Ὕμνος τῆς Ἀγάπης
Α´ ἐπιστολὴ Παύλου πρὸς Κορινθίους (ιβ´ 27 - ιγ´ 13)
Α´ ἐπιστολὴ Παύλου πρὸς Κορινθίους (ιβ´ 27 - ιγ´ 13)
Ἀδελφοὶ, ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὔς μὲν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες διερμηνεύουσι;ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα· καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὀδὸν ὑμῖν δείκνυμι. | Αδέλφια μου, εσείς όλοι αποτελείτε το σώμα του Χριστού και είσθε μέλη του, όπου ο καθένας έχει τη δική του θέση. Και πρώτα μεν ετοποθέτησε ο Θεός τους αποστόλους, σε δεύτερη θέση τους προφήτες, σε τρίτη θέση οι διδάσκαλοι. Έπειτα ο Θεός άλλους έθεσε να ποιούν θαύματα, άλλους θεραπείες, άλλους να προστατεύουν τους αδυνάμους και ασθενείς, σε άλλους έδωσε χαρίσματα κυβερνήσεως και σε άλλους χαρίσματα ξένων γλωσσών. Δεν είναι όλοι απόστολοι, ούτε όλοι προφήτες, ούτε όλοι διδάσκαλοι. Δεν είναι όλοι θαυματουργοί, ούτε όλοι θεραπευτές, ούτε όλοι ομιλούν και διερμηνεύουν ξένες γλώσσες. Εσείς επιδιώκετε με ζήλο τα καλύτερα χαρίσματα, και για τούτο το λόγο σας δεικνύω μία οδό ανώτερη: |
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. | Εάν υποθέσομε ότι ομιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμη και των αγγέλων, δεν έχω όμως αγάπη, οι λόγοι μου ακούονται ως χάλκινος κώδωνας ή αλαλαγμός κυμβάλου. Και εάν έχω το χάρισμα της προφητείας και κατέχω όλα τα μυστήρια του Θεού και όλη τη γνώση, και εάν ακόμη έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ όρη, δεν έχω όμως αγάπη, δεν είμαι τίποτε. Και εάν διαθέσω τα υπάρχοντά μου στους πτωχούς, και εάν παραδώσω το σώμα μου για να καώ, δεν έχω όμως αγάπη, δεν ωφελούμαι σε τίποτε από αυτές τις θυσίες. |
Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. | Εκείνος ο οποίος αγαπάει είναι μακρόθυμος κι ανεκτικός, είναι καλωσυνάτος, ευργετικός και ωφέλιμος, δε ζηλοφθονεί, δεν υπερηφανεύεται, δεν φέρεται με αλαζονεία και προπέτεια, δεν πράττει άσχημα, δε ζητεί τα δικά του συμφέροντα, δε ερεθίζεται από θυμό και οργή, δε σκέπτεται ποτέ κακό κατά του πλησίον, ούτε λογαριάζει το κακό που έπαθε από αυτόν. Δεν χαίρεται όταν βλέπει να γίνεται αδικία, χαίρεται όμως όταν βλέπει την αλήθεια να επικρατεί. Η αγάπη τα πάντα ανέχεται, στα πάντα εμπιστεύεται, για πάντα ελπίζει, τα πάντα υπομένει. |
Ἡ άγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει· εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμουν· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ έπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. | Η αγάπη ποτέ δεν εκπίπτει αλλά μένει πάντοτε ισχυρή: τα χαρίσματα είτε είναι προφητείες θα καταργηθούν, είτε είναι ξένες γλώσσες θα παύσουν, είτε είναι γνώση θα καταργηθεί και αυτή. Διότι τώρα εν μέρει και όχι τέλεια γνωρίζουμε και προφητεύουμε, όταν όμως έλθει το τέλειον, τότε το μερικό και ατελές θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, ως νήπιο μιλούσα, ως νήπιο σκεπτόμουν, ως νήπιο συλλογιζόμουν. Όταν όμως έγινα άνδρας, κατήργησα πλέον εκείνα τα νηπιώδη. Διότι τώρα βλέπομε όπως σε ένα κάτοπτρο θαμπά και μας μένουν ανεξήγητα αινίγματα. Όταν όμως έλθει το τέλειο, θα ιδούμε φανερά και καθαρά, όπως πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνον ένα μέρος της αλήθειας, τότε όμως θα λάβω τόσο τέλεια γνώση, όσο με γνωρίζει ο Παντογνώστης. |
νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ άγάπη. | Αυτά θα γίνουν, τώρα δε μένουν η πίστις, η ελπίς, η αγάπη, αυτά τα τρία: μεγαλύτερη δε από αυτά είναι η αγάπη. |
Σχόλια στὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης
«Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει μέσα του τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι χαρακτηριστικὰ ὑπέροχη. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ, δὲ ζηλεύει, δὲ φουσκώνει ἀπὸ ἐγωισμό, δὲ θυμώνει, δὲ ζητεῖ τὸ δικό του συμφέρον, δὲ σκέπτεται κακὸ γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀγάπη δὲν ξεπέφτει ποτέ, ἀλλὰ θὰ ἰσχύει πάντοτε. Ἡ ἀγάπη θὰ γεμίζει τὶς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὴν παραδέχθηκαν καὶ τὴν ἐφάρμοσαν στὴ ζωή τους. Ἔτσι, ἡ μακαριότητα καὶ ἡ χαρά θὰ εἶναι τὰ σημάδια τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες τῶν αἰώνων.» (ἀπὸ τὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο «Εὐαγγελικὲς Περικοπὲς» τοῦ Κωνσταντίνου Γρηγοριάδου, σελ. 201, Ἔκδοση 1989, ΟΕΔΒ, Ἀθήνα)
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ θαυμαστὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι ἕνας ὑπέροχος ὕμνος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὴν ἀγάπη. Εἶναι ἕνα ἄριστο ποίημα. Περιέχει καταπληκτικὲς ἀλήθειες, ποὺ φωτίζουν καὶ ἐξυψώνουν τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἕνας ἄνθρωπος φωτισμένος ἀπὸ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, μποροῦσε νὰ γράψῃ ἕναν ὕμνο ποὺ περιέχει τέτοιες ἐξαίσιες καὶ σημαντικὲς γιὰ τὴ ζωή μας ἀλήθειες. Ἑμεῖς ἐδῶ θὰ ὑπογραμμίσουμε μόνο μερικές. Ἡ ἀγάπη εἶναι θεῖο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός φανερώνει τὴν ἀγάπη Του, στέλντοντας στὸν κόσμο τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Χωρὶς λοιπὸν τὴν ἀγάπη, δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε, οὕτε νὰ ἐφαρμόσουμε καμία ἄλλη ἀρετή. Στοὺς πρώτους στίχους τοῦ κειμένου ὁ Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, τονίζει ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχει ὅλα τὰ προσόντα καὶ τὶς ἰκανότητες· ἂν ὁμως τοῦ λείπει ἡ άγάπη, τότε εἶναι ἕνα τίποτε!
Πηγή: www.nektarios.gr