέμισαν και τον παράδεισο κ.ο.κ.
Ολη η δημιουργία ήταν ωραία, διότι ο Θεός τα δημιούργησε όλα «καλά λίαν» (Γε 1,31). Ο τόπος του παραδείσου όμως ήταν άριστος, διότι από την αρχή ο Θεός τον προόριζε για κατοικία του ανθρώπου.
Που βρισκόταν ο παράδεισος; Η αγία Γραφή μας δίνει ένα γενικό τοπικό προσδιορισμό· «Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς» (Γε 2,8).
Η Εδέμ βρισκόταν στα ανατολικά της χώρας όπου ήταν οι Εβραίοι και ο Μωυσής, όταν έγραφε τη Γένεση. Ο Μωυσής έγραφε στη χερσόνησο του Σινά. Ανατολικά βρίσκονται η Αραβία, η Ιορδανία και η Αρμενία, η Μεσοποταμία και η Περσία. Ακόμη ανατολικότερα το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και η Ινδία και όλη η ανατολική και νότιος Ασία. Δεν προσδιορίζει η Γραφή ποιές ακριβώς χώρες περιλάμβανε ο παράδεισος.
Πάντως με τα ονόματα των ποταμών (Φισών, Γεών, Τίγρης και Ευφράτης) και των χωρών (Ευιλάτ, γη Αιθιοπίας, Ασσύριοι) που αναφέρονται, ο παράδεισος εντοπίζεται περίπου στη δυτική η νοτιοδυτική Ασία.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αποτελούσε μέρος της περιοχής αυτής η την κάλυπτε ολόκληρη η η περιοχή ήταν ένα μέρος του. Πάντως και η ιστορία επιβεβαιώνει την πληροφορία της Γραφής, διότι θεωρεί κοιτίδα του ανθρωπίνου γένους την περιοχή μεταξύ Τίγρη και Ευφράτη, τη λεγόμενη Μεσοποταμία.
γ. Αισθητός και νοητός
Ο παράδεισος πρόσφερε στον άνθρωπο ένα τέλειο φυσικό περιβάλλον. Εκεί όλες οι αισθήσεις χόρταιναν και ικανοποιούνταν στον τέλειο βαθμό. Αλλά η απόλαυση των πρωτοπλάστων δεν ήταν μόνο υλική και σωματική.
Ηταν συγχρόνως και πνευματική. Ενώ το σώμα τους τερπόταν από τα υπέροχα θεάματα, τους εξαίσιους ήχους, τους γλυκύτατους καρπούς κτλ., ο εσωτερικός άνθρωπος ευφραινόταν στη συντροφιά του Θεού, στην ανεμπόδιστη και συνεχή επικοινωνία μαζί του.
Ηταν, λοιπόν, ο πρώτος παράδεισος διπλός στη φύση του· αισθητός και νοητός, υλικός και πνευματικός.
Μετά την πτώση, την πνευματική αποστασία του ανθρώπου και τη διακοπή της αμέσου επικοινωνίας του με τον Θεό, ακολούθησε η τοπική απομάκρυνσή του από την Εδέμ. Αφού αθέτησε την πνευματική προσφορά του παραδείσου, έχασε και τη φυσική του απόλαυση. Τώρα πλέον ο «παράδεισος της τρυφής» (Γε 2,15· 3,23. 24) έμεινε ακατοίκητος.
Εχασε τον ειδικό προορισμό του και γι’ αυτό εξομοιώθηκε με την υπόλοιπη πλάση. Κι όπως εκείνη φέρει έκδηλα πάνω της τα σημάδια της φθοράς, που προκάλεσε η αμαρτία του αποστάτη ανθρώπου, έτσι και ο παράδεισος έχασε την ομορφιά και τη χάρη, με την οποία τον είχε στολίσει ο Δημιουργός.
5. ΘΑ ΞΑΝΑΔΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ;
Είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τον τόπο του παραδείσου σήμερα. Αλλά αν η αναζήτηση του τόπου αυτού είναι άσκοπη, δεν είναι όμως και μάταιη η επιθυμία γι’ αυτόν.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Γραφής και των πατέρων, το σχέδιο της θείας οικονομίας θα ολοκληρωθεί με την αποκατάσταση του ανθρώπου στο αρχαίο κάλλος και την επάνοδό του στον παράδεισο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε πως θα εμφανισθεί και πάλι στη γη ο κήπος Εδέμ μ’ εκείνη την πρώτη του μορφή. Μία τέτοια προσδοκία κινδυνεύει να μας υποδουλώσει σε αιρετικές δοξασίες, όπως π.χ. οι κακοδοξίες των χιλιαστών και των μωαμεθανών, που φαντάζονται τον παράδεισο ως επίγεια απόλαυση.
Αποφθεγματική η γνώμη του αγίου Χρυσοστόμου εκφράζει την ορθόδοξη πίστη μας· Ο Θεός κρύβει από τους ανθρώπους κάθε δρόμο για τον παράδεισο, για να μη γίνει αυτός κτήμα των πλουσίων.
Διότι μόνο εκείνοι που διαθέτουν χρήμα θα μπορούσαν να φθάσουν σ’ αυτόν. Αφησε μόνο ένα δρόμο· εκείνον της αρετής. Μ’ αυτό το δρόμο όχι μόνο βρίσκει ο άνθρωπος τον παράδεισο αλλά και μπαίνει σ’ αυτόν κι απολαμβάνει τα αγαθά του. Ποιος όμως είναι αυτός ο παράδεισος;
α. Νέος παράδεισος στη γη
Κυκλοφορούν μερικές διηγήσεις που μιλούν για κάποιον παράδεισο κρυμμένο σε ένα άγνωστο και άβατο μέρος της γης. Εκεί, λένε, ζη ο Ηλίας και θα τον δούμε, όταν μια μέρα θα κατορθώσουμε να βρούμε αυτόν τον τόπο και να τον περπατήσουμε.
Πρόκειται για απόκρυφες διηγήσεις και φαντασιώσεις, που μόνο αρρωστημένα πνεύματα μπορούν να ικανοποιούν. Σήμερα όλη η γη είναι εξερευνημένη και τοπογραφημένη σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν υπάρχει κρυφός τόπος, που κάποτε θα ανακαλυφθεί.
Ο νέος παράδεισος για τον οποίο μιλά η αγία Γραφή είναι βέβαια κι αυτός επίγειος, δεν περιορίζεται όμως σ’ έναν τόπο, αλλά αγκαλιάζει όλη τη γη. Είναι η Εκκλησία του Χριστού. Ο παράδεισος στην παρούσα κατάσταση ζωής δεν ανακαλύπτεται· αποκαλύπτεται από τον Ιησού Χριστό σε όλους εκείνους που τον δέχθηκαν, συμφιλιώθηκαν με τον Θεό και αποτέλεσαν έτσι τη νέα οικογένεια του Θεού, την καινή κτίση. Προσφέρεται στα μέλη της Εκκλησίας.
Στην Εκκλησία οι πιστοί:
* Χαίρονται την άφεση των αμαρτιών, την υιοθεσία, την εν Χριστώ αδελφότητα.
* Βλέπουν κι ακούν τον Θεό δια της πίστεως.
* Γίνονται «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β´ Πέ 1,4) με τα μυστήρια.
Ολα αυτά απαρτίζουν την πρώτη γεύση του παραδείσου εδώ στη γη.
β. Η συνέχεια στον ουρανό
Με το θάνατο ο πιστός περνά από τον επίγειο παράδεισο της στρατευομένης Εκκλησίας στον επουράνιο. Εκεί, στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, ζη και χαίρεται η ψυχή του την παρουσία του Θεού, απολαμβάνει την τέλεια μακαριότητα.
Αλλά δεν σταματά εδώ η παραδείσια μακαριότητα. Επειδή ο άνθρωπος έχει ψυχή και σώμα, ο Κύριος προνόησε και προγραμμάτισε να ικανοποιήσει και το σώμα μαζί με την ψυχή στην τελική μορφή του παραδείσου, η οποία θα αποκαλυφθεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, όταν θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, η κρίση και το τέλος του κόσμου.
Τότε «αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον· έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α´ Θε 4,16-17).
Θα αναστηθούν τα σώματα των νεκρών, ενώ τα σώματα των ζωντανών θα αφθαρτοποιηθούν και θα μπούν στη νέα κατάσταση ζωής. Θα είναι δηλαδή όπως ήταν το σώμα του αναστημένου Χριστού και θα ζούμε όλοι «συν Κυρίω».
Τα χαρακτηριστικά αυτής της «συν Κυρίω» ζωής είναι η αφθαρσία και η αιωνιότητα. Οπως τα σώματα θα αφθαρτοποιηθούν, έτσι και η κτίση όλη θα υποστεί μία αλλοίωση, ένα μετασχηματισμό ανάλογο με τη νέα κατάσταση ζωής. Τώρα η κτίση συστενάζει μαζί με τον άνθρωπο, διότι έχει υποταχθεί στη ματαιότητα (βλ. Ρω 8,22).
Τότε θα ελευθερωθεί από τη δουλεία της φθοράς. Το σημερινό σύμπαν θα καταστραφεί (βλ. Β´ Πέ 3,7-10) και τη θέση του θα πάρει η νέα κτίση· «καινούς δε ουρανούς και γην καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν, εν οίς δικαιοσύνη κατοικεί» (Β´ Πέ 3,13).
Σ’ αυτή τη νέα κατάσταση πραγμάτων, άφθαρτοι εμείς μέσα στο αφθαρτοποιημένο σύμπαν θα ζήσουμε απόλυτα την εμπειρία του παραδείσου.
|