Μηνύματα φωτός

-Ευτυχισμένος αυτός που γνωρίζει,τι είναι αγάπη προς τον Ιησού Χριστό και περιφρονεί τον εαυτόν του χάριν αυτής της αγάπης.
-Αγάπησε ψυχή ολόθερμα τον Ιησού Χριστό.Αυτόν να θεωρείς φίλο σου,Αυτόν,που έστω και αν όλοι σε εγκαταλείψουν,δεν θα σε αφήσει ποτέ,ούτε θα επιτρέψει να καταστραφείς.
-Αν σε κάθε σου ανάγκη επικαλείσαι τον Ιησού Χριστό,θα Τον έχεις πάντοτε κοντά σου.Αν ο Χριστός είναι μαζί σου,κανείς εχθρός δεν μπορεί να σε βλάψει.
-Να είσαι ταπεινός και ειρηνικός και ο Ιησούς Χριστός θα είναι μαζί σου
-Να είσαι ευσεβής και πράος και ο Ιησούς Χριστός θα είναι μαζί σου.
-Κάνε τον Ιησού Χριστό βασιλιά της καρδιάς σου και θα είσαι πάντα ευτυχισμένος.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Πως ο μικρός Ιησούς έβλεπε με τα παιδικά Του μάτια την Μητέρα Του



‘Όταν μεγάλωσε και ήλθε πλέον η ώρα μέσα στα σπλάχνα της να δεχτεί τον Γιό του Θεού έβλεπε αγγέλους να υπηρετούν το Μικρό της, αλλά γι’ Αυτήν πάλι ήταν φυσικό.
Κανείς από μας δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτό το κοριτσάκι μεγάλωνε τον δικό της Γιό. Όμως αυτή ήταν η πραγματικότητα. Μεγάλωνε η μικρή Μαριάμ,
τον δικό της Γιό πάντοτε με την ίδια διδασκαλία, που την δίδαξε η δική της μάνα.
Από την ώρα εκείνη, που Τον ένιωσε μέσα στα στήθη της να ρουφά το νέκταρ της δικής της στοργής, δεν άφηνε μόνο να πίνει το γάλα της ο μικρός Ιησούς, αλλά άφηνε και την ολόθερμη ευχή της για το Βασιλόπουλό της, για το θησαυρό της. Τότε ο Θεός, τι έκανε;
Έστελλε θεϊκή αχτίδα από την καρδιά Του και έμπαινε μέσα στην καρδιά αυτού του μικρού κοριτσιού και γινόταν χάρις πολύτιμη, που μαζί με το υλικό γάλα αυτής της κοπέλας, θήλαζε ο ίδιος ο Θεός Πατέρας τον δικό Του Γιό. Αλλά ταυτόχρονα πλημμύριζε από τον θεϊκό έρωτα και την μικρή αυτή Παιδούλα.

Αν για μας ο Θεός Πατέρας είναι και Μάνα και Πατέρας, τότε πολύ περισσότερο για τον μικρό Ιησού, ο πραγματικός Του Πατέρας ήταν και Μάνα και Πατέρας γι’ Αυτόν. Αυτό το αντιλαμβανόταν η μικρή Μαριάμ, γι’ αυτό και τον μικρό της Γιό, Τον κρατούσε στα στήθη της και έβλεπε τον ουρανό. Τον κρατούσε στα στήθη της και μιλούσε γι’ Αυτόν στον ουρανό. Και όταν σήκωνε τα μάτια της στον ουρανό, μιλούσε μόνο για τον δικό της Βασιλιά.

-Πως λοιπόν ο μικρός Ιησούς να μην αγαπάει μια τέτοια Μάνα, που όλη ήταν δοσμένη στον θεϊκό έρωτα του δικού Του Πατέρα;
-Πως αλλιώς θα μπορούσε να ήταν ευτυχισμένος ένας Γιός, που έφυγε μακριά από τον δικό Του Πατέρα, τον πιο τρυφερό, τον πιο στοργικό, τον παγκόσμιο Πατέρα;
-Αν μπορούσε να δει κανείς με τα μάτια του την αλήθεια, πως θα ένιωθε να βλέπει να φεύγει ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, μακριά από τον Πατέρα Του, μακριά από τον ουρανό, για να κατεβεί στη γη;
-Αντιλαμβάνεστε τι εξορία φοβερή θα ήτανε;
Ευτυχώς μεριμνά ο δικός Του Πατέρας και κάνει την μικρή παιδούλα, να έχει την ίδια απέραντη αγάπη, που έχει ο ίδιος για τον Γιό Του, γιατί ο ίδιος φύτεψε μέσα σ’ αυτήν την μικρή Κόρη αυτό το μεγαλείο της απέραντης αγάπης.
Και η μικρή Μαριάμ μιλούσε στον μικρό της Γιό μόνο για τον δικό της Πατέρα. Και χαιρόταν ο Ιησούς γιατί μιλούσε η Μαμά Του για τον δικό Του Πατέρα, γι’ Αυτόν που είχε αφήσει στον ουρανό και ήλθε στη γη, για να επιτελέσει το δικό Του θέλημα.
-Πως λοιπόν να ξεχάσει ο μικρός Ιησούς αυτήν την καρδιά;
Και μόνο στο άκουσμα της λέξης Μαριάμ, η καρδιά Του χτυπούσε γοργά.
Ο Ιησούς, όπως έχουμε ξαναπεί, είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Σαν άνθρωπος έπρεπε να γεννηθεί, να μεγαλώσει, όπως όλοι εμείς οι άνθρωποι, γιατί μόνο έτσι θα συντελείτο το μυστήριο της σωτηρίας και της λύτρωσής μας.
-Πως μπορεί να ξεχάσει αυτός ο μικρός Ιησούς την τρυφερότητα και την στοργή με την οποία Τον μεγάλωσε αυτή η Κόρη;
-Πως μπορεί να ξεχάσει, την αγάπη της ακόμη και όταν Τον άφηνε στο κρεβατάκι Του, όπως όλες οι μαμάδες;
Μόνο που Εκείνη δεν Τον άφηνε ποτέ μοναχό Του. Γιατί;
Όπου Τον είχε, εκεί γονάτιζε και μιλούσε συνέχεια στον ουράνιο Πατέρα, για τον δικό της θησαυρό.
Πόσο θα ήθελε ο Ιησούς όλες εσείς οι μάνες, να ζήσετε όπως η δική Του Μάνα!
Πόσο θα ήθελε εσείς οι μάνες, να μπορείτε να γονατίζετε, όπως η δική Του Μητέρα στο κρεβατάκι του παιδιού σας κι εκεί να προσεύχεστε για τον δικό σας γιο και για την δική σας κόρη! Πως να ξεχάσει ο μικρός Ιησούς, όταν ήταν μικρό παλικαράκι και ξυπνούσε τη νύχτα και έβλεπε την Μητέρα Του αντί να κοιμάται, να βρίσκεται δίπλα Του γονατισμένη και λουσμένη από θείο φως, να μιλάει στον ουρανό μόνο για Εκείνον;
Πώς να ξεχάσει αυτό το μικρό Παιδί την Μητέρα Του, που περνούσε όλες τις ώρες της ημέρας της τόσο ιερά, τόσο θεϊκά, γιατί πίστευε πως κάθε στιγμή, κάθε λεπτό ήταν μια ευκαιρία, ένα βήμα, για να χωθεί στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα της. Ήξερε η ίδια, πως όσο πιο πολύ θα χωνόταν μέσα στα βάθη της άπειρης στοργής και αγάπης του Θεού Πατέρα, έτσι θα έπαιρνε και τον μικρό της Γιό μέσα στα βάθη της απεραντοσύνης και της στοργής του ουράνιου της Πατέρα.
Έτσι λοιπόν την ένιωθε, την αγαπούσε και την λάτρευε, γιατί όπου και αν πήγαινε μόνο για τον Πατέρα της και τον Πατέρα Του μιλούσε. Ό,τι γινόταν και ό,τι έβλεπε μόνο δοξολογικός ύμνος έβγαινε από τα χείλη και την καρδιά της για τον ουράνιο Πατέρα. Ακόμα και όταν έβλεπε ένα καλό να γίνεται, παρατηρούσε πόσο πολύ χαιρόταν η παιδική Του Μανούλα.
Πόσο δόξαζε τον Θεό για το κάθε τι! Από τα χείλη της άκουγε λίγα λόγια και όποτε χρειαζόταν να μιλήσει, μόνο αγάπη έβγαζαν τα χείλη της, μόνο μέλι έβγαζε και δοξολογία στον Θεό.

Πόσο Τον συγκινούσε η βαθιά της ταπείνωση! Θεωρούσε τον εαυτό της τελευταίο απ’ όλους. Αγκάλιαζε από αυτή την θέση τους πάντες, σαν δικά της παιδιά. Πόσες φορές έβλεπε την ίδια αγάπη που είχε στον δικό της θησαυρό, στον Ιησού, η ίδια αγάπη να ξεχειλίζει απέραντα για όλα τα παιδάκια του κόσμου, που στο διάβα και στο πέρασμά της συναντούσε.

Πώς να μην συγκινείται η δική Του παιδική καρδιά, όταν έβλεπε την Μητέρα Του να είναι τόσο εύσπλαχνη για τον κάθε άνθρωπο, ακόμα και για τον κάθε άνθρωπο της αμαρτίας. Μήπως τα μάτια της, δεν είχαν δει τα λάθη των ανθρώπων; Μήπως τα μάτια της και η καρδιά της δεν πονούσε, όταν έβλεπε ανθρώπους να κάνουν πράξεις, που δυσαρεστούσαν τον Θεό Πατέρα;
Μήπως δεν έβλεπε ο μικρός Ιησούς την Μητέρα Του, να περνάει μπροστά από ανθρώπους οι οποίοι έβαζαν σαν στόχο στη ζωή τους, να βρίσκονται μακριά από τον Θεό και αγκαλιά με τον Εωσφόρο, κάνοντας συνειδησιακά και με την θέλησή τους λάθη που δεν άρεσαν στον Θεό; Και τότε, τι έκανε αυτή η παιδική Μανούλα; Τι έκανε αυτή η κόρη Μαριάμ;
Δύο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και ικέτευε τον Θεό:
«Σε παρακαλώ, Πατέρα μου, συγχώρεσε αυτόν τον άνθρωπο».
Όταν οι άλλοι έπιαναν πέτρες για να λιθοβολήσουν τις γυναίκες τις άθλιες και τις άσωτες, γιατί αυτός ήταν ο Μωσαϊκός νόμος της εποχής εκείνης, τότε δυο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και ικεσία έκανε στον Θεϊκό Πατέρα της, να σπλαχνιστεί την χαμένη και πληγωμένη Του εικόνα.
-Πως λοιπόν αυτός ο μικρός Ιησούς, να μην αγαπήσει μια τέτοια Μάνα;
-Και πως θα μπορούσε ο ίδιος να ζήσει διαφορετικά, όταν μια τέτοια Μάνα Τον καθοδηγούσε στον δρόμο της αρετής, αγνοώντας πως Αυτός που κρατούσε από το χεράκι, που κρατούσε στην αγκαλιά και Τον θήλαζε, που Τον γέμιζε με τα χάδια και τα φιλιά της, ήταν ο ίδιος ο συνδημιουργός του Θεού Πατέρα;

Αλλά γιατί έγιναν όλα αυτά; Γιατί τα λέμε;
Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά, μεγαλύτερη ευτυχία από ένα παιδί, με καμάρι να ομολογεί: «Αυτή είναι η Μαμά Μου. Αυτή είναι η Αγία Μου Μαμά».
Και πράγματι, όταν ο ίδιος ο Ιησούς γονάτιζε, για να ευχαριστήσει και να δοξολογήσει τον Θεό Πατέρα, τίποτα άλλο δεν έκανε από το να Τον ευχαριστεί, που έκανε την εξορία Του στη γη, να είναι στο ελάχιστο υποφερτή, επειδή Του είχε δώσει την πιο γλυκιά Μάνα.