Χριστός Ανέστη , χαρά μου!
Aυτός ο κυρτωμένος γεράκος, αυτό το τρυφερό πλάσμα που έλεγε τους ανθρώπους «χαρά μου» και -ταυτόχρονα- ήταν αμείλικτος με τον εαυτό του (στον οποίο δεν παρείχε τις κατά κόσμον διευκολύνσεις αλλά του Θεού τις αναπαύσεις «εκβίαζε» με τον απαράκλητο βίο του) μου είναι τόσο οικείος….
Για να πούμε την πάσα αλήθεια, τον οικειοποιήθηκα όταν –πριν χρόνια- διαβάζοντας το συναξάρι του, βρήκα, στις σχέσεις του με τους άλλους, λίγο από το βελούδο που όλοι ψάχνουμε για να αποθέσουμε τα….νάζια της αδημομονούσης καρδιάς μας.
Έλεγα «κοίτα βρε παιδί μου, τι γλυκός που είναι…Κρατάει τα ασκητικά για πάρτη του και στους άλλους δίνει τόσο έλεος, τόση ελεημοσύνη, τόση δικαιολογία που είναι σαν να σε κερνάει –σπάταλα - σοκολάτες και παγωτά, κάποιος που τρέφεται με ρίζες δέντρων.
Και τούτη η ..προνομιακή μεταχείριση αντί να σε κάνει να συνηθίζεις σε μαλθακότητα, σε ωθεί να θέλεις να αφήσεις τις καλοσύνες του να λιώσουν, να πάνε χαμένες, σπονδή σε όσα και κείνος απαρνείται για να βρει το Ουσιαστικό. Μάλλον με τέτοια «κόλπα» ή περισσεύματα ασυνήθιστης αγάπης σε μπουκώνουν οι άγιοι και -αναπόφευκτα- επιδιώκεις να γίνεις της προσκολλήσεως με Κείνον που αυτοί είναι Φίλοι και η παρέα μαζί Του τους έχει κάνει αυτό που σε τρελαίνει!».
Όταν κοιμήθηκε ο μπαμπάς μου, ζήτησα και έγραψαν στον τάφο του «Χριστός Ανέστη χαρά μου», όπως χαιρετούσε ο άγιος και αυτό με ανέπαυσε καθώς θεώρησα πως ίσως έτσι να χαιρετούσε και ο μπαμπάς -που ήταν αγωνιστής χριστιανός και εύχαρης άνθρωπος- αν είχε διαβάσει για τον άγιο.
Και επιπλέον είπα –αυθαίρετα- να υπάρχει κάτι μεταξύ τους που θα μπορούσε να βοηθήσει τον μπαμπά μου στην ανάσταση…Ισχυρές γνωριμίες που λέμε…
Αύριο τελούμε την ανάμνηση της ανακομιδής των λειψάνων του αγίου και ο άντρας μου σε λίγο θα πάει στο μοναστήρι, που τιμάται στο όνομα του αγίου και βρίσκεται στο χωριό του, για τον πανηγυρικό εσπερινό.
Δόξα τω Θεώ, μας κλωθογυρίζει ο άγιος ή εμείς ανακατεύομαστε στα πόδια του…
Ο Βίος του
Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο Κούρσκ της Ρωσίας το 1759 και οι γονείς του, Ισίδωρος και Αγάθη, αν και πλούσιοι, ήταν άνθρωποι ευσεβείς.
Το κοσμικό όνομα του Αγίου ήταν Πρόχορος Μοσνίν, προς τιμήν του Αγίου Προχόρου, ενός εκ των επτά διακόνων. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Πρόχορος ήταν μόλις τεσσάρων ετών.
Η μητέρα του με τα λόγια της αλλά κυρίως με το παράδειγμά της, έγινε πια η μοναδική νυμφαγωγός της ψυχής του. Από μικρός ο Άγιος έδειξε ότι διέθετε μία ψυχή πλούσια σε χαρίσματα. Γι’ αυτό και ήδη από τη νηπιακή του ηλικία έχουμε μια σειρά από παρεμβάσεις της θείας Πρόνοιας που βρήκε ως κατοικητήριο την αγνή του καρδιά.
Σε ηλικία 7 ετών η μητέρα του τον πήρε μαζί της στο πανύψηλο καμπαναριό του Αγίου Σεργίου που κτιζόταν και εκείνος, καθώς έτρεχε, έπεσε από αυτό το ύψος και ενώ η έντρομη μητέρα του έτρεξε περιμένοντας να αντικρίσει το παιδί της νεκρό, εκείνο -ως δια θαύματος- δεν είχε πάθει τίποτα. Αλλά και όταν ήταν σε ηλικία 10 ετών και αρρώστησε τόσο βαριά που ήταν βέβαιο ότι θα πέθαινε, η ίδια η Παναγία του εμφανίσθηκε και του υποσχέθηκε ότι θα τον θεραπεύσει. Και πραγματικά, λίγες ημέρες μετά, η λιτάνευση της θαυματουργικής εικόνας της Παναγίας του Κούρσκ περνούσε κάτω από το σπίτι των Μοσνίν και η μητέρα του Αγίου τον πήρε στην αγκαλιά της και τον έβγαλε έξω για να την προσκυνήσει.Αμέσως ο άγιος έγινε καλά και έκτοτε πολύ ευλαβείτο την Παναγία μας.
Η αγάπη του για τον Θεό ήταν ολοκληρωτική εκ κοιλίας μητρός. Μελετούσε καθημερινά και με δίψα την αγία Γραφή, το Ψαλτήρι και το Ωρολόγιο και όλα τα Πατερικά βιβλία. Λαχταρούσε με όλη την δύναμη της ψυχής του να βρίσκεται συνεχώς στον οίκο του Θεού γι’ αυτό και έτρεχε στις ιερές ακολουθίες. Όταν αργότερα η εργασία του δεν του επέτρεπε να παρακολουθεί καθημερινά την Θεία Λειτουργία και τον Εσπερινό, πήγαινε πολύ πρωί μόνο στον Όρθρο και κατόπιν ξεκινούσε για την δουλειά του.
Μέρα με την ημέρα, χρόνο με τον χρόνο, ο Πρόχορος ένοιωθε να τον τραβά όλο και περισσότερο η κλήση για τον μοναχικό βίο. Όταν λοιπόν έφθασε η ώρα για την επιλογή του τόπου που θα γινόταν το πεδίο των θαυμαστών πνευματικών του καμάτων, συμβουλεύτηκε τον Άγιο Δοσίθεο τον Έγκλειστο στην Λαύρα του Κιέβου, ο οποίος τον συμβούλευσε να πάει στο Σαρώφ. Γύρισε για λίγο στην πατρίδα του στο Κούρσκ, ίσα-ίσα για να αποχαιρετήσει τούς δικούς του. Η ημέρα του αποχωρισμού ήταν δύσκολη και συγκινητική για μητέρα και γιο. Του έδωσε λοιπόν την ευχή της και έναν χάλκινο σταυρό -που ο Πρόχορος φορούσε φανερά στο στήθος του για να του θυμίζει τις μοναχικές υποσχέσεις του- και εκείνος ξεκίνησε την μοναχική του πορεία, για το Σαρώφ.
Το Κοινόβιο της Ερήμου του Σαρώφ είχε ιδρυθεί το 1706 από τον ιερομόναχο Ιωάννη ο οποίος ήταν γνωστός για τον πνευματικό του αγώνα και τις μεγάλες δοκιμασίες που περνούσε. Ο Πρόχορος έφθασε εκεί στις 20 Νοεμβρίου του 1778 όταν Ηγούμενος ήταν ο πράος και ταπεινός ιερομόναχος Παχώμιος, ο οποίος αμέσως διέκρινε την μοναχική κλίση του και τον συμπάθησε. Τον δέχτηκε λοιπόν στην τάξη των δοκίμων και τον έβαλε κάτω από την υπακοή του Γέροντος Ιωσήφ, που είχε το διακόνημα του οικονόμου. Ο Πρόχορος τηρούσε τούς μοναχικούς του κανόνες με ζήλο. Ήταν πρόθυμος και γι' αυτό έγινε αγαπητός σε όλους. Υπηρέτησε σε όλα τα διακονήματα, στο αρτοποιείο σαν προσφοράρης, κατόπιν στο ξυλουργείο, μετά σαν αφυπνιστής, δηλαδή περιερχόταν τα κελιά των μοναχών και κτυπώντας την πόρτα τούς ειδοποιούσε για την έναρξη της ακολουθίας, μετά ως εκκλησιαστής κ.λπ. Μελετούσε Αγία Γραφή πάντα σε στάση προσευχής, το Ψαλτήρι αλλά και πολλά Πατερικά και ασκητικά βιβλία.
Ήδη όμως, από νωρίς, η ψυχή του νεαρού αγωνιστή διψούσε για την έρημο.
Η έρημος του Σαρώφ ήταν αρκετά μακρυά από το Μοναστήρι και συχνά κατέφευγαν εκεί πολλοί πατέρες για να συνεχίσουν την σκληρή, ασκητική ζωή τους στα βάθη της.
Εκεί κατέφυγε -με την ευχή του Γέροντά του- και ο Πρόχορος. Κοντά στην φύση η ψυχή του παραδιδόταν απερίσπαστη στην προσευχή και ανυψωνόταν όλο και περισσότερο σε μία μυστική ένωση με τον Θεό. Η άσκησή του γινόταν όλο και αυστηρότερη με σκληρή νηστεία και εντονότερη προσευχή.
Για τρία χρόνια περνά, κατά παραχώρηση του Θεού, μια σκληρή δοκιμασία. Το 1780 αρρωσταίνει βαριά, πιθανότατα από υδρωπικία, το σώμα του γεμίζει πληγές, πρήζεται και μένει ακίνητος στο κρεβάτι. Κλαίει από τούς πόνους αλλά ούτε λέξη γογγυσμού και παράπονου δεν βγαίνει από το στόμα του. Παραδίδεται ψυχή και σώματι στον Ιησού Χριστό και ζητά από τον Γέροντά του να μεταλάβει των αχράντων Μυστηρίων. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας εμφανίσθηκε στο κελί του η Θεοτόκος, μέσα σε άρρητο φως, με τούς Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. Τον έδειξε με το χέρι της λέγοντας "Αυτός είναι από την γενιά μας" και κατόπιν αφού ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του, άρχισε όλο το υγρό που είχε μαζευτεί στο σώμα του από την αρρώστεια, να τρέχει από μία τρύπα που σχηματίσθηκε στη δεξιά του πλευρά. Όλοι απόρησαν για την ταχύτατη ανάρρωσή του, μετά την μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων. Εκείνος με την εμφάνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου δυνάμωσε στην πίστη και στην ελπίδα για την πρόνοια του Θεού.
Σ’ εκείνον ακριβώς τον χώρο της θαυματουργικής θεραπείας του, χτίστηκε ιερός ναός που τα έξοδά του ανέλαβε να διεκπεραιώσει, με εράνους, ο Πρόχορος.
Η περίοδος της δοκιμασίας διήρκησε οκτώ χρόνια και ο Πρόχορος κρίθηκε ότι ήταν πλέον έτοιμος να γίνει μοναχός.
Στις 13 Αυγούστου του 1786 έγινε η μοναχική του κουρά και πήρε το όνομα Σεραφείμ δηλαδή φλογερός, αφού το χαρακτηριστικό του ήταν η ένθερμη αγάπη του και ο ζήλος του προς τον Ιησού. Τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου χειροτονείται διάκονος. Επί επτά χρόνια μέχρι την χειροτονία του σε ιερέα υπηρετεί το άγιο θυσιαστήριο με διπλάσια φλόγα και αγάπη Θεού.
Η Θεία Πρόνοια τον ενισχύει και τον δυναμώνει με θαυμαστές εμφανίσεις της Θεοτόκου, των Αγίων, των αγγέλων, ακόμα και του Κυρίου μας, ειδικά την ώρα της Θείας Λατρείας. Αυτές όμως οι οπτασίες αντί να τον ρίχνουν σε εγωισμό τον έκαναν όλο και πιο ταπεινό, παραδομένο ολοκληρωτικά στην σκέψη του Θεού που αγαπούσε μ’ όλη την δύναμη της ψυχής του.
Η ερημιά τον τραβούσε όλο και περισσότερο, αφού του έδινε την ευκαιρία της απρόσκοπτης και πολύωρης προσευχής. Όταν λοιπόν το 1793 συμπλήρωσε τα 34 χρόνια της ζωής του και χειροτονήθηκε ιερέας, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1793, αποσύρθηκε μονίμως στην έρημο, διπλασιάζοντας τούς πνευματικούς του αγώνες και οδηγούμενος με την νηστεία, την εγκράτεια, την απομόνωση και προπαντός την προσευχή, στην κορυφή της πνευματικής τελειώσεως.
Το ερημητήριό του μάλιστα έγινε με θαυμαστό τρόπο, άβατο, δηλαδή απροσπέλαστο σε γυναίκες και κατόπιν για όλους.
Ο όσιος προσευχόταν στον Θεό να του δείξει αν είναι το θέλημά Του να μην τον επισκέπτεται κανείς στην σκήτη του. Και πράγματι ένα πρωί που πήγαινε στο μοναστήρι του για να παρακολουθήσει την Θεία Λειτουργία βρήκε το μονοπάτι του φραγμένο με ψηλά, απροσπέλαστα έλατα ,που έπλεκαν σε ένα πυκνό φράχτη τα κλαδιά τους.
Απομονωμένος λοιπόν από όλους και με το νου αποκλειστικά στραμμένο στον Θεό, συνεχίζει την αυστηρή μοναχική του πορεία. Λεπτομέρειες της σκληρής ασκητικής του ζωής γνωρίζει μόνον ο Θεός. Όσα ξέρουμε είναι εκείνα τα λίγα που είδαν οι γείτονές του συνασκητές, στα κλεφτά, μέσα από τον πυκνό φυσικό φράχτη του ερημητηρίου του.
Η νηστεία του ήταν πολύ αυστηρή και τρεφόταν μόνον με λίγα λαχανικά που καλλιεργούσε ο ίδιος. Η ενδυμασία του, χειμώνα- καλοκαίρι η ίδια, ένα τριμμένο άσπρο, λινό ζωστικό. Προς το τέλος της ζωής του, τρεφόταν –αποκλειστικά- με ένα χόρτο που για τον χειμώνα το ξέραινε και τρεφόταν με λιγοστό από αυτό.
Μέρα με την ημέρα, ο πόλεμος του διαβόλου γίνεται όλο και πιο έντονος. Αλλά και ο όσιος εντείνει και αυτός τον αγώνα. Μεταξύ του κελλιού του και της Μονής βρίσκεται μία τεράστια πέτρα. Κατά το παράδειγμα των στυλιτών, ο Άγιος προσεύχεται γονατιστός επί της πέτρας για χίλιες ημέρες και χίλιες νύχτες. Ήταν μία άσκηση που χρειαζόταν μεγάλη αντοχή, πνευματική και σωματική. Την τηρούσε όμως με άκρα μυστικότητα που απεκαλύφθη λίγες ημέρες πριν την κοίμησή του. Η καρδιά του προσηλωμένη αποκλειστικά στον Θεό γέμισε από Εκείνον, καθώς ένοιωθε να τον βοηθά σ’ αυτό η Θεία Χάρις.
Ο διάβολος λυσσομανά θέλοντας να τον διώξει από την έρημο. Κάποτε μέσα στο δάσος, ενώ έκοβε ξύλα, δέχτηκε την επίθεση τριών ληστών που τον κακοποίησαν τόσο άσχημα που όλοι πίστεψαν ότι θα πεθάνει. Μισοπεθαμένος και μέσα σε φριχτούς πόνους, έφτασε στο Μοναστήρι του. Οι γιατροί που τον εξέτασαν διέγνωσαν ότι είχε το κεφάλι και τα πλευρά του σπασμένα, το στήθος ήταν ποδοπατημένο και είχε πολλές θανάσιμες πληγές σ’ όλο το σώμα του. Δεν μπορούσε ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί.
Μια βραδιά του εμφανίσθηκε η Υπεραγία Θεοτόκος και από τότε άρχισε να αισθάνεται καλύτερα. Αρνήθηκε την βοήθεια των γιατρών και παραδόθηκε εξ' ολοκλήρου στον γιατρό των ψυχών και των σωμάτων, στον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Αμέσως μετά το όραμα, οι δυνάμεις του άρχισαν να επανέρχονται.
Τον Μάιο του 1810 επιστρέφει, μετά από 15 χρόνια στην έρημο, στο Μοναστήρι.
Νέο στάδιο αγώνων γίνεται το παλιό του κελλί. Ακολουθεί την έγκλειστη ζωή, μιμούμενος αυτή την φορά όχι τούς στυλίτες, αλλά τούς εγκλείστους αγίους πατέρες. Μένει διαρκώς στο κελλί του χωρίς να μιλά σε κανέναν. Σ’ αυτό τον βοήθησε η άσκηση της σιωπής που τήρησε, για τρία χρόνια, στην έρημο. Τηρεί φυσικά αυστηρότατη νηστεία με ελάχιστο ψωμί η λίγο λάχανο.
Σε μία βδομάδα διάβαζε όλη την Καινή Διαθήκη, την Δευτέρα το κατά Ματθαίον, την Τρίτη το κατά Μάρκον, την Τετάρτη το κατά Λουκάν, την Πέμπτη το κατά Ιωάννην, την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή τα υπόλοιπα, δηλαδή τις Πράξεις, τις Επιστολές και την Αποκάλυψη. Πέντε χρόνια μετά, ανοίγει για όλους την πόρτα του κελλιού του.
Ήδη έχει φτάσει σ’ εκείνα τα πνευματικά ύψη που τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τον αποσπάσει από την σκέψη του Θεού. Γίνεται πηγή πνευματικού πλουτισμού και όσοι τρέχουν κοντά του βρίσκουν τον πνευματικό οδηγό που τούς γεμίζει από την χαρά του αγίου Πνεύματος, με την οποία ο ίδιος κατακλύζεται.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΧΑΡΑ ΜΟΥ, ήταν ο καθημερινός χαιρετισμός του Αγίου.
Ενα βράδυ, μετέφερε μία μεγάλη πέτρα και την τοποθέτησε κοντά στο Ιερό του ναού της Κοιμήσεως. Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς τοποθετήθηκαν τα άγια λείψανά του, μετά τον θάνατό του. Η πέτρα άλλωστε που τοποθέτησε εκεί ο Άγιος ,ήταν το σημάδι του προορατικού του χαρίσματος, γιατί σήμαινε το τέλος της έγκλειστης ζωής του και τον επικείμενο θάνατό του.
Η ζωή του Αγίου -ειδικά αυτήν την περίοδο- είναι πλούσια τόσο σε πνευματικές νουθεσίες και διδαχές ,όσο και σε αναρίθμητα θαύματα. Έτρεχαν από παντού να τον συμβουλευθούν και να ακούσουν τις θεόπνευστες διδαχές του.
Όταν κοιμήθηκαν οι στάρετς Παχώμιος και Ησαΐας, που ήσαν οι πνευματικοί πατέρες και καθοδηγητές της γυναικείας Μονής του Ντιβέγιεβο που τόσο ενίσχυσαν και στήριξαν τη Μονή, ανέλαβε, όπως το είχε υποσχεθεί, εκείνος πια ως πνευματικός πατέρας τις μοναχές, στέλνοντας πολλές ψυχές στον αγωνιστικό στίβο της μοναχικής ζωής. Σε μικρή απόσταση από την ανδρώα μονή που εγκαταβιούσε ο Άγιος, βρισκόταν η γυναικεία Μονή του Ντιβέγιεβο για την οποία μεριμνούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Με εντολή της Θεοτόκου είχε αναλάβει και τις Μονές του Αρντατώφ και του Ζελενογκόρσκ.
Για δωδέκατη φορά, στις 25 Μαρτίου του 1831, ένα χρόνο και δέκα μήνες πριν την κοίμησή του, αξιώθηκε μιας θαυμαστής θείας εμφανίσεως.
Η Υπεραγία Θεοτόκος με δώδεκα Αγίες, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Αγγέλους, παρουσιάσθηκε στον Άγιο και συνομίλησε μαζί του, λέγοντάς του στο τέλος ότι γρήγορα θα είναι μαζί τους στον Παράδεισο. Σ’ αυτήν την συνάντηση με την Μητέρα του Θεού, Εκείνη του υποσχέθηκε ότι θα μεριμνήσει η ίδια -μετά τον θάνατό του- για την Μονή του Ντιβέγιεβο και τις Μοναχές του.
Την 1η Ιανουαρίου του 1833, ημέρα Κυριακή, ο Όσιος λειτουργήθηκε για τελευταία φορά στο ναό του νοσοκομείου των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κεριά μπροστά σε όλες τις εικόνες, τις ασπάσθηκε και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ασπάσθηκε όλους τούς αδελφούς και τούς νουθετούσε. Παρ’ όλη την σωματική του κατάπτωση, που ήταν ιδιαίτερα εμφανής τον τελευταίο χρόνο, η πνευματική του διαύγεια ήταν ολοφάνερη, τόσο από αυτά που έλεγε, όσο και από το άρρητο φως που εξέχεε το πρόσωπό του. Κατόπιν, την ίδια ημέρα, επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Μονή του Ντιβέγιεβο.
Ο Όσιος είχε την συνήθεια, ακόμη κι όταν έφευγε για την σκήτη του, να αφήνει αναμμένα κεριά στο κελλί του. Ο γείτονάς του και πολλές φορές διακονητής του, πατήρ Παύλος, του έλεγε ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος πυρκαγιάς. "Όσο ζω φωτιά δεν θα ανάψει. Όταν όμως πεθάνω, ο θάνατός μου θα γίνει αντιληπτός με το άναμα φωτιάς", είχε πει.
Και πράγματι, στις 2 Ιανουαρίου το πρωί, βγαίνοντας ο πατήρ Παύλος από το κελλί του ένοιωσε έντονα την μυρωδιά καπνού. Έβγαινε από το κελλί του Οσίου. Ο πατήρ Παύλος χτύπησε την πόρτα και είπε την ευχή "Δι’ ευχών ...". Απάντηση δεν πήρε και έτρεξε –φοβισμένος- να βρει τούς πατέρες της Μονής. Γύρισαν μαζί με πολλούς πατέρες στο κελλί του Οσίου και παραβίασαν την κλειδωμένη πόρτα. Βρήκαν τον Άγιο σε στάση προσευχής γονατιστό μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με τον χάλκινο Σταυρό στον λαιμό του και τα χέρια στο στήθος του σε σχήμα σταυρού... Είχε παραδώσει την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού και το πρόσωπό του ήταν φωτεινό, λάμποντας με το φως της αγιότητος.
Η κοίμησή του βύθισε σε μεγάλη λύπη όλους και κυρίως τις μοναχές του Ντιβέγιεβο και τους πατέρες της Μονής. Από παντού έτρεξαν να προσκυνήσουν το σκήνωμά του, που για οκτώ ημέρες βρισκόταν για προσκύνημα στο Καθολικό της Μονής, χιλιάδες ευεργετημένοι άνθρωποι απ’ όλη την Ρωσία. Ο Όσιος, ακόμα και πριν την ανακήρυξή του ως Αγίου, μακαριζόταν σ’ όλη την Ρωσία ως Άγιος.
Και μετά την κοίμησή του πρεσβεύει ενώπιον του θρόνου του Θεού για όποιον τον επικαλείται. Αμέσως μετά την κοίμησή του άρχισε να κάνει πολλές εμφανίσεις και αμέτρητες θεραπείες σε αρρώστους και πονεμένους.
Το 1920 οι κομμουνιστές έκλεισαν το Μοναστήρι του Σαρώφ και πήραν τα λείψανα του Αγίου Σεραφείμ και τα μετέφεραν σε άγνωστο μέρος. Από τότε, τίποτα δεν έγινε γνωστό πέρα από την προφητεία του Αγίου ότι σωματικά δεν θα επανέλθει στο Σαρωφ.
Έως το 1990 αγνοείται η τύχη των αγίων λειψάνων του. Μέχρι που εντελώς τυχαία, οι υπάλληλοι του Μουσείου Θρησκειών και Αθεΐας, στις αρχές Νοεμβρίου του 1990 (το έτος που εμφανίστηκε το φως επί του Σταυρού της Μονής), ανακάλυψαν στο τμήμα ταπήτων, ένα κουτί ορθογώνιο τυλιγμένο με πανιά. Έβγαλαν τα πανιά και ω! του θαύματος, βρήκαν το λείψανο ενός Αγίου.
Στα χέρια φορούσε επιμανίκια λευκά από ατλάζι που είχαν χρυσοκεντημένη την φράση "Άγιε Πάτερ Σεραφείμ πρέσβευε τω Θεώ υπέρ ημών".
Και εκείνος εισακούοντας τις προσευχές χιλιάδων ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν σαν μεσίτη και προστάτη τους, δέεται ενώπιον της Τρισηλίου Θεότητος για την του κόσμου σωτηρία και την ίαση κάθε νόσου.
Δικαίως πήρε την προσωνυμία "Άγιος Σεραφείμ ο ιαματικός" και είναι προστάτης των ασθενών.
Ταις Αυτού ικεσίαις Χριστέ ο Θεός Σώσον τας ψυχάς ημών.