«Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμου, σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον και κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς εργασίαν των εντολών σου, πρεβείαις της παναχράντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων. Αμήν.»
Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία προσεύχεται προς το Χριστό, τον ιδρυτή και σωτήρα της. Προσεύχεται προς την ουράνια κεφαλή, της οποίας αποτελεί το μυστικό σώμα, που ο ίδιος ο Χριστός εξαγόρασε στο Σταυρό με το
πανάγιο αίμα του. Στην προσευχή της αυτή η Ορθοδοξία εκφράζει την εκκλησιολογική της συνείδηση και ταυτότητα. Κινείται μέσα στή διάσταση του ακτίστου θείου φωτός, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα την τριαδολογία της. Μόνο ένας ορθόδοξος χριστιανός μπορεί να προφέρει αυτή την προσευχή. Οι ετερόδοξοι αδυνατούν να τη συλλάβουν, γιατί δεν πιστεύουν στο άκτιστο φως του Χρίστου, στη μακάρια δόξα της Τριάδος.
Ας δούμε αναλυτικότερα τα πράγματα.
«Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον.»
Η αναλογία του φυσικού φωτός είναι πολύ προσφιλής, τόσο στην Αγία Γραφή, όσο και στην πατερική παράδοση της Εκκλησίας, προς εικονική παράσταση της απαστράπτουσας δόξας του Θεού. Οι αναφορές είναι πολλές. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα χαρακτηρίζει ως φως, που προέρχεται από άλλο φως («Φως εκ φωτός»). Φυσικά εδώ, όπως και σ’ όλες τις άλλες σχετικές εικονικές αναφορές, δεν πρόκειται περί του φυσικού ήλιακού φωτός, αλλά περί Φωτός, το οποίο έχει θεολογική και σωτηριολογική έννοια.
Είναι το άκτιστο θείο φως, η φωταύγεια της ουσίας του Θεού, η φαεινή δόξα της Τριάδος. Το φως αυτό είναι στοιχείο συστατικό – αν μπορούμε να πούμε έτσι – του τριαδικού Θεού. Είναι ο εγγενής πλούτος της θεότητος, αΐδιο και άκτιστο. Η παρουσία του δεν επιφέρει μερισμό στην ουσία του Θεού, όπως δεν επιφέρουν μερισμό σ’ αυτήν και οι τριαδικές θείες υποστάσεις. Είναι μια πραγματική θεοπρεπής διάκριση στη θεότητα, διά της οποίας η άπειρη ουσία του Θεού, η καθ’ εαυτήν απόλυτα υπερβατική αμέθεκτη και ακοινώνητη, κοινωνεί με τα κτιστά όντα, αποκαλύπτεται στον εξωτερικό κόσμο, τον οποίο δημιούργησε εκ του μη όντος, και μετέχεται από τις καθαρμένες πνευματικές φύσεις. Ο Χριστός παράλληλα με το πλήρωμα της άπειρης θείας ουσίας του και το προσωπικό υποστατικό του ιδίωμα (τη γέννηση) είναι πλήρης και τέλειος φορέας (με ίσο μέτρο φυσικά με τα άλλα δύο πρόσωπα, τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιο) της θείας ενέργειας, του θείου φωτός ή της θείας χάριτος. Είναι το «απαύγασμα της δόξης του Θεού» (Εβρ. 1, 3), που τόσο πλούσια φώτισε και κατελάμπρυνε την κτίση κατά τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος στο Όρος Θαβώρ. Το γεγονός αυτό ψάλλουσα η Εκκλησία, χαρακτηρίζει το Λόγο (το Χριστό) ως «φως αναλλοίωτον», προερχόμενον εκ «φωτός Πατρός αϊδίου». Στο φανέν φως του Χρίστου βλέπουμε «φως τον Πατέρα, φως και το Πνεύμα, φωταγωγούν πάσαν κτίσιν».
Το φως του Χρίστου φωτίζει και αγιάζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Αυτό αποτελεί μια μεγάλη αλήθεια της πίστεως. Όλα τα όντα πλάστηκαν «διά του Υιού» ( Ιω. 1, 2). Είναι θεμελιωμένα στο Λόγο του Πατρός. Ως θελημένα από τον Πατέρα, είναι ριζωμένα στην άπειρη θεία βουλή, στη δημιουργική θεία ενέργεια. Δεν είναι πλάσματα ξένα και άσχετα προς τον Πλάστη. Και τα μεν φυσικά κτίσματα αναφέρονται στο Δημιουργό τους με τον ειδικό φυσικό λόγο της υπάρξεως τους. Ο άνθρωπος όμως, ως «εικόνα» Θεού, επί της οποίας ανακλώνται οι χαρακτήρες του αρχετύπου της (η νοερά πνευματική φύση του Θεού κτλ.), έχει Ιδιαίτερο λόγο αναφοράς προς το Θεό. Στη φύση του είναι χαραγμένη η έννοια του Πλάστη Του. Η συνείδησή του προσανατολίζεται έμφυτα προς το Δημιουργό του, τον οποίο θέλει και αγαπά. Χωρίς αυτόν, η φύση του είναι άρριγη, κολοβωμένη. Τελικό αίτιο της δημιουργίας του είναι η θέωση της φύσεως του, η «ομοίωσις» του προς το Θεό.
Όταν ο άνθρωπος έλθει στον κόσμο, βρίσκεται άμεσα κάτω από την ευλογία και τη σωστική ενέργεια της χάριτος του Θεού. Η λυτρωτική δύναμη του Χριστού τον περιβάλλει σε όλες τις αναφορές της ζωής του. Περιβάλλει δε όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους, γιατί ο Θεός θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4). Στόχος της σωτηρίας είναι η επίγνωση της θείας αλήθειας. Ο άνθρωπος, για να σωθεί, πρέπει να γνωρίσει το Θεό. Η γνώση αυτή δεν είναι απλά νοησιαρχική. Είναι επίγνωση δηλαδή, γνώση βαθιά και υπαρξιακή, που αγγίζει όλες τις δυνάμεις της ψυχής και αναμοχλεύει το εσωτερικό βάθος της ανθρώπινης καρδιάς. Ο άνθρωπος πρέπει να δει και να βιώσει τη θεία αλήθεια. Να αποδιώξει τον πνευματικό σκοτισμό και την πλάνη, που είναι αποτελέσματα της αμαρτίας και οδηγούν στον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Το φωτιστικό αυτό έργο είναι συγχρόνως και αγιαστικό. Ο άνθρωπος φωτίζεται, αγιαζόμενος, και αγιάζεται, φωτισμένος. Ο Χριστός φωτίζει και αγιάζει τον άνθρωπο κατά πολλούς τρόπους· με τον ανέσπερο φωτισμό της χάριτος του στον ανθρώπινο νου, με την προφητική του ενέργεια στο πεδίο της θείας αποκαλύψεως, με τη μυστηριακή χάρη του στον αγιαστικό χώρο της Εκκλησίας του. Αλλά και ευρύτερα φωτίζει και κάθε άλλον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται έξω από τον ιστορικό περίβολο της Εκκλησίας του. Ο φωτισμός αυτός γίνεται από το σπερματικό θείο Λόγο, την ειδική εκείνη μερική αποκαλυπτική ενέργεια του Χρίστου, που φανερώνει απ’ ευθείας στον άνθρωπο ορισμένες θείες αλήθειες, επί τη βάσει των οποίων αυτός μπορεί να ρυθμίζει τη ζωή του.
Πρέπει βεβαίως να ειπωθεί ότι το φωτιστικό και αγιαστικό αυτό έργο του Χριστού δεν είναι έργο καταναγκαστικό, δεν σύρει δηλαδή βίαια τον άνθρωπο στη σωτηρία, γιατί ο άνθρωπος είναι οντότητα πνευματική και ελεύθερη και εκ του λόγου τούτου πρέπει και ο ίδιος να θελήσει και εκούσια να εργαστεί για τη σωτηρία του. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να δεχτεί το φως του Χρίστου η να το απορρίψει, να το αγαπήσει ή να τα μισήσει (Ιω. 3, 20). Ο Χριστός άλλωστε κανένα δεν ανάγκασε αθέλητα του να τον ακολουθήσει. Αυτό εξαρτάται απόλυτα από τον άνθρωπο (Ματθ. 16, 24). Στη βάση αύτη της ελεύθερης προσαγωγής στο σωτήριο φως του Χρίστου στηρίζεται η πραγματικότητα, τόσο της θείας βασιλείας, όσο και της αιωνίας κολάσεως.
«Σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον.»
Με το αίτημα αυτό πετυχαίνεται ο στόχος της ορθόδοξης προσευχής. Η ψυχή πλήττει το κέντρο των σωτηριολογικών της ενατενίσεων. Κάτι παρόμοιο λέγεται και στην ορθόδοξη Δοξολογία: «Ότι παρά σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Ο προσευχόμενος πιστός παρακαλεί το Σωτήρα του Κύριο να του αποστείλει το απόθετο κάλλος του προσώπου του, το ιλαρό φως της θείας του ενέργειας με το όποιο να σφραγισθεί η όλη του υπόσταση, έτσι ώστε να μπορέσει κι αυτός να δει το απρόσιτο φως της θείας του Χάριτος. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και να ανακραθεί μαζί του, να διαπερασθεί η φύση του από την άφθαρτη θεία φλόγα, να γίνει και αυτός ένα μικρός «ήλιος» (Ματθ. 13, 43), αστράφτοντας τη λαμπρότητα του θείου πλαστουργού του. Αυτό είναι το μέγιστο, που μπορεί να ζητήσει και να επιτύχει ο ορθόδοξος πιστός, η ανάκραση της φύσεώς του με την ακτίνα της θείας ενέργειας, με το θαβώριο φως του Χριστού, με τη λαμπρότητα της δόξας της Αγίας Τριάδος. Στην ανάκραση αυτή πετυχαίνεται η «κατά χάριν» θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, η οποία εξαντλεί τα όρια των ανθρωπίνων αναζητήσεων και αποτελεί τον ύψιστο στόχο της ανθρωπίνης υπάρξεως.
Το φως του Χρίστου «φαίνει πασι». Ως απαύγασμα της δόξης του Θεού, είναι διάχυτο σ’ ολόκληρη την κτίση, την οποία περιβάλλει και συγκρατεί. Εν τούτοις πολύ λίγοι το αισθάνονται, όσοι έχουν καθαρμένη τη φύση τους από την αμαρτία. Η ηθική ακαθαρσία, σαν ένα πυκνό προπέτασμα, καλύπτει τη φύση, και εμποδίζει τη θεία φωταύγεια να την αγγίζει. Έτσι το φως του Χριστού παραμένει αθέατο. Η σκοτισμένη φύση δεν έχει πρόσβαση στη λυτρωτική θεία ενέργεια. Μένουσα στα σκοτάδια της, πεθαίνει πνευματικά και χάνεται. Η κόλαση είναι η στέρηση του θείου φωτός, που γίνεται φωτιά και κατακαίει αιώνια τις σκοτεινές και ακάθαρτες φύσεις. Αντίθετα στις καθαρμένες από τα πάθη λογικές φύσεις το φως του Χριστού γίνεται επαισθητό. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία-λέγει ο Κύριος- ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» Η καθαρότητα της καρδίας ελκύει το φως του Χριστού. Ο καθαρμένος από τους αισχρούς λογισμούς νους το βλέπει μυστικά να τον περιβάλλει. Σε ακραίες καταστάσεις το θείο φως γίνεται και εξωτερικά ορατό και επαισθητό. Όταν σε κατάσταση νοεράς προσευχής ο νους εισχωρήσει στη θεία θεωρία και η καρδία, πυρακτωμένη από τη θεία αγάπη, ενωθεί με το Πνεύμα του Θεού σε μια ουράνια θεία έκσταση, το φως του Χριστού περιβάλλει ξαφνικά τον προσευχόμενο, τον κάνει να αστράφτει από την ακτίνα της θείας του ενέργειας, έτσι που να τον βλέπουν εξωτερικά να λάμπει και οι άλλοι άνθρωποι. Το θεόληπτο αυτό βίωμα της εκστατικής προσευχής και της ενώσεως με το άκτιστο φως του Χριστού δεν είναι φυσικά επιτευκτό από όλους τους πιστούς, αλλά μονάχα από εκείνους που έχουν αγάπη πολλή, άσκηση και βαθιά κάθαρση από τα πάθη και την αμαρτία. Είναι βίωμα των Αγίων. Οι συνήθεις πιστοί το αισθάνονται στην καρδιά τους ως παράκληση του αγίου Πνεύματος, πού κράζει σ’ αυτήν «Αββά ο Πατήρ» (Γαλ. 4, 6) ενώ στη θεία λειτουργία το βλέπουν ως «φως αληθινόν», ως μυστική λήψη του «επουρανίου Πνεύματος» που οδηγεί στη θεία αλήθεια, στη δοξολογική ανύμνηση της Παναγίας Τριάδος. Στη μέλλουσα ζωή βέβαια η ένωση με το άκτιστο φως του Χριστού θα είναι κτήμα κοινό για όλους τους σεσωσμένους. Θα είναι η καθολική μακαριότητα του Παραδείσου.
«Και κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς εργασίαν των εντολών σου, πρεσβείαις της πανάχραντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων. Αμήν.»
Μετά τη δέηση, που κάνει η προσευχόμενη ψυχή στο Χριστό να τη σφραγίσει με το θείο του φως, ώστε να δει και να ενωθεί με την άκτιστη θεία ενέργεια, προχωρεί σ’ ένα δεύτερο πρακτικότερο αίτημα· παρακαλεί το Χριστό να οδηγήσει τα διαβήματά τους προς εργασίαν των εντολών του. Το αίτημα αυτό είναι πολύ σημαντικό. Για να ενωθεί κανείς με το Θεό, πρέπει να είναι καθαρός και ενάρετος. Όπως είπαμε, οι βουτηγμένοι στην ακαθαρσία της αμαρτίας δεν μπορούν να δουν το ανέσπερο φως του Χριστού. Μόνον εκείνοι που έχουν, σαν φωτιστικό λυχνάρι της ζωής τους «τον νόμον του Θεού» (Ψαλμ. ριη’, 105), όσοι ζητούν πρώτον τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του (Ματθ. 6, 33), την οποία πεινούν και διψούν εσωτερικά στη ψυχή τους (Ματθ. 5, 6) εκείνοι που δεν ακούουν απλώς το λόγο του Θεού, αλλά και τον τηρούν στη ζωή τους (Λουκ. 11, 28), αυτοί θα ικανωθούν να δεχτούν μέσα τους το μακάριο θείο φως, να ενωθούν μαζί του, και να ζήσουν τη χαρά της επουράνιας θείας βασιλείας. Αντίθετα όσοι είναι ντυμένοι στα έργα του σκότους, οι άδικοι, οι πόρνοι, οι ειδωλολάτρες, οι μοιχοί, οι μαλακοί, οι αρσενοκοίτες, οι κλέπτες, οι πλεονέκτες, οι μέθυσοι, οι λοίδοροι, οι άρπαγες, όλοι αυτοί δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού (Α’ Κορ. 6, 9-10). Ο ορθός και ενάρετος βίος, ο στηριγμένος στη διάπραξη των εντολών του Θεού, είναι σημάδι ότι ο άνθρωπος πιστεύει και ζει βαθιά στη ζωή του το άκτιστο φως του Χριστού, την άκτιστη θεία χάρη. Χωρίς έργα αγαθά, η πίστη του ανθρώπου είναι νεκρή και ανώφελη (Ιακ. 2,20). Βεβαίως τα έργα αυτά, τα οποία καλείται ο άνθρωπος να επιτελέσει, δεν είναι καθαρό επίτευγμα δικό του, αλλ’ είναι και αυτά δωρεά της χάριτος του Χρίστου (Εφ. 2, 5), χωρίς τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος «ποιεί ουδέν» (Ιω. 2, 5). Ο άνθρωπος οφείλει να συμπράξει με τη χάρη του Θεού, για να επιτύχει τη σωτηρία του. Πρέπει να έχει πίστη ορθή και έργα αγαθά.
Η προσευχή προς το Χριστό κατακλείεται διά του αιτήματος πρεσβείας της Θεοτόκου και όλων των αγίων. Είναι αίτημα, που κινείται στο πνεύμα της καθολικότητας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι οντότητα διαχρονική και υπέρχρονη. Ο φυσικός θάνατος δεν καταλύει τη μυστηριακή της ενότητα. Τα μέλη της, που φεύγουν από τη γη, εκδημούν προς Κύριον. Αποτελούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, η οποία βρίσκεται σε αέναη επικοινωνία με το επί της γης στρατευόμενο σώμα του Χριστού. Ο κυριότερος σύνδεσμος των δύο μερών της Εκκλησίας είναι η αγάπη και η προσευχή. Οι Άγιοι, οι δεδικαιωμένοι ενώπιον του Θεού και ζώντες το μακάριο φως της επουράνιας θείας βασιλείας, πρεσβεύουν, μεσιτεύουν προς τον εν Τριάδι Θεόν, υπέρ των αδελφών των, οι όποιοι αγωνίζονται επί της γης τον αγώνα τον καλόν. Το μεσιτικό αυτό έργο επιτελεί κυρίως η Μητέρα του Χριστού και οι Άγιοι της Εκκλησίας. Η δέηση της Θεοτόκου σφραγίζει ανεξίτηλα την προσευχή της Ορθοδοξίας, και καλύπτει ασφυκτικά την ευσέβεια και τη λατρεία της. Η ορθόδοξη ψυχή σπεύδει διηνεκώς προς τη Μητέρα της, γνωρίζοντας ότι ισχύει πολύ «δέησις Μητρός εις ευμένειαν Δεσπότου». Η Παναγία είναι το καύχημα, η χαρά και η ελπίδα της: «Παναγία μου, χαρά μου, ελπίς και προστασία μου», ανακράζει με πόθο και σεμνή ιεροπρέπεια. Στη Μητέρα του Χριστού, στην Υπεραγία Θεοτόκο, συνοψίζεται ολόκληρο το χριστολογικό μυστήριο.
Όπως και στην αρχή είπαμε, μόνον ο ορθόδοξος πιστός μπορεί να προσφέρει την προσευχή προς το Χριστό. Οι ξένοι αδυνατούν να την προσφέρουν. Σε δυο καίρια σημεία διαστρεβλώνουν την τριαδική θεία αλήθεια· από τη μια μεριά προσθέτουν το Filioque (και εκ του Υιού) και από την άλλη αφαιρούν την άκτιστη τριαδική θεία ενέργεια, δημιουργώντας χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ ημών και αυτών. Κακώς έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μονομερώς την τριαδολογική αίρεση των παπικών στο Filioque. Έχω την εντύπωση ότι η άρνηση των ακτίστων θείων ενεργειών από την ουσία του Θεού είναι μεγαλύτερη αίρεση, διότι πλήττει ευθέως την αγιαστική ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, και οδηγεί στον υπερφίαλο και άκρατο παπισμό.
Η Ορθοδοξία ζει και κινείται στο άκτιστο φως του Χριστού. Σ’ αυτό βλέπει τα πάντα, τη θεολογία, την ευσέβεια, το ήθος, την άσκηση, τον αγιασμό, τη θέωσή της. Είναι η Εκκλησία του θείου φωτός!
(+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών)