ΓΙΑΤΙ;
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Βασιλείου Α. Ακριβοπούλου
Πρωτοπρεσβυτέρου
(Πρώτο Μέρος)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Θέλουμε κι εμείς να συμμετέχουμε στο δικό σου πένθος, γιατί
δεν είμαστε ξένοι, αλλά αδελφοί και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος διέταξε χλαίειν μετά κλαιόντων (Ρωμ. 12,15).
Δε συμμετέχουμε στο πένθος σου τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Γι' αυτό είμαστε πρόθυμοι να βρεθούμε κοντά σου, να συζητήσουμε επάνω στο μεγάλο αυτό και σημαντικό θέμα του θανάτου, να θυμηθούμε στιγμές που ζήσατε με τον απελθόντα αδελφό η αδελφή, να συμπαρασταθούμε πνευματικά και γιατί όχι και υλικά αν είναι ανάγκη.
Για το λόγο αυτό μελέτησε προσεκτικά τις σκέψεις που εκτίθενται. Σ' αυτό το πόνημα αναζήτησε μέσα από τις σελίδες του τις αλήθειες, που ο Κύριος μας άφησε παρακαταθήκη και οι Άγιοι Πατέρες μας σχολίασαν.
Μη λησμονείς ότι παρηγοριά θα βρεις μόνο μέσα στην Εκκλησία. Οι άνθρωποι που έχουν ταχθεί να την υπηρετούν, καθώς και οι πιστοί μαθητές του Χρίστου, έχουν τη δυνατότητα να σε βοηθήσουν. Ο λόγος του Θεού και η πατερική εμπειρία μόνο μπορούν να χύσουν βάλσαμο παρηγορίας στον πόνο σου και κανένας άλλος.
Στις σελίδες του θα βρεις απαντήσεις που δόθηκαν σε κάποιους άλλους πενθούντες αδελφούς μας και οι όποιοι ομολόγησαν ότι αναπαύτηκαν. Εκείνοι παρηγορήθηκαν. Βρήκαν την αλήθεια. Ακολούθησαν το δρόμο Εκείνου που είπε: Εγώ είμι η οδός και η αλήθεια και η ΖΩΗ (Ίωανν. 14,6).
Το ευχόμαστε με αγάπη και για σένα.
1. ΜΕΡΙΜΝΑ ΠΑ ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ
Hπαρούσα ζωή με πολύ γρήγορους ρυθμούς παρέρχεται. Και ο γέροντας που αξιώθηκε να ζήσει 90 η 100 έτη, όταν κάποιος τον ρωτήσει για τα χρόνια που έζησε θα μας απαντήσει ότι δεν κατάλαβε πως παρήλθε τόσος χρόνος. Η γέννηση ενός παιδιού μαρτυρεί το θάνατο. Όπου υπάρχει γέννηση εκεί και ένας θάνατος. Η φωτιά του θανάτου, έλεγε ένας σοφός καθηγητής, ταΐζεται με τις συνεχείς γεννήσεις. Γι' αυτό, αν αγαπάμε τον εαυτό μας, θα πρέπει να φροντίζουμε για τα εσχατά μας. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι τα έσχατά μας θα έλθουν μετά από πενήντα η εβδομήντα η εκατό χρόνια. Το τέλος είναι άδηλον. Γι' αυτό όσο έχουμε τα μάτια μας ανοικτά να ακούσουμε τη Σοφία Σειράχ που είπε: Εν πάσι τοις λόγοις σου μιμνήσκου τα έσχατά σου, και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις (Σ.Σειράχ 7, 36). Φροντίδα απαραίτητη και έννοιά μας θα είναι το τέλος μας.
Μη λησμονούμε όμως ότι ο φιλάνθρωπος Κύριος κατά την εν τω κόσμω ενδημία Του είπε: Γρηγορείτε ουν ότι ουκ οίδατε ποια ώρα ο Κύριος υμών έρχεται (Ματθ. 24,42). Και δεν το είπε αυτό στους γέροντες, αλλά σε όλους. Και για να μας αφυπνίσει περισσότερο πρόσθεσε: Ει ήδει ο οικοδεσπότης ποια ώρα ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν αν, και ουκ αν αφήκε διορυγήναι τον οίκον αυτού και Υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο Υιός του ανθρώπου έρχεται (Λουκ. 12, 40).
Επιβάλλεται να είμαστε έτοιμοι για την έξοδό μας εκ του κόσμου τούτου και να μη φροντίζουμε μόνο για τα γήινα που είναι τόσο πρόσκαιρα και εφήμερα. Διότι, αν στο μέσο της νυκτός ο Κύριος απαιτήσει την ψυχή μας, πως θα παρουσιασθούμε μπροστά στο δίκαιο Κριτή ανέτοιμοι·, Είδαμε ποτέ κάποιον κεκοιμημένο αδελφό να κουβαλάει μαζί του περιουσία; Ποιος πήρε μαζί του κάτι από τα υπάρχοντα του; Ο μακάριος Ιώβ είπε: Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός, γυμνός και απελεύσομαι (Ιώβ 1,21).
Γιατί όμως κλείνουν τα μάτια μας και ανοίγουν στο κοιμητήριο μόνο; Και όταν απομακρυνθούμε από εκεί πάλι πέφτουμε στο ίδιο λάθος και συμπεριφερόμαστε άμυαλα πιστεύοντας ότι δε θα φύγουμε από τον κόσμο αυτό, αλλά θα ζήσουμε εδώ αιώνια;
Γι' αυτό με εξομολόγηση και μετάνοια, με αγάπη, συγχωρητικότητα και ευσπλαχνία, με ταπείνωση, ελεημοσύνη και προσευχή να ζήσουμε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας, προκειμένου να πετύχουμε τη σωτηρία μας.
2. ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ;
ΕΡ. Ζω στην αβεβαιότητα. Δεν ξέρω πότε θα αναχωρήσω από τον κόσμο αυτό. Λεν θα ήταν καλύτερο για μένα να ξέρω την ημέρα και την ώρα του θανάτου μου;
ΑΠ. Για πολλά πράγματα στον κόσμο αυτό είμαστε αβέβαιοι. Για ένα όμως είμαστε απόλυτα βέβαιοι. Για το θάνατο μας. Ο θάνατος θα έλθει οπωσδήποτε. Πότε; Αύτη η μέρα και η ώρα είναι άγνωστη σε μας. Θα ήταν μαρτύριο να γνώριζε κάνεις πότε θα αφήσει τον κόσμο αυτό και με ποιο τρόπο. Αύτη η απόκρυψη είναι μέσα στο σχέδιο της αγάπης του Θεού. Γιατί έτσι ζούμε με την ελπίδα και δε δυσκολεύεται η ζωή μας.
Την ημέρα, την ώρα και τον τρόπο του θανάτου γνώριζε μόνο ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής για τον εαυτό του και ζούσε πράγματι πριν από το μαρτύριο, ανθρωπίνως βέβαια, μαρτυρικά.
Βέβαια υπήρξαν και κάποιοι κατά το παρελθόν που έλαβαν άνωθεν πληροφορία για την ημέρα του θανάτου τους. Αυτοί βέβαια ήταν άνθρωποι αγιασμένοι και θεωμένοι. Εμείς όμως δεν είμαστε σε θέση να εισέλθουμε στα σχέδια και τις κρίσεις του Θεού.
Αν γνώριζε κάποιος την ημέρα του θανάτου του θα έλεγε: Έχω καιρό. Ας γλεντήσω, ας διασκεδάσω και κατόπιν, όταν πλησιάσει η ημέρα του θανάτου μου θα ζήσω οσιακά . Αν δηλαδή γνώριζε κανείς την ημέρα του θανάτου του, θα ζούσε ασύδοτα, ενδεχομένως να αδικούσε η και να εγκληματούσε ακόμη. Και αφού ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη στο τέλος θα τον συγχωρούσε και θα κέρδιζε τη Βασιλεία Του. Το έγκλημα όμως εκ προμελέτης τιμωρείται αυστηρά.
Αν γνωρίζαμε την ημέρα και ώρα του θανάτου μας θα ζούσαμε ένα συνεχές μαρτύριο. Γι' αυτό η αγάπη Του μας απέκρυψε τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα. Ο Απόστολος Πέτρος λέγει: νήψατε, γρηγορήσατε (Α' Πετρ. 5,8). Να είστε πάντα έτοιμοι, γιατί δε γνωρίζετε ποιά ημέρα ο Κύριος θα σας καλέσει ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο Υιός του ανθρώπου έρχεται (Ματθ. 25,13)
Εν αντιθέσει ο διάβολος μας εμπνέει την αναβολή. Έτσι μας υπνώνει, αναβάλλουμε τη μετάνοιά μας και έρχεται ξαφνικά ο θάνατος και μας βρίσκει απροετοίμαστους.
Χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί ο πονηρός κατόρθωσε να παρασύρει ακόμη και αγιασμένους ανθρώπους στην πλάνη.
Το Γεροντικό μας διασώζει μία όμορφη και πολύ διδακτική ιστορία με θύμα έναν αγιασμένο ασκητή. Και εάν ένας ασκητής, που έζησε πολλά χρόνια στην άσκηση, λίγο έλειψε να πλανηθεί, πόσο μάλλον εμείς που ζούμε στον κόσμο τούτο της φθοράς και της αμαρτίας; Η Αγία Γραφή λέγει: « ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση» (Α' Κορινθ. 10, 12), δηλαδή αυτός που νομίζει ότι στέκεται καλά ας προσέχει να μην πέσει.
Έναν ασκητή στην έρημο του Ιορδάνου, είχε πολλά χρόνια να τον πειράξει ο διάβολος. αυτό του είχε δώσει θάρρος και έλεγε ότι ο εχθρός δεν τολμά να πειράξει τους αγωνιστές. Κάποτε όμως παρουσιάστηκε ο διάβολος μπροστά του.
Φύγε από δω, πονηρό πνεύμα, φώναξε άφοβα ο ερημίτης. Δεν έχεις δικαίωμα να πειράζεις τους δούλους του Θεού.
-Έτσι, λοιπόν, νομίζεις; είπε ο διάβολος με κακία. Δε θα βρω, λες, ευκαιρία να σε ρίξω στα σαράντα χρόνια, που έχεις ακόμα να ζήσεις;
Βέβαιος τώρα πως το δόλωμα είχε κιόλας πετύχει, έγινε άφαντος μ' ένα ανατριχιαστικό γέλιο. από την ίδια στιγμή άρχισαν να συγχέονται οι λογισμοί του ασκητού. Σαράντα χρόνια ζωή ακόμα! Ω, είναι πάρα πολλά, μονολογούσε διαρκώς. Δεν πηγαίνω στον κόσμο να δω λίγο τους συγγενείς μου; Ας ξεκουράσω λίγο το βασανισμένο κορμί μου. Όταν γυρίσω, συνεχίζω την άσκηση. Έχω καιρό μπροστά μου. Σαράντα χρόνια ζωή .
- Πήρε την απόφαση κι ένα πρωινό ξεκίνησε με το ραβδί στο χέρι για την πολιτεία. Μα ο Φιλάνθρωπος Θεός λυπήθηκε τους κόπους τόσων χρόνων και έστειλε τον Άγγελο του να τον εμποδίσει.
- Που πας, αββά; τον ρώτησε ο Άγγελος, φράζοντάς του το δρόμο.
- Στην πόλη, βιάστηκε να απαντήσει ο ερημίτης.
Ευλογημένε άνθρωπε, τώρα στο τέλος της ζωής σου άφησες να σε ξεγελάσει ο πονηρός; Βιάσου να γυρίσεις στην καλύβα σου και κλαύσε την ανοησία σου, προτού να είναι πια αργά για σένα.
Ντροπιασμένος για το πάθημά του, ο γέρο ερημίτης, γύρισε πίσω στο κελί του και ύστερα από τρεις μέρες πέθανε.
3.ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΕΡ. Πως έλαβε αρχή ο άνθρωπος; Μήπως είναι αποτέλεσμα τύχης η εξελίξεως;
ΑΠ. Την απάντηση θα την λάβουμε από το έκτο ιδιόμελο της νεκρώσιμου ακολουθίας.
Αρχή μοι και υπόστασις το πλαστουργών σου γέγονε πρόσταγμα· β συληθείς γαρ εξ αοράτου τε, και ορατής με ζώον συμπήξαι φύσεως, γήθεν μου το σώμα διέπλασας, δέδωκας δε μοι ψυχήν, τη θεία σου και ζωοποιώ εμπνεύσει. Διό Χριστέ, τον δούλον σου, εν χώρα ζώντων, εν σκηναίς δικαίων ανάπαυσον .
Με άλλα λόγια ο υμνωδός της εκκλησίας μας λέγει: Αρχή για τη δική μου υπόσταση και ύπαρξη έγινε το δημιουργικό σου πρόσταγμα. Γιατί, επιθυμώντας να με δημιουργήσεις ζωντανό οργανισμό, ανάμικτο από ορατή και αόρατη φύση, πήρες πρώτα από τη γη το σώμα μου και μου έδωσες την ψυχή με το ζωοποιό σου φύσημα. Γι' αυτό Χριστέ, ανάπαυσε τον δούλον σου στη χώρα των ζώντων και στα σκηνώματα των δικαίων.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε τούτο το ιδιόμελο εγκαταλείπει το πικρό θέμα της ματαιότητος, για το όποιο μίλησε στα προηγούμενα ιδιόμελα και έρχεται στο βιβλίο της Γενέσεως όπου αναφέρεται η κατασκευή (δημιουργία) του ανθρώπου. Μας διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν είναι τυχαίο πλάσμα ούτε αποτέλεσμα εξελίξεως, αλλά απόφαση του τρισυπόστατου Θεού: ποιήσωμεν άνθρωπον . Ενώ για όλη την άλλη κτίση είπε και εγένετο , για τον άνθρωπο λαμβάνει ειδική μέριμνα. Συνεπώς, ο άνθρωπος δε βγήκε από τη δημιουργική εντολή του Θεού είπε και εγένετο , αλλά τονίζεται η Θεία προέλευση του και η μεγάλη του αξία. Δημιούργησε τον άνθρωπο ως ον σύνθετο που συνυπάρχουν συγχρόνως δύο κτίσεις, η ορατή και η αόρατη. Πριν δημιουργήσει τον άνθρωπο ο Θεός δημιούργησε την αόρατη και ορατή κτίση. Η αόρατη ήταν οι άγγελοι και η ορατή το σύμπαν ολόκληρο.
Έτσι ο Θεός, σ' αυτήν τη σύνθεση του ανθρώπου, λαμβάνει στοιχεία της προηγηθείσης υλικής κτίσεως και στοιχεία της προηγηθείσης πνευματικής κτίσεως. Με αυτόν τον τρόπο συνθέτει το δισυπόστατο άνθρωπο. Για το σώμα του λαμβάνει χώμα από τη γη και για την πνευματική του υπόσταση ενεφύσησε πνοή ζωής ο ίδιος στο άψυχο χωμάτινο σώμα του Και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής (Γεν. 2,7).
Έτσι δημιουργήθηκε η κορωνίδα της δημιουργίας που λέγεται άνθρωπος. Δημιουργήθηκε με σκοπό αποκλειστικό να πετύχει τη θέωση ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημέτεραν και καθ' ομοίωσιν (Γεν.127). Αλλά το σκοπό αυτό ματαίωσε πλέον η αμαρτία. Αποτέλεσμα της αμαρτίας υπήρξε ο θάνατος.
Έτσι με το θάνατο παύει να κτυπά η καρδιά του στους επίγειους ρυθμούς, ενώ συγχρόνως η ψυχή κτυπά στους ρυθμούς της αιώνιας ζωής.
Και το ερώτημα τώρα είναι εύλογο. Έφυγε η ψυχή του ανθρώπου από το σώμα. Τώρα που βρίσκεται;
ΑΠ. Την απάντηση θα την λάβουμε από το έκτο ιδιόμελο της νεκρώσιμου ακολουθίας.
Αρχή μοι και υπόστασις το πλαστουργών σου γέγονε πρόσταγμα· β συληθείς γαρ εξ αοράτου τε, και ορατής με ζώον συμπήξαι φύσεως, γήθεν μου το σώμα διέπλασας, δέδωκας δε μοι ψυχήν, τη θεία σου και ζωοποιώ εμπνεύσει. Διό Χριστέ, τον δούλον σου, εν χώρα ζώντων, εν σκηναίς δικαίων ανάπαυσον .
Με άλλα λόγια ο υμνωδός της εκκλησίας μας λέγει: Αρχή για τη δική μου υπόσταση και ύπαρξη έγινε το δημιουργικό σου πρόσταγμα. Γιατί, επιθυμώντας να με δημιουργήσεις ζωντανό οργανισμό, ανάμικτο από ορατή και αόρατη φύση, πήρες πρώτα από τη γη το σώμα μου και μου έδωσες την ψυχή με το ζωοποιό σου φύσημα. Γι' αυτό Χριστέ, ανάπαυσε τον δούλον σου στη χώρα των ζώντων και στα σκηνώματα των δικαίων.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε τούτο το ιδιόμελο εγκαταλείπει το πικρό θέμα της ματαιότητος, για το όποιο μίλησε στα προηγούμενα ιδιόμελα και έρχεται στο βιβλίο της Γενέσεως όπου αναφέρεται η κατασκευή (δημιουργία) του ανθρώπου. Μας διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν είναι τυχαίο πλάσμα ούτε αποτέλεσμα εξελίξεως, αλλά απόφαση του τρισυπόστατου Θεού: ποιήσωμεν άνθρωπον . Ενώ για όλη την άλλη κτίση είπε και εγένετο , για τον άνθρωπο λαμβάνει ειδική μέριμνα. Συνεπώς, ο άνθρωπος δε βγήκε από τη δημιουργική εντολή του Θεού είπε και εγένετο , αλλά τονίζεται η Θεία προέλευση του και η μεγάλη του αξία. Δημιούργησε τον άνθρωπο ως ον σύνθετο που συνυπάρχουν συγχρόνως δύο κτίσεις, η ορατή και η αόρατη. Πριν δημιουργήσει τον άνθρωπο ο Θεός δημιούργησε την αόρατη και ορατή κτίση. Η αόρατη ήταν οι άγγελοι και η ορατή το σύμπαν ολόκληρο.
Έτσι ο Θεός, σ' αυτήν τη σύνθεση του ανθρώπου, λαμβάνει στοιχεία της προηγηθείσης υλικής κτίσεως και στοιχεία της προηγηθείσης πνευματικής κτίσεως. Με αυτόν τον τρόπο συνθέτει το δισυπόστατο άνθρωπο. Για το σώμα του λαμβάνει χώμα από τη γη και για την πνευματική του υπόσταση ενεφύσησε πνοή ζωής ο ίδιος στο άψυχο χωμάτινο σώμα του Και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής (Γεν. 2,7).
Έτσι δημιουργήθηκε η κορωνίδα της δημιουργίας που λέγεται άνθρωπος. Δημιουργήθηκε με σκοπό αποκλειστικό να πετύχει τη θέωση ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημέτεραν και καθ' ομοίωσιν (Γεν.127). Αλλά το σκοπό αυτό ματαίωσε πλέον η αμαρτία. Αποτέλεσμα της αμαρτίας υπήρξε ο θάνατος.
Έτσι με το θάνατο παύει να κτυπά η καρδιά του στους επίγειους ρυθμούς, ενώ συγχρόνως η ψυχή κτυπά στους ρυθμούς της αιώνιας ζωής.
Και το ερώτημα τώρα είναι εύλογο. Έφυγε η ψυχή του ανθρώπου από το σώμα. Τώρα που βρίσκεται;
4. ΟΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΙ ΖΟΥΝ ΕΡ. Βρίσκομαι σε μεγάλη θλίψη. Έφυγε ο προστάτης της οικογένειας μου. Θα παρηγορηθώ όμως αν κάποιος με πείσει ότι δ μακαριστός σύζυγος μου ζει.
ΑΠ. Η αγία μας Εκκλησία, μας δίδει ικανοποιητικές απαντήσεις σ' αυτά τα θέματα. Λίγη καλή θέληση απαιτείται να έχεις, καθώς και πίστη στο Χριστό και να είσαι βεβαία ότι θα παρηγορηθείς.
Ναι. Οι νεκροί μας ζουν. Είναι βέβαιο τούτο. Ο άνθρωπος είναι δισυπόστατος. Απαρτίζεται από σώμα και ψυχή. Το σώμα του είναι φθαρτό η ψυχή όμως αθάνατη. Το σώμα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη , η ψυχή όμως μένει άφθαρτος μέχρι της κοινής αναστάσεως, όποτε θα συναντηθεί με το σώμα της, το αφθαρτοποιημένο πλέον και θα ζει αιωνίως στις ουράνιες μονές.
Η ψυχή ας μη λησμονούμε ότι έχει όλες τις πνευματικές ιδιότητες και λειτουργίες. Ο αρχηγός της ζωής και εξουσιαστής ζωής και θανάτου ο Κύριος Ιησούς Χριστός κατά την επίγεια ενδημία του δίδαξε σε μας ότι οι ψυχές των προσφιλών μας νεκρών ζουν. Και δεν δίδαξε μόνο, αλλά απέδειξε ότι οι ψυχές των προσφιλών μας ζουν, υπάρχουν, ακούουν, αισθάνονται.
Το γεγονός της αναστάσεως του υιού της χήρας της Ναΐν μας πείθει. Πένθιμος ομήγυρις με επί κεφαλής την χήρα οδηγεί τον υιόν της στο κοιμητήριο. Στο δρόμο συναντώνται με το Χριστό. Τότε ο Κύριος τους σταμάτησε και απευθύνεται προς τον νέον και του λέγει: Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι (Λουκ. Ζ, 4). Σε ποιόν απευθύνθηκε; Στο άψυχο σώμα; αυτό δεν ακούει, δε βλέπει, δεν αισθάνεται. αυτό είναι νεκρό. Στην ψυχή του νέου απευθύνεται ο Ιησούς και της δίδει εντολή να επιστρέψει στο σώμα. Και επιστρέφει. Ζωοποιεί το σώμα του νεανίσκου προς μεγάλη χαρά των παρευρισκομένων.
Τι είπε ο Ιησούς στο Λάζαρο; Λάζαρε δεύρο έξω(Ίωαν. 11,43) Στον οδωδότα Λάζαρο απευθύνεται η στην ψυχή του που ζωοποίησε το σώμα που άρχισε να αποσυντίθεται;
Όταν ο Ιησούς με την παντοκρατορική του φωνή απευθύνθηκε στην κόρη του Ιαείρου και της είπε η παις εγείρου (Λουκ. 5,54) προς την ψυχή της νεκρής δεν απευθύνθηκε;
Άρα τόσο ο νεανίσκος της χήρας της Ναΐν όσο και ο Λάζαρος και η κόρη του Ιαείρου μετά το θάνατο του σώματος ζούσαν. Που όμως; Η απάντηση θα δοθεί σε άλλο ερώτημα.
Αλλά μεγάλη παρηγοριά μπορεί να μας δώσει η εκλεκτή εκείνη παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Το ιερό ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι εν ζωή βρίσκονται όχι μόνο ο Αβραάμ και ο πτωχολάζαρος αλλά και ο πλούσιος που στον κόσμο αυτό ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς . Βέβαια τα ονόματα του Λαζάρου και του Αβραάμ αναφέρονται στη Γραφή, ενώ του πλουσίου αποσιωπάται. Και είναι πράγματι εντυπωσιακό τούτο. Τι λέγει για τον πλούσιο; απέθανεν ο πλούσιος και ετάφη .
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι οι ψυχές των προσφιλών μας προσώπων βρίσκονται εν ζωή, υπάρχουν, έχουν πλήρη συνείδηση της υπαρξεώς τους ανεξάρτητα αν βρίσκονται στην αγκαλιά του Αβραάμ η σε τόπο βασάνου, όπως ο πλούσιος.
Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι το θέμα αυτό με άλλο τρόπο το αντιμετωπίζουν οι πιστοί και με άλλο τρόπο οι άπιστοι. Ο άπιστος βλέπει νεκρό. Εγώ όμως στο θέαμα του νεκρού βλέπω ύπνο. Σκέψου σε ποιο τόπο μετέβη η ψυχή του κοιμηθέντος και παρηγορήσου. Μετέβη εκεί που ζουν ο Πέτρος, ο Παύλος, οι Όσιοι, οι μάρτυρες, οι άγιοι της εκκλησίας μας. Να γιατί οι θρήνοι και οι οδυρμοί σου είναι ανωφελείς.
Οι θρηνούντες δεν είναι πιστοί, γιατί οι πιστοί έχουν ελπίδα αναστάσεως και δεν θρηνούν. Μόνο οι ειδωλολάτρες θρηνούν και μοιρολογούν στους θανάτους και κηδείες των οικείων και τούτο, γιατί δεν έχουν ελπίδα αναστάσεως. Τον τάφο τον βλέπουν ως τέρμα της ζωής. Για μας όμως τους πιστούς ο τάφος είναι αφετηρία, είναι κολυμβήθρα για την νέα γέννηση του πιστού. Ας μη διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός, ότι τους προσφιλείς μας θα τους συναντήσουμε και πάλι, όταν φύγουμε από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο και βρεθούμε στον κόσμο των πνευμάτων. Έτσι μαζί τους στην κοινή ανάσταση θα απολαμβάνουμε τη δόξα του Θεού και την μακαριότητα.
Και είναι αληθές. Οι προσφιλείς μας νεκροί ζουν. Τα σώματά τους μόνο κοιμούνται και θα ξυπνήσουν, όταν έλθει η ώρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου μας.
5. ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ
ΕΡ. Άκουσα ότι ο άνθρωπος είναι δισυπόστατος. Αποτελείται από το υλικό σώμα και την αθάνατη ψυχή. Το σώμα μετά το θάνατο τοποθετείται στη μητέρα γη και μεταβάλλεται σε χώμα, η ψυχή όμως συνεχίζει να ζει. Ζουν πραγματικά οι ψυχές των κεκοιμημένων ; Που βρίσκονται τώρα;
ΑΠ. Ναι, ο άνθρωπος αποτελείται από δυο στοιχεία. Σώμα και ψυχή. Ο Δημιουργός σύμφωνα με το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης τη Γένεση, κατασκεύασε τον άνθρωπο με χώμα και στη συνέχεια ενεφύσησε Πνοήν ζωής . Αυτή η πνοή ζωής είναι η πνευματική μας υπόσταση, η ψυχή δηλαδή που δεν πεθαίνει, αλλά μένει αθάνατη.
Βέβαια με το θάνατο του σώματος η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και μεταβαίνει στο χώρο των πνευμάτων. Το ερώτημα είναι: Πού είναι αυτός ο χώρος; Πού ζουν σήμερα οι ψυχές των προσφιλών μας προσώπων;
Είναι αλήθεια πως οι ψυχές μεταβαίνουν σε κάποιο τόπο. Ο τόπος αυτός δεν είναι οπωσδήποτε τόπος ύλης, γιατί η ψυχή δεν είναι υλική. Γι' αυτό πρέπει να τον εννοήσουμε πνευματικά. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον χαρακτηρίζει ν ο η τ ο ν . Σ' αυτόν τον νοητό τόπο μένουν, περιμένοντας την κοινήν Ανάστασιν .
Ο Ιερός Χρυσόστομος στην 28η Ομιλία του εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο λέγει ότι οι ψυχές δεν κινούνται από τόπο σε τόπο, ούτε περιδιαβαίνουν πότε εδώ και πότε εκεί, όπως μερικοί θέλουν να πιστεύουν.
Ούτε πλανώνται εδώ κάτω στη γη.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει ότι Αι ψυχαί τόσο των δικαίων, όσο και των αμαρτωλών, όταν φύγουν από το σώμα δεν διατρίβουν πλέον εις την γην και εις τα εδώ πράγματα, αλλ ευθύς υπάγουν εκεί, όπου ήθελον διορισθεί από τον Θεόν μάταια και μυθώδη λέγουσιν εκείνοι, όπου αδολεσχούσιν, ότι αι ψυχαί των δικαίων και των αμαρτωλών, μετά θάνατον εκ του σώματος εξερχόμεναι, τεσσαράκοντα ημέρας διατρίβουσιν, εν τη γη, και περιέρχονται εις τους τόπους εκείνους, όπου η ψυχή του αποθανόντος διέτριβεν έτι ζώντος (Ν. Κλίμαξ Νικοδήμου).
Το εντυπωσιακό είναι ότι οι άγιοι θεόπνευστοι και πνευματοκίνητοι πατέρες της Εκκλησίας μας δεν τολμούν να διατυπώσουν γνώμες προσωπικές για το συγκεκριμένο αυτό θέμα. Για να στηρίξουν τις απόψεις τους παραπέμπουν στα ιερά κείμενα τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης.
Να τι λέγει για το συγκεκριμένο αυτό θέμα ο Άγιος Αθανάσιος: ξένον και φοβερόν, και παρά ανθρώποις κεκρυμμένον . Άγνωστος για μας τους ανθρώπους ο χώρος στον όποιον κατοικούν οι ψυχές των κεκοιμημένων. Ο Κύριος του παντός δεν επέτρεψε να έλθει κάποιος από εκεί και να μας διηγηθεί που βρίσκονται και πως ζουν οι ψυχές εκεί. Και συνεχίζοντας ο στύλος της Ορθοδοξίας τονίζει ότι από τα αγιογραφικά κείμενα μαθαίνουμε ότι αι μεν των αμαρτωλών ψυχαί εν τω άδη υπάρχουσιν σύμφωνα με τον ψαλμό εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου και εν λάκκω κατωτάτω (87,7).
Που όμως βρίσκονται οι ψυχές των δικαίων; Μετά την του Χριστού παρουσίαν εν τω Παραδείσω υπάρχουσιν Χριστός ο Θεός ημών ήνοιξε τον Παράδεισον ουχί μόνον δια την ψυχην του ευγνώμονος ληστού αλλά και δια πάσας τας των Αγίων ψυχάς (προς Αντίοχον έρωτ. ΙΘ). Ας μη λησμονούμε και τον Ευαγγελικόν λόγον επί του Σταυρού του Σωτήρος Χριστού απευθυνόμενον στον ευγνώμονα ληστή: αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού εση εν τω παραδείσω (Λουκ. κγ, 43).
Και ο ιερός Χρυσόστομος την ίδια απάντηση δίδει με άλλα λόγια. Όσοι απέθαναν λέγει -πήγαν εκεί πού άρα η πως η εν ποίω τόπω η εν ποίω τρόπω; . Ποιος μπορεί να δώσει απάντηση; Ουδείς. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι οι ψυχές μετά θάνατον πορεύονται εκεί όπου βρίσκεται ο μόνος αιώνιος και μόνος αθάνατος, όπου υπάρχει ο μόνος αγαθός και μόνος φιλάνθρωπος, ο ποιητής των ψυχών και των σωμάτων και εκεί οι ψυχές βιώνουν την φοβεράν εκείνην ημέρα αναμένουσαι (ομιλία 28, εις Ματθ.) δηλ. την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου κατά την οποία θα κριθούν ζώντες και νεκροί και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς (Συμβ. Πίστεως).
ΑΠ. Ναι, ο άνθρωπος αποτελείται από δυο στοιχεία. Σώμα και ψυχή. Ο Δημιουργός σύμφωνα με το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης τη Γένεση, κατασκεύασε τον άνθρωπο με χώμα και στη συνέχεια ενεφύσησε Πνοήν ζωής . Αυτή η πνοή ζωής είναι η πνευματική μας υπόσταση, η ψυχή δηλαδή που δεν πεθαίνει, αλλά μένει αθάνατη.
Βέβαια με το θάνατο του σώματος η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και μεταβαίνει στο χώρο των πνευμάτων. Το ερώτημα είναι: Πού είναι αυτός ο χώρος; Πού ζουν σήμερα οι ψυχές των προσφιλών μας προσώπων;
Είναι αλήθεια πως οι ψυχές μεταβαίνουν σε κάποιο τόπο. Ο τόπος αυτός δεν είναι οπωσδήποτε τόπος ύλης, γιατί η ψυχή δεν είναι υλική. Γι' αυτό πρέπει να τον εννοήσουμε πνευματικά. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον χαρακτηρίζει ν ο η τ ο ν . Σ' αυτόν τον νοητό τόπο μένουν, περιμένοντας την κοινήν Ανάστασιν .
Ο Ιερός Χρυσόστομος στην 28η Ομιλία του εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο λέγει ότι οι ψυχές δεν κινούνται από τόπο σε τόπο, ούτε περιδιαβαίνουν πότε εδώ και πότε εκεί, όπως μερικοί θέλουν να πιστεύουν.
Ούτε πλανώνται εδώ κάτω στη γη.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει ότι Αι ψυχαί τόσο των δικαίων, όσο και των αμαρτωλών, όταν φύγουν από το σώμα δεν διατρίβουν πλέον εις την γην και εις τα εδώ πράγματα, αλλ ευθύς υπάγουν εκεί, όπου ήθελον διορισθεί από τον Θεόν μάταια και μυθώδη λέγουσιν εκείνοι, όπου αδολεσχούσιν, ότι αι ψυχαί των δικαίων και των αμαρτωλών, μετά θάνατον εκ του σώματος εξερχόμεναι, τεσσαράκοντα ημέρας διατρίβουσιν, εν τη γη, και περιέρχονται εις τους τόπους εκείνους, όπου η ψυχή του αποθανόντος διέτριβεν έτι ζώντος (Ν. Κλίμαξ Νικοδήμου).
Το εντυπωσιακό είναι ότι οι άγιοι θεόπνευστοι και πνευματοκίνητοι πατέρες της Εκκλησίας μας δεν τολμούν να διατυπώσουν γνώμες προσωπικές για το συγκεκριμένο αυτό θέμα. Για να στηρίξουν τις απόψεις τους παραπέμπουν στα ιερά κείμενα τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης.
Να τι λέγει για το συγκεκριμένο αυτό θέμα ο Άγιος Αθανάσιος: ξένον και φοβερόν, και παρά ανθρώποις κεκρυμμένον . Άγνωστος για μας τους ανθρώπους ο χώρος στον όποιον κατοικούν οι ψυχές των κεκοιμημένων. Ο Κύριος του παντός δεν επέτρεψε να έλθει κάποιος από εκεί και να μας διηγηθεί που βρίσκονται και πως ζουν οι ψυχές εκεί. Και συνεχίζοντας ο στύλος της Ορθοδοξίας τονίζει ότι από τα αγιογραφικά κείμενα μαθαίνουμε ότι αι μεν των αμαρτωλών ψυχαί εν τω άδη υπάρχουσιν σύμφωνα με τον ψαλμό εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου και εν λάκκω κατωτάτω (87,7).
Που όμως βρίσκονται οι ψυχές των δικαίων; Μετά την του Χριστού παρουσίαν εν τω Παραδείσω υπάρχουσιν Χριστός ο Θεός ημών ήνοιξε τον Παράδεισον ουχί μόνον δια την ψυχην του ευγνώμονος ληστού αλλά και δια πάσας τας των Αγίων ψυχάς (προς Αντίοχον έρωτ. ΙΘ). Ας μη λησμονούμε και τον Ευαγγελικόν λόγον επί του Σταυρού του Σωτήρος Χριστού απευθυνόμενον στον ευγνώμονα ληστή: αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού εση εν τω παραδείσω (Λουκ. κγ, 43).
Και ο ιερός Χρυσόστομος την ίδια απάντηση δίδει με άλλα λόγια. Όσοι απέθαναν λέγει -πήγαν εκεί πού άρα η πως η εν ποίω τόπω η εν ποίω τρόπω; . Ποιος μπορεί να δώσει απάντηση; Ουδείς. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι οι ψυχές μετά θάνατον πορεύονται εκεί όπου βρίσκεται ο μόνος αιώνιος και μόνος αθάνατος, όπου υπάρχει ο μόνος αγαθός και μόνος φιλάνθρωπος, ο ποιητής των ψυχών και των σωμάτων και εκεί οι ψυχές βιώνουν την φοβεράν εκείνην ημέρα αναμένουσαι (ομιλία 28, εις Ματθ.) δηλ. την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου κατά την οποία θα κριθούν ζώντες και νεκροί και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς (Συμβ. Πίστεως).
6. ΦΟΒΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΕΡ. Είμαι μεσόκοπος. Βλέπω καθημερινά αγγελίες θανάτου. Φοβούμαι το θάνατο. Πως θα γλιτώσω από αυτό το φόβο;
ΑΠ. Ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας μας και δογματικός Θεολόγος, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σ' ένα ιδιόμελο της νεκρώσιμου ακολουθίας λέγει: Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον . Και είναι πράγματι φοβερός ο θάνατος, γιατί συνεχίζοντας ο ιερός Πατέρας μας πληροφορεί ότι βιαίως χωρίζεται η ψυχή εκ του σώματος . Έτσι μετά από λίγο η αρμονική σχέση ψυχής και σώματος παύει να υπάρχει. Το σώμα τοποθετείται μέσα στη μάνα γη, για να το χωνέψει και να το μετατρέψει σε χώμα σύμφωνα με την εντολή γη ει και εις γην απελεύσει (Γεν. 3,19) και η ψυχή αόρατη φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση.
Μπροστά σ' αύτη την πραγματικότητα βρίσκεται ο κάθε άνθρωπος. Καθημερινά όπως μας λέγει ο ερωτών αδελφός βλέπει αγγελίες θανάτου και τρομάζει. Γιατί τρομάζει; Γιατί φοβάται; Γιατί σε λίγο θα έλθει και η δική του σειρά άγνωστο πότε.
Και γεννάται εύλογο το ερώτημα: Ποιος φοβάται το θάνατο ο πιστός η ο άπιστος; αυτός που έχει ελπίδα ζωής η εκείνος που δεν έχει ελπίδα; Ο άνθρωπος που πιστεύει ότι είναι δημιούργημα του Θεού η εκείνος που πιστεύει ότι είναι απόκτημα της ύλης;
Ο πιστός δεν φοβάται το θάνατο. Κανένας άγιος της Εκκλησίας μας δε φοβήθηκε το θάνατο. Εν αντιθέσει θεωρούσαν το θάνατο ως λύτρωση. Ποθούσαν το θάνατο προκειμένου να απαλλαγούν από την παρούσα πρόσκαιρη πραγματικότητα. Οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας δεν φοβήθηκαν ποτέ το θάνατο μολονότι βρέθηκαν μπροστά στη μάχαιρα και την αγχόνη του Δημίου. Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος έλεγαν οι 40 μάρτυρες τη στιγμή του μαρτυρίου επάνω στην παγωμένη λίμνη της Σεβαστείας.
Ο Χριστιανός πιστεύει ότι πριν γεννηθεί ήταν στη σκέψη του Θεού. Τώρα ζει στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο, όσο επιτρέψει ο Θεός. Και όταν κοιμηθεί θα βρεθεί πλέον στην αγκαλιά του Θεού. Με τέτοια πίστη πως να φοβηθεί το θάνατο; Ο πιστός πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού. Παράλληλα πιστεύει και στην δική του ανάσταση.
Βλέπει το θάνατο ως θύρα προς την αιωνιότητα. Βλέπει νοερά τη στοργική αγκαλιά του Θεού πατέρα για να τον ξεκουράσει από τις δυσκολίες της ζωής και τους πόνους του σώματος. Η πίστη του αυτή τον βεβαιώνει ότι φεύγοντας από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο θα συναντήσει τους προσφιλείς του, που έφυγαν πριν από αυτόν.
Σε μια μοναδική περίπτωση οι άγιοι πατέρες δικαιολογούν τον φόβο. Στην περίπτωση κατά την οποία ο χριστιανός φεύγει αμετανόητος. Άξιοι δακρύων και κοπετών είναι πράγματι οι εν αμαρτία αποθήσκοντες . Κανένας άλλος θάνατος δεν δικαιολογεί φόβο.
Αλλά αν για τον πιστό δεν υπάρχει φόβος, για τον άπιστο, τον υλιστή, το μηδενιστή υπάρχει φόβος και τρόμος.
Είναι αλήθεια ότι η απομάκρυνση από το Θεό έχει ως αποτέλεσμα το φόβο του θανάτου. Η υλιστική ζωή κάνει τον άνθρωπο να προσκολλάται στα γήινα. Περνώντας όμως ο καιρός διαπιστώνεται η αδυναμία του σώματος, τα γηρατειά και το άγνωστο. Όσο ο άνθρωπος ζει με αμέλεια φοβάται το θάνατο και όσο η αμαρτία τον βαραίνει τόσο φοβάται και τρομάζει μπροστά στο θάνατο.
Γι' αυτό αν απορρίπτεις την αιωνιότητα, αν δεν πιστεύεις στη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, αν ο Χριστός δεν είναι για σένα Θεός, αν έχεις πνεύμα υλιστικό και απορρίπτεις την αθανασία της ψυχής, να είσαι βέβαιος ότι θα τρέμεις και θα φοβάσαι το θάνατο.
Αν όμως πιστέψεις στο Χριστό, αν δεχθείς του Εκκλησιαστού το λόγιον πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα (ιδιομ. νεκρώσιμου ακολουθίας), αν δεχθείς την αθανασία της ψυχής θα δεις ανοιχτή την αγκαλιά του Θεού να σε περιμένει και τότε όχι μόνο δε θα φοβάσαι το θάνατο , αλλά θα τον ατενίσεις ως θύρα προς την αιωνιότητα και θα τον ποθήσεις.
ΑΠ. Ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας μας και δογματικός Θεολόγος, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σ' ένα ιδιόμελο της νεκρώσιμου ακολουθίας λέγει: Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον . Και είναι πράγματι φοβερός ο θάνατος, γιατί συνεχίζοντας ο ιερός Πατέρας μας πληροφορεί ότι βιαίως χωρίζεται η ψυχή εκ του σώματος . Έτσι μετά από λίγο η αρμονική σχέση ψυχής και σώματος παύει να υπάρχει. Το σώμα τοποθετείται μέσα στη μάνα γη, για να το χωνέψει και να το μετατρέψει σε χώμα σύμφωνα με την εντολή γη ει και εις γην απελεύσει (Γεν. 3,19) και η ψυχή αόρατη φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση.
Μπροστά σ' αύτη την πραγματικότητα βρίσκεται ο κάθε άνθρωπος. Καθημερινά όπως μας λέγει ο ερωτών αδελφός βλέπει αγγελίες θανάτου και τρομάζει. Γιατί τρομάζει; Γιατί φοβάται; Γιατί σε λίγο θα έλθει και η δική του σειρά άγνωστο πότε.
Και γεννάται εύλογο το ερώτημα: Ποιος φοβάται το θάνατο ο πιστός η ο άπιστος; αυτός που έχει ελπίδα ζωής η εκείνος που δεν έχει ελπίδα; Ο άνθρωπος που πιστεύει ότι είναι δημιούργημα του Θεού η εκείνος που πιστεύει ότι είναι απόκτημα της ύλης;
Ο πιστός δεν φοβάται το θάνατο. Κανένας άγιος της Εκκλησίας μας δε φοβήθηκε το θάνατο. Εν αντιθέσει θεωρούσαν το θάνατο ως λύτρωση. Ποθούσαν το θάνατο προκειμένου να απαλλαγούν από την παρούσα πρόσκαιρη πραγματικότητα. Οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας δεν φοβήθηκαν ποτέ το θάνατο μολονότι βρέθηκαν μπροστά στη μάχαιρα και την αγχόνη του Δημίου. Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος έλεγαν οι 40 μάρτυρες τη στιγμή του μαρτυρίου επάνω στην παγωμένη λίμνη της Σεβαστείας.
Ο Χριστιανός πιστεύει ότι πριν γεννηθεί ήταν στη σκέψη του Θεού. Τώρα ζει στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο, όσο επιτρέψει ο Θεός. Και όταν κοιμηθεί θα βρεθεί πλέον στην αγκαλιά του Θεού. Με τέτοια πίστη πως να φοβηθεί το θάνατο; Ο πιστός πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού. Παράλληλα πιστεύει και στην δική του ανάσταση.
Βλέπει το θάνατο ως θύρα προς την αιωνιότητα. Βλέπει νοερά τη στοργική αγκαλιά του Θεού πατέρα για να τον ξεκουράσει από τις δυσκολίες της ζωής και τους πόνους του σώματος. Η πίστη του αυτή τον βεβαιώνει ότι φεύγοντας από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο θα συναντήσει τους προσφιλείς του, που έφυγαν πριν από αυτόν.
Σε μια μοναδική περίπτωση οι άγιοι πατέρες δικαιολογούν τον φόβο. Στην περίπτωση κατά την οποία ο χριστιανός φεύγει αμετανόητος. Άξιοι δακρύων και κοπετών είναι πράγματι οι εν αμαρτία αποθήσκοντες . Κανένας άλλος θάνατος δεν δικαιολογεί φόβο.
Αλλά αν για τον πιστό δεν υπάρχει φόβος, για τον άπιστο, τον υλιστή, το μηδενιστή υπάρχει φόβος και τρόμος.
Είναι αλήθεια ότι η απομάκρυνση από το Θεό έχει ως αποτέλεσμα το φόβο του θανάτου. Η υλιστική ζωή κάνει τον άνθρωπο να προσκολλάται στα γήινα. Περνώντας όμως ο καιρός διαπιστώνεται η αδυναμία του σώματος, τα γηρατειά και το άγνωστο. Όσο ο άνθρωπος ζει με αμέλεια φοβάται το θάνατο και όσο η αμαρτία τον βαραίνει τόσο φοβάται και τρομάζει μπροστά στο θάνατο.
Γι' αυτό αν απορρίπτεις την αιωνιότητα, αν δεν πιστεύεις στη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, αν ο Χριστός δεν είναι για σένα Θεός, αν έχεις πνεύμα υλιστικό και απορρίπτεις την αθανασία της ψυχής, να είσαι βέβαιος ότι θα τρέμεις και θα φοβάσαι το θάνατο.
Αν όμως πιστέψεις στο Χριστό, αν δεχθείς του Εκκλησιαστού το λόγιον πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα (ιδιομ. νεκρώσιμου ακολουθίας), αν δεχθείς την αθανασία της ψυχής θα δεις ανοιχτή την αγκαλιά του Θεού να σε περιμένει και τότε όχι μόνο δε θα φοβάσαι το θάνατο , αλλά θα τον ατενίσεις ως θύρα προς την αιωνιότητα και θα τον ποθήσεις.
7. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
ΕΡ. Ακούω πολλές φορές τη λέξη νεκροταφείο, άλλοτε κοιμητήριο. Ποιόν από τους δύο όρους πρέπει να χρησιμοποιώ και γιατί;
ΑΠ. Πράγματι σήμερα οι χριστιανοί χρησιμοποιούν και τις δυο αυτές λέξεις. Πηγαίνω στο νεκροταφείο. Πηγαίνω στο κοιμητήριο. Νεκροταφείο, όπως η λέξη το λέγει, είναι ο τόπος ταφής των νεκρών. Νεκρός είναι ο άνθρωπος που η ψυχή του χωρίστηκε από το σώμα. Το νεκρό πλέον σώμα παύει να κινείται και είναι καταδικασμένο στη σήψη. από τη στιγμή της νεκρώσεως αρχίζει η φθορά και γίνεται σκωλήκων βρώμα τροφή των σκωλήκων. Το σώμα του ανθρώπου είναι χοϊκό. Γη ει και εις γην απελεύσει . Αύτη είναι η εντολή. από χώμα κατασκευάσθηκε και εις το χώμα θα επιστρέψει. Και επιστρέφει εις γην εξ ης ελήφθη Και αυτά βεβαίως ως προς την φυσική κατάσταση του σώματος.
Η πίστη όμως της Εκκλησίας μας διδάσκει άλλα. Ναι το σώμα θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη , αλλά θα έλθει κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον που οι νεκροί πάντες αναστήσονται και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον (Α' Θεσσ. 5,16).
Τούτο το γεγονός περιγράφει ο Προφήτης Ιεζεκιήλ παραστατικά. Να τι ακριβώς λέγει: Ένιωσα πάνω μου τη δύναμη του Κυρίου. Μ' έβγαλε με το Πνεύμα του έξω, μ' έφερε σε μία πεδιάδα που ήταν γεμάτη κόκκαλα και με περιέφερε πάνω απ' αυτά. Τα κόκκαλα ήταν πάρα πολλά και πολύ ξερά, απλωμένα στην πεδιάδα.
Άνθρωπε, με ρώτησε, μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκκαλα; Κι εγώ απάντησα: Κύριε,
Θεέ, εσύ ξέρεις. Τότε μου είπε: Μίλα εκ μέρους μου σ αυτά τα κόκκαλα και πες τους: Κόκκαλα εσείς ξερά, ο Κύριος ο Θεός σας λέγει: Προσέξτε! Εγώ θα φέρω πνοή μέσα σας και θα πάρετε ζωή. Θα σας δώσω νεύρα και θα κάνω να ρθει πάνω σας σάρκα και θα τη σκεπάσω με δέρμα, μετά θα σας δώσω πνοή και θα πάρετε ζωή. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος .
Προφήτεψα, λοιπόν, όπως διατάχθηκα. Κι εκεί που προφήτευα, έγινε ένας θόρυβος κι ακούγονταν τριξίματα, τα κόκκαλα πλησίαζαν το ένα το άλλο. Ύστερα κοίταξα και είδα ότι νεύρα και σάρκες φύτρωναν πάνω στα κόκκαλα και μετά ντύθηκαν με δέρμα. ζωή όμως δεν υπήρχε ακόμα μέσα τους.
Τότε μου είπε ο Κύριος: Μίλα εκ μέρους μου στην πνοή της ζωής! Προφήτεψε, άνθρωπε. Και πες της: Ο Κύριος ο Θεός λέει: Έλα, πνοή, από τις τέσσερις άκρες και μπες μέσα σ' αυτά τα πτώματα, για να Ξαναπάρουν ζωή. Προφήτεψα, λοιπόν, όπως με πρόσταξε ο Κύριος. Μπήκε τότε η πνοή της ζωής στα πτώματα και αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους. κι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο στράτευμα.
Επομένως θα έλθει η στιγμή κατά την οποίαν θα αναστηθούν. Πάλιν δε ηχούσης της σάλπιγγος νεκροί ως εν συσεισμώ πάντες αναστήσονται προς την σην υπάντησιν Χριστέ ο Θεός (Β' Ίδιομ. Νεχρ. ακολουθίας).
Έτσι τη στιγμή που αποχτήσαμε την πίστη της αναστάσεως των αδελφών μας παύουμε να μιλάμε για Νεκροταφείο . αλλά μιλάμε για Κοιμητήριο. Σ' αυτό το κοιμητήριο αναπαύονται οι προσφιλείς μας νεκροί. Κοιμούνται πρόσκαιρα. για να ξυπνήσουν όταν η παντοκρατορική φωνή του Θεού διατάξε: Νεκροί αναστηθήτε. Και οι νεκροί θα αναστηθούν.
Είπαν και είναι κατά πάντα αληθινό ότι ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος και ο θάνατος ένας μεγάλος ύπνος.
ΑΠ. Πράγματι σήμερα οι χριστιανοί χρησιμοποιούν και τις δυο αυτές λέξεις. Πηγαίνω στο νεκροταφείο. Πηγαίνω στο κοιμητήριο. Νεκροταφείο, όπως η λέξη το λέγει, είναι ο τόπος ταφής των νεκρών. Νεκρός είναι ο άνθρωπος που η ψυχή του χωρίστηκε από το σώμα. Το νεκρό πλέον σώμα παύει να κινείται και είναι καταδικασμένο στη σήψη. από τη στιγμή της νεκρώσεως αρχίζει η φθορά και γίνεται σκωλήκων βρώμα τροφή των σκωλήκων. Το σώμα του ανθρώπου είναι χοϊκό. Γη ει και εις γην απελεύσει . Αύτη είναι η εντολή. από χώμα κατασκευάσθηκε και εις το χώμα θα επιστρέψει. Και επιστρέφει εις γην εξ ης ελήφθη Και αυτά βεβαίως ως προς την φυσική κατάσταση του σώματος.
Η πίστη όμως της Εκκλησίας μας διδάσκει άλλα. Ναι το σώμα θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη , αλλά θα έλθει κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον που οι νεκροί πάντες αναστήσονται και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον (Α' Θεσσ. 5,16).
Τούτο το γεγονός περιγράφει ο Προφήτης Ιεζεκιήλ παραστατικά. Να τι ακριβώς λέγει: Ένιωσα πάνω μου τη δύναμη του Κυρίου. Μ' έβγαλε με το Πνεύμα του έξω, μ' έφερε σε μία πεδιάδα που ήταν γεμάτη κόκκαλα και με περιέφερε πάνω απ' αυτά. Τα κόκκαλα ήταν πάρα πολλά και πολύ ξερά, απλωμένα στην πεδιάδα.
Άνθρωπε, με ρώτησε, μπορούν να γίνουν ζωντανοί άνθρωποι αυτά τα κόκκαλα; Κι εγώ απάντησα: Κύριε,
Θεέ, εσύ ξέρεις. Τότε μου είπε: Μίλα εκ μέρους μου σ αυτά τα κόκκαλα και πες τους: Κόκκαλα εσείς ξερά, ο Κύριος ο Θεός σας λέγει: Προσέξτε! Εγώ θα φέρω πνοή μέσα σας και θα πάρετε ζωή. Θα σας δώσω νεύρα και θα κάνω να ρθει πάνω σας σάρκα και θα τη σκεπάσω με δέρμα, μετά θα σας δώσω πνοή και θα πάρετε ζωή. Τότε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος .
Προφήτεψα, λοιπόν, όπως διατάχθηκα. Κι εκεί που προφήτευα, έγινε ένας θόρυβος κι ακούγονταν τριξίματα, τα κόκκαλα πλησίαζαν το ένα το άλλο. Ύστερα κοίταξα και είδα ότι νεύρα και σάρκες φύτρωναν πάνω στα κόκκαλα και μετά ντύθηκαν με δέρμα. ζωή όμως δεν υπήρχε ακόμα μέσα τους.
Τότε μου είπε ο Κύριος: Μίλα εκ μέρους μου στην πνοή της ζωής! Προφήτεψε, άνθρωπε. Και πες της: Ο Κύριος ο Θεός λέει: Έλα, πνοή, από τις τέσσερις άκρες και μπες μέσα σ' αυτά τα πτώματα, για να Ξαναπάρουν ζωή. Προφήτεψα, λοιπόν, όπως με πρόσταξε ο Κύριος. Μπήκε τότε η πνοή της ζωής στα πτώματα και αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους. κι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο στράτευμα.
Επομένως θα έλθει η στιγμή κατά την οποίαν θα αναστηθούν. Πάλιν δε ηχούσης της σάλπιγγος νεκροί ως εν συσεισμώ πάντες αναστήσονται προς την σην υπάντησιν Χριστέ ο Θεός (Β' Ίδιομ. Νεχρ. ακολουθίας).
Έτσι τη στιγμή που αποχτήσαμε την πίστη της αναστάσεως των αδελφών μας παύουμε να μιλάμε για Νεκροταφείο . αλλά μιλάμε για Κοιμητήριο. Σ' αυτό το κοιμητήριο αναπαύονται οι προσφιλείς μας νεκροί. Κοιμούνται πρόσκαιρα. για να ξυπνήσουν όταν η παντοκρατορική φωνή του Θεού διατάξε: Νεκροί αναστηθήτε. Και οι νεκροί θα αναστηθούν.
Είπαν και είναι κατά πάντα αληθινό ότι ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος και ο θάνατος ένας μεγάλος ύπνος.
8. ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΣΙΑΣ
ΕΡ. Όταν ένας άγιος πεθαίνει οι άλλοι άγιοι που βρίσκονται κοντά του δεν κλαίνε, δε θρηνούν; Πως αντιμετωπίζουν το θάνατο;
ΑΠ. Το ερώτημα είναι πολύ σημαντικό. Αξίζει τον κόπο να μελετήσουμε και τέτοιες περιπτώσεις. Οι άγιοι δεν παύουν να είναι άνθρωποι. Από τη στιγμή που γνώρισαν το Χριστό αγωνίζονται και εκείνοι με ζήλο για να Τον ευαρεστήσουν. Δεν έπαυαν να είναι και εκείνοι άνθρωποι με αδυναμίες. Κλαίνε, θρηνούν όχι απελπισμένα. Κλαίνε για το χωρισμό. Είναι φυσικό τούτο. Κανείς δεν έχει αντίρρηση. Το κλάμα επιτρέπεται. Η απόγνωση είναι κατακριτέα. Γι' αυτό από το τέλος της μακαρίας Μακρινής, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου, θα διαπιστώσουμε τη συμπεριφορά των αγίων για να διδαχθούμε. Δανειζόμαστε το κείμενο από το 2ο τόμο των εκδόσεων Ιεράς Μονής Παρακλήτου Χαρίσματα και Χαρισματούχοι
Ο αδελφός της αγίας Μακρινής ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης επισκέφθηκε την άρρωστη αδελφή του Μακρίνα (379 μ.Χ). Αργότερα έγραψε εγκώμιο για την αδελφή του, που ήταν ηγουμένη και εκεί περιγράφει την μακαρία κοίμησή της.
Η Μακρίνα βασανιζόταν από την αρρώστια. Ήταν ξαπλωμένη όμως όχι σε κρεβάτι η σε στρώμα, αλλά καταγής, πάνω σε μία σανίδα! Μια άλλη σανίδα, λοξά τοποθετημένη, στήριζε το κεφάλι της αντί για προσκέφαλο, υποβαστάζοντας ανακουφιστικά τον αυχένα.
Μόλις με αντίκρισε να πλησιάζω στην πόρτα ανασηκώθηκε στηριζομένη στον αγκώνα της. Να έρθει όμως κοντά μου δεν μπορούσε βεβαίως, γιατί ο πυρετός είχε εξαντλήσει τις δυνάμεις της. Στύλωσε τα χέρια στο έδαφος κι έβγαλε το σώμα της έξω από τα στρωσίδια αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό την τιμή της υποδοχής. Κι εγώ σπεύδοντας κοντά της κράτησα στα χέρια μου το πρόσωπο της, που ήταν σκυμμένο κάτω, την ανασήκωσα και την έβαλα πάλι να ξαπλώσει στη συνηθισμένη της θέση. Εκείνη τότε ύψωσε τα χέρια της προς το Θεό και είπε: Θεέ μου, κι αύτη τη χάρη μου εκπλήρωσες και δεν παρέβλεψες την επιθυμία μου, να φέρεις εδώ τον υπηρέτη σου !
Αμέσως όμως, για να μη φέρει στην ψυχή μου καμιά στεναχώρια, μαλάκωσε τον στεναγμό και προσπαθούσε κάπως να κρύψη τη δυσκολία της αναπνοής της και με κάθε τρόπο ν' αλλάξει προς το ευχάριστο την ατμόσφαιρα. Άρχισε μάλιστα η ίδια διάφορες συζητήσεις και μου έδινε αφορμή ν' απαντώ σε όσα ρωτούσε. Όταν στη συνέχεια φτάσαμε στην μνήμη του αοιδίμου αδελφού μας Μ. Βασιλείου, η δική μου ψυχή λύγισε. Έκρυψα σκυθρωπός το πρόσωπο μου και δάκρυα έρρεαν από τα μάτια μου. Εκείνη όμως τόσο μακριά βρισκόταν από τη δική μου συντριβή, ώστε παίρνοντας ως αφορμή τη μνήμη του, άνοιξε μία βαθειά θεολογική συζήτηση ερμηνεύοντας τα μυστήρια της ανθρωπίνης φύσεως και τη θεϊκή οικονομία που κρύβεται στις θλίψεις.
Αργότερα έκανε μία θερμή προσευχή:
Εσύ, Κύριέ μου, εξαφάνισες από μέσα μας τον φόβο του θανάτου. Έκανες το τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής ξεκίνημα της αληθινής και αιωνίου. Αναπαύεις για λίγο με τον ύπνο του θανάτου τα σώματά μας και πάλι θα τα ξυπνήσεις με τη σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας σου. Παραδίνεις προσωρινά στης γης τα σπλάχνα το χωματένιο σώμα μας, και το ξαναπαίρνεις πάλι λαμπρό και άφθαρτο. Μας γλύτωσες από την κατάρα της αμαρτίας για τη δική μας σωτηρία. Μας έδωσες τον τύπο του παναγίου Σταυρού σου, για να νικάμε τον διάβολο και να ασφαλίζουμε τη ζωή μας. Σε σένα παραδόθηκα από την ώρα που γεννήθηκα. Εσένα αγάπησε η ψυχή μου με όλη της τη δύναμη. Σε σένα αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχή μου από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι σήμερα. Εσύ, Κύριε, βάλε και τώρα στο πλευρό μου φωτεινό άγγελο να με οδηγήσει στον τόπο της αναψυχής, στους κόλπους των αγίων πατέρων. Εσύ που έφερες στον παράδεισο τον ληστή που σταυρώθηκε μαζί σου, θυμήσου και εμένα στη βασιλεία σου. Γιατί κι εγώ σταυρώθηκα μαζί σου, αφού για τον άγιο φόβο σου νέκρωσα τη σάρκα μου και τα θελήματά της. Συγχώρεσε με, Κύριε, για ν' αναπαυθώ και να βρεθώ ενώπιόν σου χωρίς ρύπο η κηλίδα. Δώσε να γίνη δεκτή η ψυχή μου στα χέρια σου, καθαρή και αμόλυντη, θυμίαμα ευωδιαστό ενώπιόν σου.
Λέγοντας αυτά σφράγιζε συγχρόνως με το σημείο του σταυρού τα μάτια της, το στόμα της και την καρδιά της. Σιγά-σιγά η γλώσσα της, που φρυγάνιασε από τον πυρετό, δεν άρθρωνε πλέον καθαρά τις λέξεις. Η φωνή της χανόταν, και μόνο με το ανοιγόκλεισμα των χειλιών της καταλαβαίναμε πως προσευχόταν ακόμη.
Εν τω μεταξύ, όταν σουρούπωσε και κάποια αδελφή έφερε ένα λυχνάρι, άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της και βλέποντας προς την ανατολή, έδειχνε ολοφάνερα πως επιθυμούσε να πει την εσπερινή ακολουθία. Επειδή όμως η φωνή της είχε σβήσει, μόνο με την καρδιά και την ικετευτική κίνηση των χεριών της ικανοποιούσε την επιθυμία της. Κινούσε και τα χείλη της σύμφωνα με την εσωτερική της διάθεση. Σαν αποτελείωσε την προσευχή της, σήκωσε το χέρι στο πρόσωπο της κάνοντας το σημείο του σταυρού, για να δηλώσει το τέλος της προσευχής. Έπειτα, αφού ανέπνευσε βαθιά και δυνατά, μαζί με την προσευχή τελείωσε και τη ζωή της.
Καθώς βρισκόταν πλέον ακίνητη και χωρίς πνοή μπροστά μου, θυμήθηκα τις εντολές της, όσες έδωσε ευθύς από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, λέγοντας πως θέλει τα δικά μου χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από μένα να γίνουν οι κανονισμένες φροντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασα τότε το χέρι μου πάνω στο άγιο πρόσωπο της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησα στην εντολή της, γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να τα κλείση κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλεφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε, και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δεν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευπρεπίσει.
Τότε ξαφνικά ξέσπασε ένας πικρός και ασταμάτητος θρήνος από τις μοναχές που την περιέβαλαν, ώστε δεν μπόρεσα ούτε εγώ πλέον να συγκρατηθώ. Ο θρήνος σαν ένας πλημμυρισμένος χείμαρος με παρέσυρε και αμελώντας τις υποχρεώσεις μου για την ταφή, παραδόθηκα ολόκληρος στη θρηνωδία.
Μου φάνηκε βεβαίως δικαιολογημένη και φυσική η αφορμή του πένθους για τις μοναχές. Δεν θρηνούσαν τη στέρηση ενός αγαπητού προσώπου η ενός ευσπλαχνικού ευεργέτου και προστάτου, ούτε για κάτι παρόμοιο με αυτά που συνήθως θλίβονται οι άνθρωποι. Θρηνούσαν επειδή χωρίσθηκαν απ' αυτή, που ήταν η ελπίδα τους προς το Θεό και η σωτηρία της ψυχής τους! Έτσι φώναζαν και έλεγαν:
Σβήστηκε το λυχνάρι των ματιών μας! Χάθηκε το φως που καθοδηγούσε τις ψυχές μας, η ασφάλεια της ζωής μας, η σφραγίδα της αφθαρσίας μας, ο σύνδεσμος της ομοφροσύνης μας. Συντρίφθηκε το στήριγμα των αδυνάτων, έλειψε η θεραπεία των ασθενών. Όταν ζούσε ανάμεσα μας και η νύχτα έλαμπε σαν μέρα από το φως της αγνής ζωής της. Τώρα και η μέρα θα μεταβληθεί σε σκοτάδι.
Πιο βαριά από τις υπόλοιπες υπέφεραν όσες στην περίοδο της πείνας, σκορπισμένες στους δρόμους, τις μάζεψε , τις ανέθρεψε και τις οδήγησε στην καθαρή κι αγνή ζωή.
9. ΕΚΔΗΜΙΑ ΑΓΙΟΥ
ΕΡ. Οι αγιασμένοι άνθρωποι που έζησαν σε όλη τους τη ζωή κοντά στο Χριστό, πως συμπεριφέρονται στις τελευταίες στιγμές τους; Πως αντιμετωπίζουν το θάνατο;
ΑΠ. Υπάρχουν πράγματι επώνυμοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που στη ζωή τους κουράστηκαν πολύ. Νηστείες σκληρές, αγρυπνίες, κακοπάθειες, πειρασμοί, δοκιμασίες και τόσα άλλα συνιστούσαν την επίγεια ζωή τους. Αλλά απάντηση στο ερώτημα βρίσκει κανείς στο συναξαριστή, που περιγράφει το τέλος του Αγίου Ευφραίμ του Σύρου. Στην ολοκλήρωση αυτού του κειμένου εγκωμιάζεται ο Άγιος Ευφραίμ για το οσιακό του τέλος.
Όταν ο όσιος Εφραίμ εγκατέλειπε τον κόσμο αυτό για ν' ανυψωθή στη μακαρία και αιωνία ζωή, απαγόρευσε να του απονεμηθεί οποιαδήποτε τιμή και δόξα. Δεν επέτρεψε να του ψάλουν ούτε νεκρώσιμους ύμνους!
Μην ψάλετε τροπάρια για τον Εφραίμ. Μην τον εγκωμιάσετε. Μην τον θάψετε με πολυτελή σάβανα. Μη σκάψετε ιδιαίτερο τάφο για το σώμα μου, γιατί έχω συμφωνήσει με τον Θεό ν' αναπαυθώ στον τάφο των ξένων. Ξένος εγώ και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου .
Παρήγγειλε ακόμη ότι, αν κανείς σκέφθηκε η και ετοίμασε πολυτελή σάβανα, να μην πραγματοποιήση τη σκέψη του, αλλά να δώση στους φτωχούς αυτό που ώρισε για τη δική του ταφή.
- Ένας λοιπόν από τους παρόντες, και μάλιστα επιφανής, είχε ήδη ετοιμάσει πολύτιμο ένδυμα, για να θάψη μ' αυτό το σώμα του θείου Εφραίμ. Όταν λοιπόν άκουσε την απαγόρευση, πόνεσε και σκέφθηκε να μη δώση στους φτωχούς το ένδυμα, αλλά να προσφέρη καλύτερα σ' αυτούς ένα ανάλογο ποσό χρημάτων. Αμέσως όμως τότε δαιμονίσθηκε! Άρχισε να σπαράζη μπροστά στο κρεββάτι του άγιου και να βγάζη από το στόμα αφρούς. Ο αγαπημένος στον Θεό άνθρωπος του λέει τότε:
Ποιά παρανομία έχεις κάνει και βρέθηκες σε τέτοια συμφορά;
Με την ερώτηση του όσιου εκείνος σηκώθηκε και παρά τον δαιμονικό σκοτισμό αποκάλυψε τον κρυφό λογισμό, φανέρωσε την παρακοή. Έτσι, αφού εξομολογήθηκε, τον θεράπευσε ο ευσπλαχνικός άγιος! Τον γλύτωσε από το πάθος τοποθετώντας στο κεφάλι του τα άγια χέρια προσευχόμενος.
Κάνοντας ένα τέτοιο θαύμα στα τέλη της ζωής του και παρακινώντας τους παρόντες στον ζήλο της αρετής με πολλές παραινέσεις, εκοιμήθη και έφθασε ευπρόσδεκτος στο ακύμαντο λιμάνι της αιωνίου βασιλείας.
Που άλλου θα ταίριαζε ν' αναπαυθή η ψυχή του παρά στα ουράνια σκηνώματα, όπου οι τάξεις των αγγέλων, οι χοροί των προφητών, οι θρόνοι των αποστόλων, η χαρά των μαρτύρων, η ευφροσύνη των όσιων, η λαμπρότης των διδασκάλων, η πανήγυρις των πρωτοτόκων !... εκεί κατασκήνωσε η αγία ψυχή του μακαρίου και αοιδίμου πατρός ημών Εφραίμ.
- Και καθώς θ' ανέβαινε στον ουρανό, θα την οδηγούσαν οι αρετές της ζωής του και καθεμιά θα της έδειχνε τα άρρητα και αθέατα κάλλη. Θα ερχόταν η μεγαλύτερη από τις αρετές, η αγάπη, και θα της έλεγε:
Βλέπε, πολυαγαπημένη ψυχή, ποιά ομορφιά σου ετοίμασα !
Και με τα λόγια αυτά θα της έδειχνε την απόλαυση.
Θα ερχόταν μετά η ταπεινοφροσύνη για να της πει :
Ατένιζε, πολυπόθητη στον Θεό ψυχή, ποιο τόπο αναπαύσεως σου εξασφάλισα.
Και χωριστά καθεμιά από τις αρετές θα της έδειχνε τις αμοιβές που χαρίζει σε όσους την καλλιεργούν.
'Ω πολυύμνητη και ζηλευτή αποδημία! Θάνατε, που δεν χρειάζεσαι δάκρυα! Χωρισμέ, που ενώνεις με τα ποθούμενα! Μετάσταση, πού δεν κάνεις τον μεταστάντα να μετανοεί! Κηδεία, που δεν προκαλείς θλίψη... . Ο θάνατος των κοινών ανθρώπων γίνεται αιτία δακρύων στους υπολοίπους. Ο θάνατος όμως των αγίων γίνεται
αφορμή ευφροσύνης και πανηγόρεως. Γιατί είναι μετά-
βάσις από τη θλίψη και δυσκολία στην άνεση και στη χαρά .
Το θάνατο ο άγιος τον αντιμετώπισε με πλήρη ηρεμία και γαλήνη, χωρίς φόβο, αλλά με πόθο να βρεθεί στην πανήγυρι των πρωτοτόκων . ακόμη φεύγοντας είχε στο νου του αυτός που έζησε πάμπτωχος τους προσφιλείς του πτωχούς, γιατί γνώριζε πόσο προσφιλής είναι στο Θεό η ελεημοσύνη.
Το τέλος των Αγίων είναι χαρά κι ευφροσύνη και όχι πόνος, λύπη και δάκρυα.
ΑΠ. Υπάρχουν πράγματι επώνυμοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που στη ζωή τους κουράστηκαν πολύ. Νηστείες σκληρές, αγρυπνίες, κακοπάθειες, πειρασμοί, δοκιμασίες και τόσα άλλα συνιστούσαν την επίγεια ζωή τους. Αλλά απάντηση στο ερώτημα βρίσκει κανείς στο συναξαριστή, που περιγράφει το τέλος του Αγίου Ευφραίμ του Σύρου. Στην ολοκλήρωση αυτού του κειμένου εγκωμιάζεται ο Άγιος Ευφραίμ για το οσιακό του τέλος.
Όταν ο όσιος Εφραίμ εγκατέλειπε τον κόσμο αυτό για ν' ανυψωθή στη μακαρία και αιωνία ζωή, απαγόρευσε να του απονεμηθεί οποιαδήποτε τιμή και δόξα. Δεν επέτρεψε να του ψάλουν ούτε νεκρώσιμους ύμνους!
Μην ψάλετε τροπάρια για τον Εφραίμ. Μην τον εγκωμιάσετε. Μην τον θάψετε με πολυτελή σάβανα. Μη σκάψετε ιδιαίτερο τάφο για το σώμα μου, γιατί έχω συμφωνήσει με τον Θεό ν' αναπαυθώ στον τάφο των ξένων. Ξένος εγώ και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου .
Παρήγγειλε ακόμη ότι, αν κανείς σκέφθηκε η και ετοίμασε πολυτελή σάβανα, να μην πραγματοποιήση τη σκέψη του, αλλά να δώση στους φτωχούς αυτό που ώρισε για τη δική του ταφή.
- Ένας λοιπόν από τους παρόντες, και μάλιστα επιφανής, είχε ήδη ετοιμάσει πολύτιμο ένδυμα, για να θάψη μ' αυτό το σώμα του θείου Εφραίμ. Όταν λοιπόν άκουσε την απαγόρευση, πόνεσε και σκέφθηκε να μη δώση στους φτωχούς το ένδυμα, αλλά να προσφέρη καλύτερα σ' αυτούς ένα ανάλογο ποσό χρημάτων. Αμέσως όμως τότε δαιμονίσθηκε! Άρχισε να σπαράζη μπροστά στο κρεββάτι του άγιου και να βγάζη από το στόμα αφρούς. Ο αγαπημένος στον Θεό άνθρωπος του λέει τότε:
Ποιά παρανομία έχεις κάνει και βρέθηκες σε τέτοια συμφορά;
Με την ερώτηση του όσιου εκείνος σηκώθηκε και παρά τον δαιμονικό σκοτισμό αποκάλυψε τον κρυφό λογισμό, φανέρωσε την παρακοή. Έτσι, αφού εξομολογήθηκε, τον θεράπευσε ο ευσπλαχνικός άγιος! Τον γλύτωσε από το πάθος τοποθετώντας στο κεφάλι του τα άγια χέρια προσευχόμενος.
Κάνοντας ένα τέτοιο θαύμα στα τέλη της ζωής του και παρακινώντας τους παρόντες στον ζήλο της αρετής με πολλές παραινέσεις, εκοιμήθη και έφθασε ευπρόσδεκτος στο ακύμαντο λιμάνι της αιωνίου βασιλείας.
Που άλλου θα ταίριαζε ν' αναπαυθή η ψυχή του παρά στα ουράνια σκηνώματα, όπου οι τάξεις των αγγέλων, οι χοροί των προφητών, οι θρόνοι των αποστόλων, η χαρά των μαρτύρων, η ευφροσύνη των όσιων, η λαμπρότης των διδασκάλων, η πανήγυρις των πρωτοτόκων !... εκεί κατασκήνωσε η αγία ψυχή του μακαρίου και αοιδίμου πατρός ημών Εφραίμ.
- Και καθώς θ' ανέβαινε στον ουρανό, θα την οδηγούσαν οι αρετές της ζωής του και καθεμιά θα της έδειχνε τα άρρητα και αθέατα κάλλη. Θα ερχόταν η μεγαλύτερη από τις αρετές, η αγάπη, και θα της έλεγε:
Βλέπε, πολυαγαπημένη ψυχή, ποιά ομορφιά σου ετοίμασα !
Και με τα λόγια αυτά θα της έδειχνε την απόλαυση.
Θα ερχόταν μετά η ταπεινοφροσύνη για να της πει :
Ατένιζε, πολυπόθητη στον Θεό ψυχή, ποιο τόπο αναπαύσεως σου εξασφάλισα.
Και χωριστά καθεμιά από τις αρετές θα της έδειχνε τις αμοιβές που χαρίζει σε όσους την καλλιεργούν.
'Ω πολυύμνητη και ζηλευτή αποδημία! Θάνατε, που δεν χρειάζεσαι δάκρυα! Χωρισμέ, που ενώνεις με τα ποθούμενα! Μετάσταση, πού δεν κάνεις τον μεταστάντα να μετανοεί! Κηδεία, που δεν προκαλείς θλίψη... . Ο θάνατος των κοινών ανθρώπων γίνεται αιτία δακρύων στους υπολοίπους. Ο θάνατος όμως των αγίων γίνεται
αφορμή ευφροσύνης και πανηγόρεως. Γιατί είναι μετά-
βάσις από τη θλίψη και δυσκολία στην άνεση και στη χαρά .
Το θάνατο ο άγιος τον αντιμετώπισε με πλήρη ηρεμία και γαλήνη, χωρίς φόβο, αλλά με πόθο να βρεθεί στην πανήγυρι των πρωτοτόκων . ακόμη φεύγοντας είχε στο νου του αυτός που έζησε πάμπτωχος τους προσφιλείς του πτωχούς, γιατί γνώριζε πόσο προσφιλής είναι στο Θεό η ελεημοσύνη.
Το τέλος των Αγίων είναι χαρά κι ευφροσύνη και όχι πόνος, λύπη και δάκρυα.
10. ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΗΠΙΟΥ
ΕΡ. Πικραμένος πατέρας μετά το θάνατο του νηπίου του έρωτα: Πως να παρηγορηθώ; Το βλαστάρι μου έφυγε νωρίς και δε χάρηκε τη ζωούλα του.
ΑΠ. Είναι πράγματι η δοκιμασία σου αδελφέ φοβερή. Μπορείς όμως να παρηγορηθείς αν πιστέψεις ειλικρινά και στηρίξεις τις ελπίδες στο Θεό. Μακριά από το Θεό είναι αδύνατο να βρεις παρηγοριά. Σκέψου ότι το παιδί σου έφυγε από τον κόσμο αυτό βαπτισμένο και απαλλαγμένο τόσο από το προπατορικό αμάρτημα όσο και από προσωπικά αμαρτήματα. Δεν πρόλαβε να αμαρτήσει. Παρελήφθη από το Θεό και ανήκει στην αγγελική χορεία. Μη λησμονούμε όμως ότι τα παιδιά μας δεν ανήκουν σε μας. Είναι του Θεού. Κύριος έδωκε, Κύριος αφείλετο. Ως τω Κυρίω έδοξε ούτω και εγένετο. Είη το Όνομα Κυρίου ευλογημένον (Ιώβ 1, 21) θα αναφωτήσει ο μακάριος Ιώβ και μαζί μ' αυτόν κι εμείς.
Αλλά οι άγιοι Πατέρες φωτισμένοι από το Πνεύμα το Άγιο σε τέτοιες περιπτώσεις εκφωνούν λόγους παραμυθητικούς μοναδικούς. Έναν τέτοιο λόγο εξεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης με την ευκαιρία του θανάτου της εξάχρονης κόρης Πουλχερίας του αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδοσίου. Μεταξύ άλλων ο άγιος Πατήρ είπε: Μπορεί το παιδί να έφυγε από σένα, πήγε όμως κοντά στο Δεσπότη των όλων. Έκλεισε για σένα τα μάτια, αλλά τα άνοιξε στη λάμψη του αιωνίου φωτός. Είναι μακριά από το δικό σου τραπέζι, αλλά παρακάθεται σε αγγελικό τραπέζι. Ξεριζώθηκε το φυτό από τη γη, αλλά φυτεύθηκε στον ουράνιο κήπο, τον Παράδεισο. Άφησε κοσμική βασιλεία, αλλά μετέστη στη Βασιλεία των Ουρανών. Έβγαλε τη βασιλική πορφύρα, για να ενδυθεί την περιβολή της άνω Βασιλείας. Λυπάσαι που δεν βλέπεις το κάλλος του σώματος της, γιατί δε μπορείς να δεις το αληθινό ψυχικό κάλλος, το όποιο τώρα διαλάμπει στην ουράνια πανήγυρη. Ίσως ακόμη να λυπάσαι, γιατί δεν έφθασε στο γήρας. Αλλά πες μόνο τι καλό βλέπεις στα γηρατειά; Μήπως είναι ευχάριστο να ερεθίζονται τα μάτια, να ρυτιδώνεται το πρόσωπο, να πέφτουν τα δόντια, να ψελλίζει η γλώσσα, να τρέμουν τα χέρια, να καμπουριάζεις, να μην μπορείς να περπατήσεις και να έχεις ανάγκη χειραγωγών; Γι' αυτό αγανακτείς; Γιατί δεν έλαβε πείρα όλων αυτών των δυσάρεστων πραγμάτων και ούτε εδώ ένοιωσε λύπες, ούτε εκεί θα αισθανθεί; Αλλά θα μου πεις: Τουλάχιστον ας ζούσε περισσότερα χρόνια και ας χαιρόταν με τη χαρά της νυφικής θαλάμου. Ο αιώνιος νύμφιος θα απαντήσει σ' αυτό. Προτιμοτέρα είναι η ουράνια παστάδα, προτιμότερος εκείνος ο θάλαμος, στον όποιο δεν υπάρχει ούτε φόβος χηρείας, ούτε άλλα δεινά. Να χαίρεσαι, διότι δεν υπέφερε από ωδίνες, δεν κουράστηκε από φροντίδες παιδοτροφίας, δεν δοκίμασε λύπες όμοιες με εκείνες που οι γεννήτορες δοκιμάζουν.
Τα λόγια αυτά του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι βάλσαμο παρηγοριάς για εκείνους που αγαπούν το Χριστό και μένουν κάτω από τη δική Του σκέπη.
ΑΠ. Είναι πράγματι η δοκιμασία σου αδελφέ φοβερή. Μπορείς όμως να παρηγορηθείς αν πιστέψεις ειλικρινά και στηρίξεις τις ελπίδες στο Θεό. Μακριά από το Θεό είναι αδύνατο να βρεις παρηγοριά. Σκέψου ότι το παιδί σου έφυγε από τον κόσμο αυτό βαπτισμένο και απαλλαγμένο τόσο από το προπατορικό αμάρτημα όσο και από προσωπικά αμαρτήματα. Δεν πρόλαβε να αμαρτήσει. Παρελήφθη από το Θεό και ανήκει στην αγγελική χορεία. Μη λησμονούμε όμως ότι τα παιδιά μας δεν ανήκουν σε μας. Είναι του Θεού. Κύριος έδωκε, Κύριος αφείλετο. Ως τω Κυρίω έδοξε ούτω και εγένετο. Είη το Όνομα Κυρίου ευλογημένον (Ιώβ 1, 21) θα αναφωτήσει ο μακάριος Ιώβ και μαζί μ' αυτόν κι εμείς.
Αλλά οι άγιοι Πατέρες φωτισμένοι από το Πνεύμα το Άγιο σε τέτοιες περιπτώσεις εκφωνούν λόγους παραμυθητικούς μοναδικούς. Έναν τέτοιο λόγο εξεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης με την ευκαιρία του θανάτου της εξάχρονης κόρης Πουλχερίας του αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδοσίου. Μεταξύ άλλων ο άγιος Πατήρ είπε: Μπορεί το παιδί να έφυγε από σένα, πήγε όμως κοντά στο Δεσπότη των όλων. Έκλεισε για σένα τα μάτια, αλλά τα άνοιξε στη λάμψη του αιωνίου φωτός. Είναι μακριά από το δικό σου τραπέζι, αλλά παρακάθεται σε αγγελικό τραπέζι. Ξεριζώθηκε το φυτό από τη γη, αλλά φυτεύθηκε στον ουράνιο κήπο, τον Παράδεισο. Άφησε κοσμική βασιλεία, αλλά μετέστη στη Βασιλεία των Ουρανών. Έβγαλε τη βασιλική πορφύρα, για να ενδυθεί την περιβολή της άνω Βασιλείας. Λυπάσαι που δεν βλέπεις το κάλλος του σώματος της, γιατί δε μπορείς να δεις το αληθινό ψυχικό κάλλος, το όποιο τώρα διαλάμπει στην ουράνια πανήγυρη. Ίσως ακόμη να λυπάσαι, γιατί δεν έφθασε στο γήρας. Αλλά πες μόνο τι καλό βλέπεις στα γηρατειά; Μήπως είναι ευχάριστο να ερεθίζονται τα μάτια, να ρυτιδώνεται το πρόσωπο, να πέφτουν τα δόντια, να ψελλίζει η γλώσσα, να τρέμουν τα χέρια, να καμπουριάζεις, να μην μπορείς να περπατήσεις και να έχεις ανάγκη χειραγωγών; Γι' αυτό αγανακτείς; Γιατί δεν έλαβε πείρα όλων αυτών των δυσάρεστων πραγμάτων και ούτε εδώ ένοιωσε λύπες, ούτε εκεί θα αισθανθεί; Αλλά θα μου πεις: Τουλάχιστον ας ζούσε περισσότερα χρόνια και ας χαιρόταν με τη χαρά της νυφικής θαλάμου. Ο αιώνιος νύμφιος θα απαντήσει σ' αυτό. Προτιμοτέρα είναι η ουράνια παστάδα, προτιμότερος εκείνος ο θάλαμος, στον όποιο δεν υπάρχει ούτε φόβος χηρείας, ούτε άλλα δεινά. Να χαίρεσαι, διότι δεν υπέφερε από ωδίνες, δεν κουράστηκε από φροντίδες παιδοτροφίας, δεν δοκίμασε λύπες όμοιες με εκείνες που οι γεννήτορες δοκιμάζουν.
Τα λόγια αυτά του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι βάλσαμο παρηγοριάς για εκείνους που αγαπούν το Χριστό και μένουν κάτω από τη δική Του σκέπη.
11. ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΩΝ
ΕΡ. Γιατί έφυγε το παιδί μου στο άνθος της ηλικίας;
ΑΠ. Κανείς θνητός δεν έχει τη δυνατότητα να εισέλθει βαθειά στο νου του Κυρίου. Ο Προφήτης Ησαΐας θα πει: Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου; η τις σύμβουλος αυτού εγένετο; (Ησαΐας 40, 13) . Ποιος δηλαδή γνωρίζει το νου του Κυρίου και ποιος μπορεί να τον συμβουλέψει; Στη Σοφία Σολομώντος διαβάζουμε τα εμπνευσμένα από το Άγιο Πνεύμα λόγια του συγγραφέως: Ευάρεστος τω Θεώ γενόμενος ηγαπήθη και ζων μεταξύ αμαρτωλών μετετέθη, ηρπάγη, ίνα μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού η δόλος απατήση ψυχή ν αυτού ... τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς (4,1011,13). Τα σοφά αυτά λόγια θέλουν να μας πουν: Ο δίκαιος άνθρωπος, επειδή ευχαρίστησε με τη ζωή του το Θεό, αγαπήθηκε από αυτόν και επειδή εδώ ζούσε μεταξύ αμαρτωλών, μετατέθηκε στην άλλη ζωή. Τον άρπαξε ο Θεός, για να μη μεταβάλλει τη σύνεσή του η κακία του κόσμου και για να μην απατήσει την ψυχή του η δολιότητα. Ο δίκαιος αφού τελειοποιήθηκε μέσα σε λίγο χρόνο συμπλήρωσε έτσι πολλά έτη ενάρετης ζωής. Ακόμη και οι Αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: 'Ον Θεός φιλεί (δηλ. αγαπά) αποθνήσκει νέος .
Βέβαια κανείς δεν αμφιβάλλει ότι όταν ένας νέος άνθρωπος φεύγει αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό και οι οικείοι, κυρίως οι γεννήτορες, πληγώνονται βαθύτατα.
Πως να παρηγορηθούν; Πως και με ποιόν τρόπο θα χύσει κάνεις βάλσαμο στις καρδιές των πληγωμένων αδελφών; Ο άνθρωπος αδυνατεί. Τα παραπάνω όμως λόγια της Αγίας Γραφής αν γίνουν πιστευτά τότε ο άνθρωπος παρηγορείται. Εξάλλου δε θα μείνουμε αιώνια στον πλανήτη αυτό που λέγεται γη. Είμαστε πάροικοι και παρεπίδημοι. Σε λίγο και εμείς θα φύγουμε. Δεν έμεινε κανείς μόνιμα στον κόσμο αυτό.
Στις ψυχές όμως των οικείων πλανάται ένα ΓΙΑΤΙ ; . αυτό το γιατί αν το εξετάσουμε βαθύτερα συμβουλευόμενοι και την πατερική εμπειρία, θα διαπιστώσουμε ότι είναι εφάμαρτο. Το γιατί αυτό χαρακτηρίζεται ως αυτοδικία. Το γιατί μπορούμε να το πούμε στον συνάνθρωπο μας που είναι όμοιος με μας και όχι στον Πάνσοφο και Παντοδύναμο Θεό που γνωρίζει πως ενεργεί. Και πως ενεργεί; Σύμφωνα πάντα με το καλώς νοούμενο συμφέρον των ανθρώπων έστω και αν επιτρέπει ακόμη και αυτόν το θάνατο.
Οι εμπνευσμένοι πατέρες μπορούν να μας φωτίσουν περισσότερο, ώστε να λάβουμε απάντηση θεϊκή στο ερώτημα:
Να πως ο μέγας της Καισαρείας Επίσκοπος Βασίλειος παρηγορεί το φίλο του Νεκτάριο με την ευκαιρία θανάτου του Υιού του.
Το πρόσταγμα του Θεού λέγει, ότι εμείς που πιστεύουμε στο Χριστό δε πρέπει να λυπόμαστε για. τους αδελφούς μας που φεύγουν από την πρόσκαιρη αύτη ζωή, γιατί ελπίζουμε στην Ανάσταση. Για την υπομονή δε που θα δείξουμε να είμαστε βέβαιοι ότι μεγάλα στέφανα επιφυλάσσονται από τον μισθαποδότη Θεό .
Γι' αυτό: Μη λυπείσαι, διότι προώρως απέθανε, πριν απόλαυση τον βίον, πριν έλθη εις ώραν γάμου και αφήσει απογόνους. Τουναντίον να ευχαριστείς τον Θεό ν, ότι δεν κατέλιπε επί γης ορφανά τέκνα και χήραν γυναίκα, η οποία ενδεχόμενον να ετήκετο εκ της μακράς θλίψεως. Αλλά ποιος πράγματι είναι τόσο λίθινος στην καρδιά, ώστε με απάθεια να δεχθεί το συμβάν; Διαδοχή οίκου λαμπρού, έρεισμα γένους, ελπίς πατρίδος, βλάστη μα ευσεβών γονέων, που ανετράφη εν μέσω μυρίων ευχών, έφυγεν αναρπασθείς από τα χέρια του Πατρός του εις το άνθος της ηλικίας του . Και συνεχίζει ο ιερός Πατέρας ομιλών τώρα παρηγορητικά. Δεν εστερήθημεν του παιδιού, αλλά το απεδώσαμεν εις τον χορηγήσαντα. Δεν ηφανίσθη η ζωή του, αλλά μετεβλήθη προς το καλύτερον. Δεν έκρυψεν η γη τον αγαπητό μας, αλλά τον υπεδέχθη ο Ουρανός. Ας αναμείνωμεν ολίγον και θα είμεθα πάλιν με αυτόν που ποθούμεν. Ουδέ πρόκειται να είναι μακρύς ο χρόνος του χωρισμού, αφού όλοι ευρισκόμεθα εις τον βίον τούτον ως οδοιπόροι πορευόμενοι προς το αυτό τέρμα, εις το όποιον ο μεν ένας φθάνει ενωρίτερα, ο δε άλλος αργότερα. Μη λησμονούμεν ότι αν ενωρίτερα από ημάς εβάδισεν ο αποθανών υιός σου την οδό του θανάτου, όλοι θα βαδίσομεν την οδό αυτήν και όλους μας περιμένει το ίδιο κατάλυμα. Ας ευχώμεθα μόνον να ομοιωθώμεν δια της αρετής προς την καθαρότητα εκείνου, ώστε δια το άδολον του ήθους να τύχωμεν της αυτής αναπαύσεως με τους εν Χριστώ νηπίους .
Ο Μέγας Βασίλειος στέλνει και δεύτερη επιστολή. Αύτη τη φορά την απευθύνει εις την σύζυγο του Νεκταρίου και της λέγει: Δε διοικούνται χωρίς πρόνοιαν τα ζητήματα της ζωής μας, όπως έχομεν μάθει από το Ευαγγέλιον ότι ούτε ένα στρουθίον δεν πέφτει κάτω νεκρόν χωρίς το θέλημα του Πατέρα μας. Ώστε να είσαι βεβαιωμένη, ότι, ό ,τι έγινε, έγινε με το θέλημα του Δημιουργού μας, που μας έφερεν εις την ζωήν. Εις το θέλημα δε του Θεού ποιος ημπορεί να αντισταθή; Λοιπόν, ας δεχθούμε με την καρδιά μας αυτό που συνέβη. Διότι και με το να δυσανασχετώ μεν και να στεναχωρούμεθα ούτε το γεγονός διορθώνουμε, αλλά και τους εαυτούς μας καταστρέφομεν. Ας μη κατηγορήσομεν την δικαίαν κρίσιν του Θεού. Είμεθα αμαθείς, ώστε να εξετάζωμεν και να κρίνωμεν τα ανεξήγητα κρίματά του (=αποφάσεις του). Τώρα ακριβώς υποβάλλει ο Κύριος εις δοκιμασίαν την αγάπην σου προς αυτόν. Τώρα σού παρουσιάζεται η ευκαιρία με την υπομονή σου να λάβης την μερίδα των μαρτύρων (να μιμηθής τους μάρτυρας). Η μητέρα των Μακκαβαίων αντίκρυσε τον θάνατο επτά παιδιών και δεν εστέναξε, ούτε αφήκεν απρεπές δάκρυ, άλλ' αντιθέτως ηυχαρίστει τον Θεόν, διότι έβλεπεν αυτά να αποχωρίζονται από τα δεσμά του σώματος με τη φωτιά και τα σιδηρά βασανιστικά όργανα και με τις ανυπόφορες πληγές. Δι' αυτό δε και εκρίθη δοξασμένη εμπρός εις τον Θεόν, αείμνηστος δε υπό των ανθρώπων. Πράγματι είναι μεγάλη η συμφορά και εγώ το ομολογώ, αλλά μεγάλαι είναι και αι αμοιβαί, που επιφυλάσσει ο Κύριος εις εκείνους που υπομένουν. Όταν έγινες μητέρα και είδες το παιδί σου και ηυχαρίστησες τον Θεόν δι' αυτό, οπωσδήποτε εγνώριζες ότι εγέννησες θνητόν, αφού και συ είσαι θνητή. Τι λοιπόν το παράδοξον, αν απέθανεν ο θνητός; Αλλά, θα ειπής, μας λυπεί το ότι παράκαιρα απέθανε. Αλλά τούτο είναι άδηλον, το αν δεν έφυγεν εις τον καιρόν του, επειδή ημείς δεν γνωρίζομεν να εκλέγωμεν ποία αληθώς συμφέρουν εις τας ψυχάς μας και να ορίζωμεν προθεσμίας εις τον ανθρώπινον βίον. Παρατήρησε γύρω σου όλον τον κόσμον, όπου κατοικείς, και νόησε, ότι όλα όσα βλέπομεν είναι θνητά και όλα υπόκεινται εις φθοράν. Μαζί δε με όλα αυτά έχω και τούτον τον ισχυρόν λόγον να σου ειπώ: Λυπήσου το σύζυγο σου . Γίνετε ο ένας παρηγορία του άλλου. Μη του κάμης βαρυτέραν και δεινοτέραν την συμφοράν με το να λειώνεις και να καταστρέφεις τον εαυτό σου με το πάθημα.
Ο Μέγας Βασίλειος με τις επιστολές του αυτές παρηγόρησε το φίλο του Νεκτάριο και τη σύζυγο του. Παρηγορεί όμως συνεχώς όλους εκείνους που στερήθηκαν τα νεαρά βλαστάρια τους. Μπορεί να έφυγαν από τον κόσμο αυτό, αλλά μεταφυτεύθηκαν στον ουράνιο λειμώνα και ζουν και χαίρονται και απολαμβάνουν των ουρανίων δωρεών. Γι' αυτές τις ουράνιες δωρεές ο Απόστολος Παύλος είπε: Οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, όσα ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν (Α' Κορινθ. 2, 9). Όλες λοιπόν οι ουράνιες δωρεές ανήκουν σ' αυτούς που αγαπούν το Θεό. Και αγαπά πράγματι κανείς τον Θεό, όταν εφαρμόζει τις εντολές του, αποφεύγει την αμαρτία και μετανοιώνει και καθαρίζει από τους ρύπους την ψυχή του.
Ο υιός του Νεκταρίου μεγάλωσε κοντά στους ευσεβείς γονείς του και λόγω της νεότητος του έμεινε άσπιλος. Γι' αυτό απολαμβάνει των ουράνιων δωρεών.
Γονείς που απωλέσατε νέους βλαστούς χαρείτε και ευχαριστείτε συνεχώς τον Κύριον της δόξης.
ΑΠ. Κανείς θνητός δεν έχει τη δυνατότητα να εισέλθει βαθειά στο νου του Κυρίου. Ο Προφήτης Ησαΐας θα πει: Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου; η τις σύμβουλος αυτού εγένετο; (Ησαΐας 40, 13) . Ποιος δηλαδή γνωρίζει το νου του Κυρίου και ποιος μπορεί να τον συμβουλέψει; Στη Σοφία Σολομώντος διαβάζουμε τα εμπνευσμένα από το Άγιο Πνεύμα λόγια του συγγραφέως: Ευάρεστος τω Θεώ γενόμενος ηγαπήθη και ζων μεταξύ αμαρτωλών μετετέθη, ηρπάγη, ίνα μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού η δόλος απατήση ψυχή ν αυτού ... τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς (4,1011,13). Τα σοφά αυτά λόγια θέλουν να μας πουν: Ο δίκαιος άνθρωπος, επειδή ευχαρίστησε με τη ζωή του το Θεό, αγαπήθηκε από αυτόν και επειδή εδώ ζούσε μεταξύ αμαρτωλών, μετατέθηκε στην άλλη ζωή. Τον άρπαξε ο Θεός, για να μη μεταβάλλει τη σύνεσή του η κακία του κόσμου και για να μην απατήσει την ψυχή του η δολιότητα. Ο δίκαιος αφού τελειοποιήθηκε μέσα σε λίγο χρόνο συμπλήρωσε έτσι πολλά έτη ενάρετης ζωής. Ακόμη και οι Αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: 'Ον Θεός φιλεί (δηλ. αγαπά) αποθνήσκει νέος .
Βέβαια κανείς δεν αμφιβάλλει ότι όταν ένας νέος άνθρωπος φεύγει αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό και οι οικείοι, κυρίως οι γεννήτορες, πληγώνονται βαθύτατα.
Πως να παρηγορηθούν; Πως και με ποιόν τρόπο θα χύσει κάνεις βάλσαμο στις καρδιές των πληγωμένων αδελφών; Ο άνθρωπος αδυνατεί. Τα παραπάνω όμως λόγια της Αγίας Γραφής αν γίνουν πιστευτά τότε ο άνθρωπος παρηγορείται. Εξάλλου δε θα μείνουμε αιώνια στον πλανήτη αυτό που λέγεται γη. Είμαστε πάροικοι και παρεπίδημοι. Σε λίγο και εμείς θα φύγουμε. Δεν έμεινε κανείς μόνιμα στον κόσμο αυτό.
Στις ψυχές όμως των οικείων πλανάται ένα ΓΙΑΤΙ ; . αυτό το γιατί αν το εξετάσουμε βαθύτερα συμβουλευόμενοι και την πατερική εμπειρία, θα διαπιστώσουμε ότι είναι εφάμαρτο. Το γιατί αυτό χαρακτηρίζεται ως αυτοδικία. Το γιατί μπορούμε να το πούμε στον συνάνθρωπο μας που είναι όμοιος με μας και όχι στον Πάνσοφο και Παντοδύναμο Θεό που γνωρίζει πως ενεργεί. Και πως ενεργεί; Σύμφωνα πάντα με το καλώς νοούμενο συμφέρον των ανθρώπων έστω και αν επιτρέπει ακόμη και αυτόν το θάνατο.
Οι εμπνευσμένοι πατέρες μπορούν να μας φωτίσουν περισσότερο, ώστε να λάβουμε απάντηση θεϊκή στο ερώτημα:
Να πως ο μέγας της Καισαρείας Επίσκοπος Βασίλειος παρηγορεί το φίλο του Νεκτάριο με την ευκαιρία θανάτου του Υιού του.
Το πρόσταγμα του Θεού λέγει, ότι εμείς που πιστεύουμε στο Χριστό δε πρέπει να λυπόμαστε για. τους αδελφούς μας που φεύγουν από την πρόσκαιρη αύτη ζωή, γιατί ελπίζουμε στην Ανάσταση. Για την υπομονή δε που θα δείξουμε να είμαστε βέβαιοι ότι μεγάλα στέφανα επιφυλάσσονται από τον μισθαποδότη Θεό .
Γι' αυτό: Μη λυπείσαι, διότι προώρως απέθανε, πριν απόλαυση τον βίον, πριν έλθη εις ώραν γάμου και αφήσει απογόνους. Τουναντίον να ευχαριστείς τον Θεό ν, ότι δεν κατέλιπε επί γης ορφανά τέκνα και χήραν γυναίκα, η οποία ενδεχόμενον να ετήκετο εκ της μακράς θλίψεως. Αλλά ποιος πράγματι είναι τόσο λίθινος στην καρδιά, ώστε με απάθεια να δεχθεί το συμβάν; Διαδοχή οίκου λαμπρού, έρεισμα γένους, ελπίς πατρίδος, βλάστη μα ευσεβών γονέων, που ανετράφη εν μέσω μυρίων ευχών, έφυγεν αναρπασθείς από τα χέρια του Πατρός του εις το άνθος της ηλικίας του . Και συνεχίζει ο ιερός Πατέρας ομιλών τώρα παρηγορητικά. Δεν εστερήθημεν του παιδιού, αλλά το απεδώσαμεν εις τον χορηγήσαντα. Δεν ηφανίσθη η ζωή του, αλλά μετεβλήθη προς το καλύτερον. Δεν έκρυψεν η γη τον αγαπητό μας, αλλά τον υπεδέχθη ο Ουρανός. Ας αναμείνωμεν ολίγον και θα είμεθα πάλιν με αυτόν που ποθούμεν. Ουδέ πρόκειται να είναι μακρύς ο χρόνος του χωρισμού, αφού όλοι ευρισκόμεθα εις τον βίον τούτον ως οδοιπόροι πορευόμενοι προς το αυτό τέρμα, εις το όποιον ο μεν ένας φθάνει ενωρίτερα, ο δε άλλος αργότερα. Μη λησμονούμεν ότι αν ενωρίτερα από ημάς εβάδισεν ο αποθανών υιός σου την οδό του θανάτου, όλοι θα βαδίσομεν την οδό αυτήν και όλους μας περιμένει το ίδιο κατάλυμα. Ας ευχώμεθα μόνον να ομοιωθώμεν δια της αρετής προς την καθαρότητα εκείνου, ώστε δια το άδολον του ήθους να τύχωμεν της αυτής αναπαύσεως με τους εν Χριστώ νηπίους .
Ο Μέγας Βασίλειος στέλνει και δεύτερη επιστολή. Αύτη τη φορά την απευθύνει εις την σύζυγο του Νεκταρίου και της λέγει: Δε διοικούνται χωρίς πρόνοιαν τα ζητήματα της ζωής μας, όπως έχομεν μάθει από το Ευαγγέλιον ότι ούτε ένα στρουθίον δεν πέφτει κάτω νεκρόν χωρίς το θέλημα του Πατέρα μας. Ώστε να είσαι βεβαιωμένη, ότι, ό ,τι έγινε, έγινε με το θέλημα του Δημιουργού μας, που μας έφερεν εις την ζωήν. Εις το θέλημα δε του Θεού ποιος ημπορεί να αντισταθή; Λοιπόν, ας δεχθούμε με την καρδιά μας αυτό που συνέβη. Διότι και με το να δυσανασχετώ μεν και να στεναχωρούμεθα ούτε το γεγονός διορθώνουμε, αλλά και τους εαυτούς μας καταστρέφομεν. Ας μη κατηγορήσομεν την δικαίαν κρίσιν του Θεού. Είμεθα αμαθείς, ώστε να εξετάζωμεν και να κρίνωμεν τα ανεξήγητα κρίματά του (=αποφάσεις του). Τώρα ακριβώς υποβάλλει ο Κύριος εις δοκιμασίαν την αγάπην σου προς αυτόν. Τώρα σού παρουσιάζεται η ευκαιρία με την υπομονή σου να λάβης την μερίδα των μαρτύρων (να μιμηθής τους μάρτυρας). Η μητέρα των Μακκαβαίων αντίκρυσε τον θάνατο επτά παιδιών και δεν εστέναξε, ούτε αφήκεν απρεπές δάκρυ, άλλ' αντιθέτως ηυχαρίστει τον Θεόν, διότι έβλεπεν αυτά να αποχωρίζονται από τα δεσμά του σώματος με τη φωτιά και τα σιδηρά βασανιστικά όργανα και με τις ανυπόφορες πληγές. Δι' αυτό δε και εκρίθη δοξασμένη εμπρός εις τον Θεόν, αείμνηστος δε υπό των ανθρώπων. Πράγματι είναι μεγάλη η συμφορά και εγώ το ομολογώ, αλλά μεγάλαι είναι και αι αμοιβαί, που επιφυλάσσει ο Κύριος εις εκείνους που υπομένουν. Όταν έγινες μητέρα και είδες το παιδί σου και ηυχαρίστησες τον Θεόν δι' αυτό, οπωσδήποτε εγνώριζες ότι εγέννησες θνητόν, αφού και συ είσαι θνητή. Τι λοιπόν το παράδοξον, αν απέθανεν ο θνητός; Αλλά, θα ειπής, μας λυπεί το ότι παράκαιρα απέθανε. Αλλά τούτο είναι άδηλον, το αν δεν έφυγεν εις τον καιρόν του, επειδή ημείς δεν γνωρίζομεν να εκλέγωμεν ποία αληθώς συμφέρουν εις τας ψυχάς μας και να ορίζωμεν προθεσμίας εις τον ανθρώπινον βίον. Παρατήρησε γύρω σου όλον τον κόσμον, όπου κατοικείς, και νόησε, ότι όλα όσα βλέπομεν είναι θνητά και όλα υπόκεινται εις φθοράν. Μαζί δε με όλα αυτά έχω και τούτον τον ισχυρόν λόγον να σου ειπώ: Λυπήσου το σύζυγο σου . Γίνετε ο ένας παρηγορία του άλλου. Μη του κάμης βαρυτέραν και δεινοτέραν την συμφοράν με το να λειώνεις και να καταστρέφεις τον εαυτό σου με το πάθημα.
Ο Μέγας Βασίλειος με τις επιστολές του αυτές παρηγόρησε το φίλο του Νεκτάριο και τη σύζυγο του. Παρηγορεί όμως συνεχώς όλους εκείνους που στερήθηκαν τα νεαρά βλαστάρια τους. Μπορεί να έφυγαν από τον κόσμο αυτό, αλλά μεταφυτεύθηκαν στον ουράνιο λειμώνα και ζουν και χαίρονται και απολαμβάνουν των ουρανίων δωρεών. Γι' αυτές τις ουράνιες δωρεές ο Απόστολος Παύλος είπε: Οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, όσα ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν (Α' Κορινθ. 2, 9). Όλες λοιπόν οι ουράνιες δωρεές ανήκουν σ' αυτούς που αγαπούν το Θεό. Και αγαπά πράγματι κανείς τον Θεό, όταν εφαρμόζει τις εντολές του, αποφεύγει την αμαρτία και μετανοιώνει και καθαρίζει από τους ρύπους την ψυχή του.
Ο υιός του Νεκταρίου μεγάλωσε κοντά στους ευσεβείς γονείς του και λόγω της νεότητος του έμεινε άσπιλος. Γι' αυτό απολαμβάνει των ουράνιων δωρεών.
Γονείς που απωλέσατε νέους βλαστούς χαρείτε και ευχαριστείτε συνεχώς τον Κύριον της δόξης.
Για το θάνατο και την έξοδο της ψυχής εκ του σώματος ομιλούμε και σε άλλη συνάφεια. Εδώ δεν θα μιλήσει η δική μας μικρή-ελάχιστη εμπειρία, αλλά η αγιότητα και εμπειρία του όσιου Νήφωνος Επισκόπου Κωνσταντιανής. Ο όσιος ρωτήθηκε από κάποιον αδελφό και έδωσε την απάντηση. Δανειζόμαστε το κείμενο από το βιβλίο της Ιεράς Μονής Παρακλήτου 'Ωρωπού Αττικής Ένας ασκητής Επίσκοπος .ΕΡ. Πως στους παλαιούς καιρούς οι πρόγονοι μας ζούσαν και πέθαιναν ειρηνικά, ενώ εμείς σήμερα, όπως ξέρεις τελειώνουμε την ζωή μας πολυτάραχα, περνώντας από θλίψη σε συμφορά και από ανάγκη σε κακοήθεια;
ΑΠ. Θα σού το εξηγήσω κι αυτό, όσο μπορώ. Λοιπόν, οι παλαιότεροι άνθρωποι είχαν μεταξύ τους πολλή αγάπη. Οι σχέσεις τους ήταν βασισμένες στην ευθύτητα και στη δικαιοσύνη. Και η αγάπη τους στο Θεό ήταν τόσο βαθειά, που δεν έκαναν ποτέ θυσία η άλλη προσφορά στο ναό Του, αν το δώρο τους δεν ήταν άριστο. Στον Κύριο έδιναν ό,τι εκλεκτότερο είχαν. Εμείς όμως τώρα δεν κάνουμε το ίδιο. Έχουμε θεοποιήσει την κοιλιά μας και προσφέρουμε σ' αυτήν τα καλύτερα, ενώ στις εκκλησίες του Χριστού τα χειρότερα. Και γενικά, εκείνοι με κάθε τρόπο υπηρετούσαν το Θεό, και γι' αυτό Τον είχαν βοηθό και σωτήρα σ' όλες τις περιστάσεις της ζωής τους, μέχρι την ώρα του θανάτου. Αντίθετα εμείς έχουμε θεοποιήσει την κοιλία μας και της κάνουμε όλα τα χατήρια, τη στιγμή που αυτή η αχόρταγη καμία ωφέλεια και σωτηρία δεν μας παρέχει, αλλά μονάχα θλίψεις.
ΕΡ. Επειδή, όπως βλέπω, ο σοφότατος νους σου έχει φωτιστεί από το Θεό, πάτερ, για να λες στο δούλο σου ό,τι τον ωφελεί, λύσε μου, σε παρακαλώ, και μία άλλη απορία: Όταν η ψυχή χωρίζεται από το σώμα, βγαίνει με πόνο και βία η με γαλήνη και ευκολία;
ΑΠ. Δεν ξέρω βέβαια από πείρα, γιατί ... δεν πέθανα ακόμα, είπε χαμογελώντας ο όσιος. Θα σ' ενημερώσω όμως θεωρητικά. Πρόσεξε: Υπάρχουν ενάρετοι που έχουν πικρό θάνατο, και υπάρχουν αμαρτωλοί που έχουν γλυκό θάνατο. Ο πικρός όμως θάνατος του ενάρετου ξεπλένει τις μικρές αμαρτίες, που ως άνθρωπος έκανε στη ζωή του, αφού κανένας δεν είναι αναμάρτητος παρά μόνο ο Θεός. Αντίθετα, ο γλυκός θάνατος του αμαρτωλού αντισταθμίζει τα λίγα καλά, που έτυχε να κάνει. Έτσι, ο ενάρετος φεύγει από τη ζωή αυτή ολοκάθαρος, ενώ ο αμαρτωλός εντελώς ακάθαρτος. Και σε βεβαιώνω, αδελφέ μου, ότι ο παροδικά πικρός θάνατος του δικαίου, του εξασφαλίζει αιώνια χαρά και αγαλλίαση. Ενώ ο παροδικά γλυκός θάνατος του αμαρτωλού, τον στέλνει στο άσβεστο πυρ και στην αιώνια κόλαση.
ΕΡ. Καλά, δεν υπάρχουν αμαρτωλοί που και πικρά πεθαίνουν και στην κόλαση πηγαίνουν;
ΑΠ. Υπάρχουν βέβαια και πολλοί αμαρτωλοί, που έχουν πικρό θάνατο και στέλνονται στην κόλαση. Όπως υπάρχουν και δίκαιοι, που έχουν γλυκό θάνατο και μετά οδηγούνται στην αιώνια μακαριότητα. Τι να πει κανείς; Είναι διάφορα τα κρίματα του Θεού. Στον καθένα δίνει θάνατο ανάλογο με τη ζωή του. Πάντως ο θάνατος δεν είναι τόσο φοβερός, παιδί μου, όσο η κρίση που γίνεται εκείνη την ώρα. Γιατί μόλις βγει η ψυχή από το σώμα, έρχονται άγγελοι να την παραλάβουν. Τότε όμως μαζεύονται και πλήθη δαιμόνων. Και οι άγγελοι παρουσιάζουν τα καλά έργα της ψυχής, ενώ οι δαίμονες τα κακά. Ύστερα στέκονται και περιμένουν όλοι να έρθει από τον ουρανό η απόφαση της σωτηρίας η της καταδίκης. Μέχρι να φτάσει όμως η φρικτή αυτή απόφαση, τι αγωνία περνάει η ψυχή! Τη μια στιγμή θαρρεί πως θα ριχτεί στην κόλαση, και λιώνει από φόβο. Την άλλη ελπίζει πως θα της χαριστεί η σωτηρία, και σκιρτάει από χαρά και ευφροσύνη. Ύστερα πάλι αμφιβάλλει, και σηκώνει τα χέρια στον ουρανό και ικετεύει να μην παραδοθεί σ' αυτούς που τρίζουν τα δόντια τους εναντίον της. Μα οι άγγελοι έχουν τότε μεγάλη αγωνία, καθώς και οι δαίμονες. Οι πρώτοι ελπίζουν σε απόφαση σωτηρίας. Και οι δεύτεροι σε απόφαση καταδίκης. Όπου λοιπόν προστάξει ο δίκαιος Κριτής, εκεί και παραδίνεται η ψυχή η στους αγγέλους του Θεού και τη λύτρωση η στους δαίμονες του σκότους και την απώλεια. αυτό, παιδί μου, είναι ο φόβος και ο τρόμος, το να μην καταδικαστεί δηλαδή η ψυχή στην απώλεια, να μην πέσει στα χέρια των ακάθαρτων δαιμόνων... Κατά τα άλλα, ο θάνατος είναι κάτι φυσικό, που μας περιμένει όλους.
Σεβαστές πράγματι οι απόψεις του άγιου Νήφωνος. Σ' αυτές τις διδασκαλίες μπορούσαμε να προσθέσουμε και μία όμορφη ιστορία από το Γεροντικό. Και εκεί φαίνεται καθαρά ότι τα κρίματα (=οι αποφάσεις) του Θεού δεν μπορούν να εξιχνιαστούν με τον περιορισμένο μας νου πλην όμως οι αγιασμένοι γέροντες φωτισμένοι από το άγιο Πνεύμα με τρόπο απλό, δίδουν απαντήσεις σε τέτοια μεγάλα ερωτήματα. Τι λέγει το Γεροντικό.
Κάποιος ασκητής ζούσε κοντά σε μία πόλι, στην οποία κατοικούσε και ένας άδικος άνθρωπος. Ταλαιπωρούσε πολύ τον κόσμο. Τοκογλύφος ήταν, αδικίες έκανε, κατεδίωκε ανθρώπους. Όταν πέθανε, ήταν μία ημέρα ηλιόλουστη. Και επειδή ήταν πλούσιος, τα παιδιά του εκάλεσαν όχι μόνο πολλούς ιερείς και τον Μητροπολίτη της περιοχής, αλλά ακόμη και μουσική. Πήγε η μπάντα και κόσμος πολύς. Έγινε μία κηδεία μεγαλοπρεπέστατη. Παρόμοια ίσως να μην είχε δει η πόλις.
Ύστερα από λίγο πέθανε κι ένας φτωχαδάκος εκεί. Σε κάποια παράγκα έμενε ο καημένος, άρρωστος, ταλαιπωρημένος, άγιος όμως άνθρωπος, μεγάλης αρετής. Μέσα στη φτώχεια και στην καταφρόνια ζούσε. του έδιναν ένα κομμάτι ψωμί και μ' αυτό ζούσε και ήταν και κατάκοιτος. Όταν πέθανε, έπεσε χιόνι που ανέβηκε δυο μέτρα, και δεν μπορούσαν οι άνθρωποι ν' ανοίξουν δρόμο για να τον θάψουν. αφού έμεινε τέσσερις πέντε ημέρες άταφος, κατάφεραν οι γείτονες ν' ανοίξουν δρόμο. Τον πήραν, φώναξαν και τον ιερέα του κοιμητηρίου και τον εκήδευσαν.
Ο ασκητής αυτός, που είχε κατέβη στην πόλι τότε από την έρημο για να πούληση το εργόχειρο του, σκανδαλίσθηκε. Όταν ανέβηκε στο ασκητήριο του, λέγει: Θεέ μου, τι μυστήρια είναι αυτά; αυτός ο άρχοντας, ο ελεεινός και τρισάθλιος, όχι μόνο στην ζωή του είχε όλα τα αγαθά, αλλά και όταν πέθανε, αξιώθηκε μιας τόσο λαμπράς κηδείας. Τούτος ο καημένος πεθαίνει και δεν μπορούν ούτε να πάνε να τον θάψουν και τον αφήνουν τέσσερις μέρες άταφο. Ευτυχώς το χιόνι εμπόδισε, αλλιώς θα τον έτρωγαν τα αγρίμια, όπως έμενε έξω, σε ερημικό τόπο. Πως είναι αυτά τα κρίματά Σου, Κύριε;...
Και του αποκαλύπτει ο Θεός: Ο πλούσιος μέσα στις αδικίες και τις αθλιότητες του είχε κάνει και μερικά καλά έργα σ' αυτό τον κόσμο. Θέλησα, λοιπόν, να του τα εξοφλήσω όλα με μία μεγαλοπρεπή κηδεία. Ο φτωχός είχε κι αυτός μερικές αδυναμίες στην ζωή του, μερικά ελαττώματα και μερικές ατέλειες. Αϊ, κι αυτός με αυτή την ταλαιπωρία που υπέστη όσο ζούσε και όσα ακολούθησαν τον θάνατο του, τα εξώφλησε όλα. Τώρα ο ένας θ' απολαμβάνη τα αγαθά και ο άλλος τα κακά. Θα επαναληφθή, δηλαδή η ιστορία του πλουσίου και του Λαζάρου . απ�o � � � �v� �� ην αμαρτία και μετανοιώνει και καθαρίζει από τους ρύπους την ψυχή του.
Ο υιός του Νεκταρίου μεγάλωσε κοντά στους ευσεβείς γονείς του και λόγω της νεότητος του έμεινε άσπιλος. Γι' αυτό απολαμβάνει των ουράνιων δωρεών.
Γονείς που απωλέσατε νέους βλαστούς χαρείτε και ευχαριστείτε συνεχώς τον Κύριον της δόξης.
EΡ. Από κήρυκες του θείου λόγου άκουσα για θάνατο σωματικό και πνευματικό. Μπορείτε να μου εξηγήσετε τη διαφορά των δυο θανάτων;
ΑΠ. Είναι αλήθεια πως δυο θάνατοι πρυτανεύουν στη ζωή των ανθρώπων. Σωματικός και πνευματικός. Ο πρώτος είναι φυσικός θάνατος, ο δεύτερος μέγα δυστύχημα. Αλλά ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα:
Φυσικός θάνατος είναι η νέκρωση του σώματος. Η συζυγία πνευματικού και σωματικού ανθρώπου διαλύεται. Παύει να υπάρχει αυτή η αρμονία. αυτή την πραγματικότητα τονίζει ο ιερός Δαμασκηνός στο τέταρτο ιδιόμελο της νεκρώσιμης ακολουθίας λέγοντας: Πως ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται δηλαδή, με ποιο τρόπο η ψυχή χωρίζεται βίαια από την αρμονική της σύνδεση με το σώμα και ο φυσικότατος δεσμός της με αυτό κόβεται; Απλούστατα με την απόφαση του θείου θελήματος. Έτσι μετά το χωρισμό το σώμα τοποθετείται ευλαβώς στη γαστέρα της μητέρας γης και εκεί διαλύεται. Επιστρέφει δηλαδή στη γη εξ ης ελήφθη , ενώ η ψυχή πετά στα ουράνια.
Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο για το θάνατο, αλλά για τη ζωή. Το θάνατο διάλεξε μόνος του ο άνθρωπος. Αρνούμενος το Θείο θέλημα και κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του οδήγησε τον εαυτό του στη θνητότητα. Με τον τρόπο αυτό επέτρεψε ο Θεός το θάνατο προκειμένου να καταλύσει την αμαρτία και να ευεργετήσει τον άνθρωπο.
Στο πρώτο βιβλίο της Βίβλου τη Γένεση 2, 17 αναφέρεται ότι ο Κύριος προειδοποίησε τον άνθρωπο ότι αν παρακούσει την εντολή του θα πεθάνει. Έτσι ο άνθρωπος αφού υπέστη τον πνευματικό θάνατο με την παρακοή ήταν επόμενο να υποστεί και το σωματικό.
Έκτοτε ο θάνατος γίνεται πικρός. Πικρότερος όμως για τους άπιστους. Οι πιστοί έχουν ελπίδα σωτηρίας, οι άπιστοι όμως που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη αθανασίας πάσχουν, υποφέρουν και φοβούνται το θάνατο. Πως να μη φοβηθεί κάνεις το θάνατο τη στιγμή που πίστεψε ότι με το θάνατο του. αφανίζεται , μηδενίζεται και οδηγείται στην ανυπαρξία;
Για τους πιστούς τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ο θάνατος είναι γι αυτούς το μέσον για να περάσουν από τούτη την πρόσκαιρη ζωή στην όντως ζωή. Με την ανάσταση του Χριστού ο θάνατος έπαψε να είναι αθάνατος, αφού ο Χριστός τον θανάτωσε με το δικό του θάνατο Θανάτω θάνατον πατήσας . Ο θάνατος για τους πιστούς είναι ένας μεγάλος ύπνος. Τα σώματα θα αναστηθούν και θα ενωθούν πάλι με τις ψυχές μας, όπως τονίζουμε σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας.ΕΡ. Η ψυχή πεθαίνει; Υφίσταται φθορά όπως το σώμα;
ΑΠ. Η ψυχή δεν έχε: καμία σχέση με την όλη. Είναι ουσία νοερά και πνευματική σύμφωνα με τη γνώμη των Πατέρων. Είναι αθάνατη. Έχει αρχή, όχι και τέλος. Υφίσταται όμως η ψυχή θάνατο πνευματικό. Και ο πνευματικός θάνατος είναι η απομάκρυνση της από το Θεό. Μεταβαίνει έτσι στο χώρο του σκότους, της κολάσεως. Πρόκειται για την αμαρτωλή ψυχή. Την ψυχή που έζησε με το σώμα στην ανομία, απιστία και αμαρτία.
Εν αντιθέσει η ψυχή που έζησε με το σώμα υπηρετώντας το αγαθό και υπακούοντας στο θείο θέλημα μεταβαίνει κοντά στο Θεό και έχει κοινωνία με το Θεό, Ζει στην επουράνια Βασιλεία.
Το σημαντικότερο είναι ότι η αμαρτωλή ψυχή υφίσταται τον πνευματικό θάνατο χωρίς να καταστρέφεται η να αφανίζεται. Ζει, αλλά μακριά από το Θεό. Ζει, ζωή θανάτου.
Αλλά όπως το σώμα για να διατηρηθεί στη ζωή έχει ανάγκη τροφής, διαφορετικά παθαίνει αβιταμίνωση και πεθαίνει, έτσι και η ψυχή. Για να διατηρηθεί στη ζωή έχει ανάγκη τροφής. Και η τροφή της ψυχής είναι η προσευχή, η μελέτη του λόγου του Θεού, η μυστηριακή ζωή και κυρίως η σχέση με τα λυτρωτικά μυστήρια, όπως το μυστήριο της καθάρσεως (εξομολογήσεως και μετάνοιας) και κυρίως η συχνή-πυκνή σχέση με το σώμα και το αίμα του Κυρίου, ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον (Ιωάνν. 6,54). Έτσι γίνεται κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, ενδιαίτημα της Αγίας Τριάδος.
Αντίθετα η ψυχή που ζει μέσα στην ακαθαρσία και βρωμίζεται από πάθη ακάθαρτα, κόβει κοινωνία με την Εκκλησία που είναι ταμειούχος της χάριτος, ζει στην πλάνη και εχθρεύεται το Θεό, παθαίνει πνευματική αβιταμίνωση και μοιραία πεθαίνει. αυτή η ψυχή οδηγείται στο θάνατο μόνη. Κατά κάποιο τρόπο αυτοκτονεί ,ενώ θα μπορούσε να ζήσει. Η επιλογή της ζωής αυτής είναι δική της και φέρει ακεραία την ευθύνη του θανάτου της.
Τέτοιες τραγικές προσωπικότητες συναντούμε στην Αγία Γραφή. Τα ονόματα τους είναι γνωστά σ' όλους. Έκαναν χρήση κακή της ελευθερίας τους, σκέφθηκαν μόνο τον εαυτό τους, λάτρευσαν αντί το Θεό το χρήμα, τον πλούτο και τελικά πέθαναν. Ο Ιούδας αυτοκτόνησε. Ο πλούσιος στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, απέθανε και ετάφη αποσιωπάται ακόμη και το όνομά του και ο άφρων πλούσιος φεύγει βιαίως αφήνοντας τον πλούτο του στη γη. Δεν είναι τραγικό;
ΑΠ. Είναι αλήθεια πως δυο θάνατοι πρυτανεύουν στη ζωή των ανθρώπων. Σωματικός και πνευματικός. Ο πρώτος είναι φυσικός θάνατος, ο δεύτερος μέγα δυστύχημα. Αλλά ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα:
Φυσικός θάνατος είναι η νέκρωση του σώματος. Η συζυγία πνευματικού και σωματικού ανθρώπου διαλύεται. Παύει να υπάρχει αυτή η αρμονία. αυτή την πραγματικότητα τονίζει ο ιερός Δαμασκηνός στο τέταρτο ιδιόμελο της νεκρώσιμης ακολουθίας λέγοντας: Πως ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται δηλαδή, με ποιο τρόπο η ψυχή χωρίζεται βίαια από την αρμονική της σύνδεση με το σώμα και ο φυσικότατος δεσμός της με αυτό κόβεται; Απλούστατα με την απόφαση του θείου θελήματος. Έτσι μετά το χωρισμό το σώμα τοποθετείται ευλαβώς στη γαστέρα της μητέρας γης και εκεί διαλύεται. Επιστρέφει δηλαδή στη γη εξ ης ελήφθη , ενώ η ψυχή πετά στα ουράνια.
Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο για το θάνατο, αλλά για τη ζωή. Το θάνατο διάλεξε μόνος του ο άνθρωπος. Αρνούμενος το Θείο θέλημα και κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του οδήγησε τον εαυτό του στη θνητότητα. Με τον τρόπο αυτό επέτρεψε ο Θεός το θάνατο προκειμένου να καταλύσει την αμαρτία και να ευεργετήσει τον άνθρωπο.
Στο πρώτο βιβλίο της Βίβλου τη Γένεση 2, 17 αναφέρεται ότι ο Κύριος προειδοποίησε τον άνθρωπο ότι αν παρακούσει την εντολή του θα πεθάνει. Έτσι ο άνθρωπος αφού υπέστη τον πνευματικό θάνατο με την παρακοή ήταν επόμενο να υποστεί και το σωματικό.
Έκτοτε ο θάνατος γίνεται πικρός. Πικρότερος όμως για τους άπιστους. Οι πιστοί έχουν ελπίδα σωτηρίας, οι άπιστοι όμως που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη αθανασίας πάσχουν, υποφέρουν και φοβούνται το θάνατο. Πως να μη φοβηθεί κάνεις το θάνατο τη στιγμή που πίστεψε ότι με το θάνατο του. αφανίζεται , μηδενίζεται και οδηγείται στην ανυπαρξία;
Για τους πιστούς τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ο θάνατος είναι γι αυτούς το μέσον για να περάσουν από τούτη την πρόσκαιρη ζωή στην όντως ζωή. Με την ανάσταση του Χριστού ο θάνατος έπαψε να είναι αθάνατος, αφού ο Χριστός τον θανάτωσε με το δικό του θάνατο Θανάτω θάνατον πατήσας . Ο θάνατος για τους πιστούς είναι ένας μεγάλος ύπνος. Τα σώματα θα αναστηθούν και θα ενωθούν πάλι με τις ψυχές μας, όπως τονίζουμε σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας.ΕΡ. Η ψυχή πεθαίνει; Υφίσταται φθορά όπως το σώμα;
ΑΠ. Η ψυχή δεν έχε: καμία σχέση με την όλη. Είναι ουσία νοερά και πνευματική σύμφωνα με τη γνώμη των Πατέρων. Είναι αθάνατη. Έχει αρχή, όχι και τέλος. Υφίσταται όμως η ψυχή θάνατο πνευματικό. Και ο πνευματικός θάνατος είναι η απομάκρυνση της από το Θεό. Μεταβαίνει έτσι στο χώρο του σκότους, της κολάσεως. Πρόκειται για την αμαρτωλή ψυχή. Την ψυχή που έζησε με το σώμα στην ανομία, απιστία και αμαρτία.
Εν αντιθέσει η ψυχή που έζησε με το σώμα υπηρετώντας το αγαθό και υπακούοντας στο θείο θέλημα μεταβαίνει κοντά στο Θεό και έχει κοινωνία με το Θεό, Ζει στην επουράνια Βασιλεία.
Το σημαντικότερο είναι ότι η αμαρτωλή ψυχή υφίσταται τον πνευματικό θάνατο χωρίς να καταστρέφεται η να αφανίζεται. Ζει, αλλά μακριά από το Θεό. Ζει, ζωή θανάτου.
Αλλά όπως το σώμα για να διατηρηθεί στη ζωή έχει ανάγκη τροφής, διαφορετικά παθαίνει αβιταμίνωση και πεθαίνει, έτσι και η ψυχή. Για να διατηρηθεί στη ζωή έχει ανάγκη τροφής. Και η τροφή της ψυχής είναι η προσευχή, η μελέτη του λόγου του Θεού, η μυστηριακή ζωή και κυρίως η σχέση με τα λυτρωτικά μυστήρια, όπως το μυστήριο της καθάρσεως (εξομολογήσεως και μετάνοιας) και κυρίως η συχνή-πυκνή σχέση με το σώμα και το αίμα του Κυρίου, ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον (Ιωάνν. 6,54). Έτσι γίνεται κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, ενδιαίτημα της Αγίας Τριάδος.
Αντίθετα η ψυχή που ζει μέσα στην ακαθαρσία και βρωμίζεται από πάθη ακάθαρτα, κόβει κοινωνία με την Εκκλησία που είναι ταμειούχος της χάριτος, ζει στην πλάνη και εχθρεύεται το Θεό, παθαίνει πνευματική αβιταμίνωση και μοιραία πεθαίνει. αυτή η ψυχή οδηγείται στο θάνατο μόνη. Κατά κάποιο τρόπο αυτοκτονεί ,ενώ θα μπορούσε να ζήσει. Η επιλογή της ζωής αυτής είναι δική της και φέρει ακεραία την ευθύνη του θανάτου της.
Τέτοιες τραγικές προσωπικότητες συναντούμε στην Αγία Γραφή. Τα ονόματα τους είναι γνωστά σ' όλους. Έκαναν χρήση κακή της ελευθερίας τους, σκέφθηκαν μόνο τον εαυτό τους, λάτρευσαν αντί το Θεό το χρήμα, τον πλούτο και τελικά πέθαναν. Ο Ιούδας αυτοκτόνησε. Ο πλούσιος στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, απέθανε και ετάφη αποσιωπάται ακόμη και το όνομά του και ο άφρων πλούσιος φεύγει βιαίως αφήνοντας τον πλούτο του στη γη. Δεν είναι τραγικό;