Σε ένα γυναικείο Μοναστήρι, πήγε ως δόκιμη Μοναχή μία νέα. Έδειξε τόσο καλή διαγωγή, που γρήγορα την έκαναν Μοναχή.
Από όλες τις άλλες καλόγριες ξεχώριζε. Διακρινόταν για την αδιάκριτον υπακοή της, τη νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, την εξυπηρέτηση και ιδιαιτέρως στα δάκρυα.
Σπανίως την έβλεπαν να μη κλαίει. Είχε κατακτήσει την αγάπη ιδίως της ηγουμένης, αλλά και όλων των μονάζουσων. Η ηγουμένη την είχε πάντοτε ως παράδειγμα και έλεγε στις νεώτερες:
«Βλέπετε την χαριτωμένη αδελφή και ότι κάμνει, να κάμνετε και σεις».
Δεν πέρασαν όμως πολλά χρόνια και από την πολύ άσκηση απέθανε, έφυγε από τούτον τον κόσμο η Μοναχή αυτή. Εις τα Μοναστήρια υπάρχει η ευλογημένη συνήθεια, όταν αποθάνει μέλος της
αδελφότητας να του κάνουν σαρανταλείτουργο, δια την ανάπαυση της ψυχής, που έφυγε από τον κόσμο αυτό. Έτσι λοιπόν και στο Μοναστήρι αυτό έγινε σαρανταλείτουργο.
Και όταν τελείωνε, την τελευταία βραδιά, η ηγουμένη βλέπει σε όραμα τη Μοναχή, η οποία της είπε:
- Μητέρα μου, όσα μνημόσυνα και αν μου κάμετε, εγώ κολάστηκα, έχασα τη ψυχή μου.
- Παιδί μου, λέει η ηγουμένη, εάν εσύ κολάστηκες, ποιός θα σωθεί; Αλλοίμονο στον ταλαίπωρο άνθρωπο!
Απαντά η Μοναχή:
- Εγώ προτού έλθω εις την ευλογημένη συνοδεία σας, εξαπατήθηκα από ένα νέο, ο οποίος μου υποσχέθηκε, ότι θα με έπαιρνε, αλλά το φοβερό ήταν ότι με κατέστησε έγκυο. Μετά δε απ' αυτό το φρικτό,
φέρθηκε άνανδρα και με εγκατέλειψε την δυστυχισμένη. Τότε εγώ πάνω στην απελπισία μου έκανα έκτρωση, φόνο, σκότωσα και έριξα το παιδί, που είχα μέσα μου.
Γι' αυτά τα δύο ανόσια αμαρτήματα μου έκλαψα πικρά, μετανόησα, σιχάθηκα τότε τον κόσμο και τα του κόσμου, γι' αυτό και αποφάσισα να γίνω Μοναχή, να δώσω την καρδιά μου στον Χριστό και
εκεί να θρηνώ τις αμαρτίες μου. Γι' αυτές τις αμαρτίες έκλαψα, γι' αυτές έκανα ότι έκανα, για τα οποία όλες σας με μακαρίζατε. Πλην όμως δεν εξομολογήθηκα τα φρικτά αυτά αμαρτήματα σε ιερέα,
από ντροπή και γι' αυτό κολάσθηκα!
Βλέπετε αγαπητοί αδερφοί μου, ούτε τα δάκρυα, ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι αγρυπνίες, μηδέ η βασίλισσα των αρετών της Μοναχικής πολιτείας, η υπακοή λέγω, ούτε τίποτε άλλο από όσα καλά έκαμε, δεν την
έσωσε εφ’ όσον έλλειψε η καθαρά εξομολόγησης. Δεν αρκεί να μετανοήσει κανείς για τις πράξεις του και να σωθεί, αλλά απαραιτήτως θα πρέπει και να εξομολογηθεί τα αμαρτήματαγια τα οποία
μετανόησε.
Χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι με φοβερά ακατονόμαστα και πάμπολλα αμαρτήματα, δια της μετάνοιας και καθαρής εξομολογήσεως σώθηκαν και μάλιστα πολλοί απ' αυτούς, που απέδωσαν
καρπούς μετανοίας άξιους, αγίασαν και τους αντιδόξασεν ο Θεός. Όπως τον Άγιο Κυπριανό τον άλλοτε μάγο, τον Μωυσή τον Αιθίοπα τον άλλοτε αρχιληστή, την οσία Μαρία την Αιγυπτία, Πελαγία, Ευδοκία,
Μαρίαν του Αβραμίου, που ήσαν πρώτα γυναίκες «κοινές» του υποκόσμου και τόσοι άλλοι που διαβάζουμε στο Συναξαριστή.
Ενώ τόσοι, με πάμπολλα αμαρτήματα, ηγίασαν και θαυματούργησαν διότι καθαρά εξομολογήθηκαν, η δυστυχισμένη εκείνη Μοναχή, που αναφέρουμε προηγουμένως, για δύο αμαρτήματα εκολάσθη.
Γι' αυτό μη ξεθαρρεύεται αδέρφια μου και στηρίζεται τις ελπίδες σας στις ελεημοσύνες η σε ότι άλλο καλό και αν είναι αυτό και μην ελπίζεται να σωθείτε, εάν δεν καθαρίσετε τη ψυχή σας πρωτίστως, στο
Μέγα Μυστήριο της εξομολογήσεως, σε ιερέα Ορθοδόξου Εκκλησίας και να τα πείτε όλα, χωρίς ν’ αφήσετε τον παραμικρό λεκέ, που θα σκιάζει την αθάνατη ψυχή σας.
Τότε μόνο θα αισθανθείτε ανακούφιση και τότε μόνο θα δικαιωθείτε από τον Θεό, όταν τα εξομολογηθείτε όλα.
Μη διστάζετε, εάν είναι πολλά και φοβερά όσα περισσότερα και μεγαλύτερα είναι τόσο μεγαλύτερη χαρά θα δώσετε στον Θεό και στους Αγγέλους.
Η Γραφή μας λέγει, ότι οι Άγγελοι πανηγυρίζουν στον ουρανό «για ένα αμαρτωλό μετανοημένο».